Ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεμελιώνει τὴν ἐκκλησιολογὶα του, δηλαδὴ τὴν περὶ τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία του, στὸν Ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος προσδιορίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς «τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» ποὺ ἔχει μοναδικὴ Κεφαλὴ της τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ τονίζει δύο ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἰδιότητές της, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένες ὡς «ἡ ἐν ἀληθείᾳ ἑνότητα». Ὁτιδήποτε καὶ ὁποιοσδήποτε ἀμφισβητεῖ ἢ προσβάλλει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὴ ἐκφράζει δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ, ἐκβάλλεται ἀπὸ τὸ Σῶμα.
Ἔτσι κατανοοῦμε τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰω. Χρυσόστομος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες μέσα στοὺς αἰῶνες, εἶναι κατηγορηματικὰ ἀντίθετοι καὶ ἀναφέρονται μὲ τὰ σκληρότερα λόγια γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα.
Ἡ μὲν αἵρεση ἀλλοιώνει καὶ τελικὰ καταστρέφει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια, ἐνῶ τὸ σχίσμα προσβάλλει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Ἀμφότερες βέβαια οἱ καταστάσεις ὁδηγοῦν τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τους ἐκτὸς Ἐκκλησίας, στὴν ἀπώλεια. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττον ἐστὶ κακὸν»2 , ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι ἡ προσβολή τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σοβαρότατο ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα. Μάλιστα, γιὰ νὰ τονίσει τήν σοβαρότητα τοῦ σχίσματος φτάνει στὸ σημεῖο νὰ πεῖ ὅτι «οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην, ἒφησε, δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν ἐξαλείφειν»3 . oὒτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου δὲν ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία τοῦ σχίσματος!
Α. Ἡ παρά τήν Δρῦ σύνοδος, ἡ ἐξορία καὶ ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ἰ. Χρυσόστομος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 398 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου καί τῆς συζύγου του Εὐδοξίας. Χαρακτῆρας εὐθὺς καὶ συνεπής στὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐστηρός στὸν ἑαυτό του, ἐραστής τῆς ἁγιότητας, ἀνυπέρβλητος κήρυκας τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, ἀσυμβίβαστος ὑπέρμαχος των ἀδυνάτων, «ἀπέναντι στοὺς ἰσχυρούς τῆς ἐποχῆς του ἔπαιξε τὸ ρόλο ἑνὸς Νάθαν μπροστά στὸν Δαυίδ, ἑνὸς Ἠλία μπρὸς στὴν Ἰεζάβελ, ἑνὸς Ἠσαΐα ἀπέναντι στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ»4 . Το κήρυγμά του στὸ Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας συνήγειρε τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἐκδήλωνε μὲ ἐνθουσιώδη χειροκροτήματα καὶ μὲ ἐκδηλώσεις μεγάλης ἀγάπης τήν χαρὰ καί τήν εὐγνωμοσύνη του στὸν καλό του Ποιμένα. Ὅμως, ἐνῶ ὁ ἁπλὸς λαὸς χαιρόταν τὸν Ἀρχιεπίσκοπὸ του, ἡ παρουσία του στὸ θρόνο τῆς Βασιλεύουσας σύντομα κατέστη ἀφόρητη γιά τὸ διεφθαρμένο πολιτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γιά τὸ παλάτι τοῦ ἀβούλου Ἀρκαδίου, ἀλλά καὶ τῆς δυναμικῆς καὶ δόλιας Εὐδοξίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ἐπικίνδυνος. Το ἴδιο ἐπικίνδυνος ἦταν καὶ γιά τὴ μερίδα κληρικῶν καὶ κυρίως τῶν ἐπισκόπων ποὺ κέρδισαν τήν ἀρχιερωσύνη μὲ συναλλαγὲς (σιμωνία) καὶ συνέχιζαν νὰ ζοῦν ζωὴ τρυφιλὴ καὶ ἀνήθικη. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μέγεθος τῆς διαφθορᾶς τοῦ κλήρου5 σημειώνουμε ὅτι ὁ Χρυσόστομος σὲ διάστημα μικρότερο τῶν ἕξι ἐτῶν καθαίρεσε 13 ἐπισκόπους καὶ 70 πρεσβύτερους, ἐνῶ ἒγραψε τὴ μνημειώδη φράση: «οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»6!
Ἔτσι, τὸ Παλάτι καὶ μερίδα ἀθλίων ἐπισκόπων, «διεφθαρμένη συναγωγὴ»7 συνασπίστηκαν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ «ἐζήτουν εὐκαιρίαν8 τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν» (Λουκ. 25, 6). Καὶ ἡ εὐκαιρία ἐδόθη το Σεπτέμβριο 403 μΧ: Ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος, ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ ἀδίστακτος πνέων μένεα ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου μὲ ὁμάδα 29 Αἰγυπτιωτῶν ἐπισκόπων βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ Παλατιοῦ συνέπραξε μέ τοὺς ἐκεῖ ἐχθρούς του ἐπισκόπους καὶ συγκρότησαν Σύνοδο 45 ἐπισκόπων στὴ Δρῦ (προάστιο τῆς Χαλκηδόνος, ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη). Τό ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου ψευδὲς κατηγορητήριο περιελάμβανε 29 κατηγορίες (ἀπὸ βιαιοπραγίες, κλοπές, ἀνηθικότητες, περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως μέχρι ἀνταρσία καὶ πολιτικὴ προδοσία)! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν προδιαγεγραμμένο: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης καθαιρέθηκε καὶ μὲ αὐτοκρατορικὴ ἐντολὴ ὁδηγήθηκε στὴν ἐξορία κρυφὰ ἀπό τόν λαό9 , ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε μὲ ἔντονο τρόπο τήν ἀποδοκιμασία του.
Λίγες μέρες μετά, καὶ ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βρισκόταν ἐξόριστος στὴ Νικομήδεια, ἰσχυρὸς σεισμός στὴν Κωνσταντινούπολη κατατρόμαξε τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἡ ὁποὶα τὸν θεώρησε ὡς θεϊκὴ τιμωρία γιά τὴν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἂδικη κρίση. Μετανοημένη ἔστειλε ἀμέσως αὐτοκρατορικοὺς ἀπεσταλμένους καί τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Βασιλεύουσα.
Στὶς 13 Νοεμβρίου 403 ὁ ἐξόριστος Ἀρχιεπίσκοπος ἐπιστρέφει στὸν θρόνο του μετὰ ἀπὸ μεγαλειώδη ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἐπεφύλαξε ὅλος ὁ λαός στὸ Βόσπορο.