21/4/14

«Ούκ έστιν ώδε, άλλ' ήγέρθη»


Καθημερινώς πολλές ειδήσεις μετα­δίδονται από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως κι από το διαδίκτυο κι ανάλογα με τη βαρύτητά τους χαρακτη­ρίζονται ως πρώτη είδηση, δεύτερη εί­δηση... Αλλά η σπουδαιότερη απ' όλες τις ειδήσεις της παγκόσμιας ιστορίας που έχουν μεταδοθεί επάνω στον πλα­νήτη μας είναι το χαρμόσυνο άγγελμα τής Αναστάσε­ως του Χριστού που ανήγγειλε ο άγγελος στις Μυροφόρες.
 

Μας πληρο­φορούν οι ιεροί Ευαγγελιστές με χαρακτηρι­στικές λεπτο­μέρειες ο κα­θένας τους ότι την πρώτη ημέ­ρα της εβδομάδας από τα βα­θιά χαράματα ήλθαν οι γυ­ναίκες στο μνήμα φέρνοντας τα αρώμα­τα που είχαν ετοιμάσει. Βρήκαν τότε την πέτρα που έφραζε το μνημείο να είναι κυλισμένη μακριά απ' αυτό. Κι όταν μπήκαν στο μνημείο, δεν βρήκαν το σώ­μα τού Κυρίου Ιησού. Κι ενώ βρίσκον­ταν σε μεγάλη απορία για το γεγονός αυτό, ξαφνικά δύο άγγελοι παρουσιά­στηκαν μπροστά τους ως άνδρες με στολές που άστραφταν από λαμπρότητα. Κι ενώ αυτές κα­τατρομαγμένες έγερναν το πρό­σωπο προς τη γή από ευλάβεια κι επειδή δεν άντε­χαν τη λάμψη των αγγέλων, είπαν οι άγγε­λοι σ' αυτές: 

«Τί ζητείτε τόν ζώντα μετά τών νεκρών; ούκ έστιν ώδε, άλλ' ήγέρθη» (Λουκ. κδ' 5-6).

Οι μυροφόρες γυναίκες ήταν πρόσω­πα πολύ σεβαστά. Άνηκαν στον ιδιαίτερο κύκλο των γυναικών που υπηρετούσαν τόν Χριστό και τούς μαθητές Του από τα υπάρχοντά τους. Δεν εγκατέλειψαν τον Κύριο ούτε στο Σταυρό. Μόνο «τό σάββατον ήσύχασαν» (Λουκ. κγ' 56), σύμ­φωνα με την εντολή του Μωσαϊκού νό­μου για την αργία της ημέρας αύτης. Αλλά το πρωί της επόμενης μέρας του Σαββάτου, πρώτης της εβδομάδας, της «μιας τών σαββάτων», πριν καλά-καλά ξημερώσει, βρίσκονταν στό δρόμο κρα­τώντας τα πολύτιμα μύρα τους, για να αλείψουν το σώμα του Ιησού.
 


Πήγαιναν στο μνημείο, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, για να μυρώσουν τον πεφιλημένο νεκρό τους. Καθώς βά­διζαν με βήμα γοργό, αναρωτιόντουσαν ποιός θα τις βοηθούσε να αποκυλίσουν «τόν λίθον έκ τής θύρας τοΰ μνημείου» (Μάρκ. ιστ' 3). Αλλά εκεί τους περίμενε η μεγάλη έκπληξη: Βρήκαν την ταφόπετρα παραμερισμένη και τόν τάφο αδειανό. Οι νεκρικοί επίδεσμοι που είχαν χρησιμο­ποιηθεί κατά την ταφή υπήρχαν στο μνη­μείο και «τό σουδάριον... έντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Ιω. κ' 7), αλλά το σώμα του Ιησού δεν βρισκόταν εκεί, διότι ο Κύ­ριος είχε αναστηθεί.
 

Ο Χριστός αναστήθηκε αυτεξουσίως με τη δύναμη τής θεότητάς Του και αναδείχθηκε ο νικητής τού θανάτου! Πώς ή­ταν δυνατόν να κρατήσει ο τάφος «τόν άρχηγόν τής ζωής»; (Πράξ. γ' 15). Πολύ σωστά είπε ο άγγελος στις Μυροφό­ρες: Γιατί ζητάτε ανάμεσα στούς νεκρούς Αύτόν που τώρα πλέον είναι ζωντανός; Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε! Θυμη­θείτε πώς, όταν ακόμη ήταν στή Γαλιλαία, σας είπε ότι σύμφωνα με το προκαθορισμένο σχέδιο του Θεού πρέπει να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων αμαρτωλών και νά σταυρωθεί, και την τρίτη ημέρα από τόν θάνατο Του να αναστη­θεί (Λουκ. κδ' 5-7).
 

Το άδιαμφισβήτητο κοσμοϊστορικό και κοσμοσωτήριο γεγονός τής Αναστάσε­ως του Χριστού βεβαιώνει πανηγυρικά τη θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού και στηρίζει τήν πίστη μας σ' αυτήν. Όπως δεν μπορούν οι εχθροί του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού να αμφισβητήσουν ότι ο Χριστός σταυ­ρώθηκε, έτσι δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι ο 'Εσταυρωμένος εξακολουθεί να παραμένει στον τάφο νεκρός, διό­τι αναστήθηκε! Κι αφού αναστήθηκε, δεν πεθαίνει πλέον. Ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του, δεν μπορεί να τον κυριεύσει. «Χριστός εγερθείς έκ νεκρών ούκέτι άποθνήσκει, θάνατος αύτοΰ ούκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9).
 

Αναστήθηκε! Και με την Ανάστασή Του άνοιξε τον δρόμο και για τη δική μας ανάσταση. Έγινε η αρχή τής αναστάσεως όλων των νεκρών. «Χριστός έγήγερται έκ νεκρών, απαρχή τών κεκοιμημένων έγένετο» (Α' Κορ. ιε' 20). Όπως οι πρώιμοι καρποί προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και (ολόκληρη η συγκο­μιδή, έτσι και ο Χριστός αναστήθηκε και βεβαιώνει με την Άνάστασή Του ότι θα ακολουθήσει η ανάστασή και των άλλων νεκρών. Με πόση ελπίδα και φως λούζει τους τάφους των προσφιλών μας εκείνο το «ούκ έστιν ώδε» που άκουσαν οι Μυ­ροφόρες από το στόμα τού αγγέλου!
 

Ο Κύριος με την Ανάστασή Του άνοιξε τον δρόμο, για να ζούμε κι εμείς αναστημένη ζωή, «έν καινότητι ζωής» (Ρωμ. στ 4). Εγκαινιάζει «άλλης βιοτής, της αιωνίου άπαρχήν», για να σκιρτούμε από αγαλλίαση και χαρά και ευγνωμόνως να «ύμνούμεν τόν αίτιον, τόν μόνον εύλογητόν τών πατέρων, Θεόν και ύπερένδοξον»!        
 

Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Δεν υπάρχουν σχόλια: