“Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία απονέμει υμίν σήμερον διά των χειρών της ημών Μετριότητος, εν τη ιστορική Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, εν πληθούση Εκκλησία, παρούσης συμπάσης της ανά την οικουμένην τιμίας Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, το υψηλόν οφφίκιον του Άρχοντος Πρωτοασηκρήτου. Ανήκετε από την στιγμήν αυτήν, Εντιμολογιώτατε, εις την χορείαν των Οφφικιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίοι προσέφερον πολλά και ανεκτίμητα εις την Εκκλησίαν και το Γένος, συνεχίζουν δε και σήμερον το ευλογημένον αυτών έργον, ωργανομένοι εις δύο Σώματα, την Αδελφότητα «Παναγία η Παμμακάριστος», εις την οποίαν θα ανήκετε και υμείς, και το «Τάγμα του Αγίου Ανδρέου», των Αρχόντων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Συγκαταλέγεσθε πλέον μεταξύ των συνεργατών ημών, τους οποίους περιβάλλομεν με στοργήν και εμπιστοσύνην”.
Ο Παναγιώτατος, στη συνέχεια, επισήμανε ότι είναι η πρώτη φορά που απονέμεται το Οφφίκιο του Άρχοντος Πρωτοασηκρήτου και αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους η Μητέρα Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως τίμησε τον Καθηγητή Τσιόδρα:
“Απονέμομεν διά πρώτην φοράν το οφφίκιον του Άρχοντος Πρωτοασηκρήτου. Το αρχαιότατον τούτο αξίωμα συνεδέετο εις την Ανατολικήν Ρωμαικήν Αυτοκρατορίαν με πολλάς ευθύνας, με διαχείρισιν σημαντικωτάτων διά τον δημόσιον βίον υποθέσεων. Η θέσις του Πρωτοασηκρήτου «ήτο ιδιαιτέρας σπουδαιότητος και μεγάλης αξίας, καθ’ όσον αύτη ήτο λίαν εμπιστευτική και απαιτούσε πάντοτε ιδιαιτέραν ικανότητα, μόρφωσιν και γλωσσομάθειαν». Ο Πρωτοασηκρήτης ευρίσκετο εις άμεσον επαφήν με τον Αυτοκράτορα, ελειτούργει ως σύμβουλος αυτού εις θέματα εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας, εδίδετο δε εις αυτόν και η προεδρία του ανωτάτου αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Πρωτοασηκρήται διετέλεσαν ο μέγας Θεολόγος και αγωνιστής της Ορθοδοξίας Μάξιμος ο Ομολογητής και οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι Ταράσιος, Νικηφόρος Α’ και ο Μέγας Φώτιος.
Η Μεγάλη Εκκλησία τιμά σήμερον εν τω προσώπω υμών, Εντιμολογιώτατε Άρχων, τον διακεκριμένον Καθηγητήν του Εθνικού και Καποδριστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με πρωταγωνιστικόν ρόλον εις τον αγώνα κατά της πανδημίας του κορωνοιού Covid – 19, αναγνωρίζουσα την προσφοράν σας εις τον χώρον της Ιατρικής, το ήθος και την ανθρωπινήν παρουσίαν σας, καθώς και το υπέροχον γεγονός ότι συνδυάζετε εις την μαρτυρίαν σας την επιστημοσύνην με την αφοσίωσιν εις την Εκκλησίαν και την πιστότητα εις τας παραδόσεις της.”.
Στη συνέχεια ο Παναγιώτατος τόνισε ότι είναι άστοχη οποιαδήποτε συζήτηση για σύγκρουση πίστης και επιστήμης.
“Είναι όλως άστοχον, να χαρακτηρίζεται η πανδημία ως πεδίον συγκρούσεως πίστεως και επιστήμης. Αυταί αι δύο εξέχουσαι δυνάμεις δεν είναι αντίπαλοι, αλλά συνεργάται εις την διακονίαν του ανθρώπου. Η επιστημονική γνώσις είναι δωρεά και ευλογία του Θεού προς το ανθρώπινον γένος, όπως προσφυώς υπεγράμμισε και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη 2016) λέγουσα: «Διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, η ικανότης προς επιστημονικήν έρευναν του κόσμου αποτελεί θεόσδοτον δώρον εις τον άνθρωπον» (Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, ΣΤ’, §). Δεν είναι η άρνησις χρήσεως της μάσκας και η απόρριψις του εμβολιασμού κατά του κορωνοιού ένδειξις ζώσης πίστεως εις τον Χριστόν, αλλά μάλλον αγνωμοσύνη προς τον Δοτήρα παντός αγαθού διά το πολύτιμον δώρον της υγείας, το οποίον οφείλομεν να προστατεύωμεν, και απαράδεκτος αδιαφορία διά τον πλησίον, εφ’ όσον διά της συμπεριφοράς αυτής τον εκθέτομεν εις κίνδυνον, αθετούντες την μεγάλην εντολήν της αγάπης.
Ορθότατα σημειούται, βεβαίως, εις το Συνοδικόν κείμενον της Κρήτης, ότι «η απάντησις εις τα σοβαρά υπαρξιακά και ηθικά προβλήματα του ανθρώπου και εις το αιώνιον νόημα της ζωής αυτού και του κόσμου, δεν είναι δυνατόν να δοθή χωρίς μίαν πνευματικήν προσέγγισιν» (ο. π.). Χωρίς συναίσθησιν του υψηλού και αιωνίου προορισμού του, ο άνθρωπος αδυνατεί να διαχειρισθή και να αντιμετωπίση τας οριακάς καταστάσεις της ζωής.
Η πανδημία ανέδειξε την αλήθειαν, ότι η πίστις εις τον Θεόν ενισχύει την βούλησιν του ανθρώπου διά προσφοράν, την θυσιαστικήν αγάπην και την αλληλεγγύην, αι οποίαι υπερβαίνουν το ανθρώπινον μέτρον και φέρουν την σφραγίδα θείας δωρεάς. Απεκαλύφθη η σημασία της προσωπικής συμβολής και της κοινής προσπαθείας, δίδαγμα πολυτιμότατον και διά το μέλλον. Απεδείχθη περιτράνως, ότι και σήμερον το πρωτεύον και το ζητούμενον είναι ο ιατρός, ο οποίος «έχει συναίσθησιν της ιερότητος του προσώπου του ασθενούς», δεν τον υποβιβάζει εις ανώνυμον μονάδα και εις απρόσωπον «περίπτωσιν» (case).
Εις την χριστιανικήν παράδοσιν, όπου κυριαρχούν «ολιστικαί» προσεγγίσεις, η υγεία και η νόσος ερμηνεύονται ως διάστασις σωστικών ή, αντιστοίχως, αλλοτριωτικών σχέσεων, αναφερομένων εις την πληρότητα της ζωής του ανθρώπου ή εις την «κακήν αλλοίωσιν» αυτής. Εις τας βιβλικάς διηγήσεις περί της θεραπείας ασθενών, ο Χριστός, ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων», δεν θεραπεύει απλώς τα συμπτώματα της ασθενείας, αλλά καλεί τον ιαθέντα εις ριζικήν υπαρκτικήν αλλαγήν, εις ένα νέον τρόπον του βίου, εις υγιά σχέσιν με τον Θεόν, τον πλησίον και την κτίσιν. Προφανέστατα, η υγεία και η νόσος δεν είναι απλώς η καλή ή η κακή λειτουργία της «ψυχοσωματικής μηχανής» άνθρωπος.
Δεν είναι τυχαίον, ότι εις την γλώσσαν της θεολογίας η αμαρτία χαρακτηρίζεται ως «νόσος» και ότι χρησιμοποιείται ευρέως ιατρική ορολογία διά την περιγραφήν της ανακαινίσεως του ανθρώπου εν τη Εκκλησία, εν τη οποία, και η θεραπεία, είναι διά τους πιστούς πρόγευσις της οριστικής νίκης της ζωής επί της φθοράς και της τελικής καταργήσεως του θανάτου εν τη εσχατολογική Βασιλεία».
Και ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατέληξε λέγοντας:
“Με αυτάς τας σκέψεις, καταστέφομεν την υμετέραν Εντιμολογιότητα, την ερίτιμον σύζυγον, τα τέκνα και τους λοιπούς συγγενείς και συνεργάτας σας διά της πατρικής και Πατριαρχικής ημών ευλογίας, ευχόμενοι το παράδειγμά σας να εύρη και άλλους μιμητάς, πρωτίστως μεταξύ των πολλών φοιτητών σας, οι οποίοι όχι μόνον θα ασκούν την επιστήμην ευόρκως και επ’ αγαθώ του ανθρώπου, του «ηγαπημένου του Θεού», αλλά θα σέβωνται και τας φιλοθέους και φιλανθρώπους αξίας της Ορθοδόξου ημών Παραδόσεως. Σας συνοδεύουν αι ειλικρινείς ευχαί όλων των Ιεραρχών του Θρόνου, των μελών της Πατριαρχικής Αυλής και των λοιπών παρόντων και συμπροσευχομένων εις την κατανυκτικήν ταύτην εσπερινήν ακολουθίαν, αυτήν την παραμονήν του νέου εκκλησιαστικού έτους”.
Στην αντιφώνησή του, ο νέος Άρχων αναφέρθηκε στη σχέση Επιστήμης και Εκκλησίας.
“Η επιστήμη ταυτίζεται εξ ορισμού με την συνετή και συνεχή αναζήτηση της αλήθειας, η οποία φρονώ πως είναι ο σκοπός της ζωής μας.