Μὲ τὴν συμπλήρωση τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἐθνεγερσία τοῦ 1821 καὶ ἐπειδὴ κάθε τόσο καταβάλλεται προσπάθεια νὰ σβήσουν τὰ ζώπυρα τοῦ Γένους, δίδεται μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ἀναζωπυρώσουμε τὴν ταυτότητά μας, διότι καὶ καὶ τὸ 1821 ἐκφράσθηκε κατά τρόπο ἐμφατικό ἡ ταυτότητα τοῦ ἔθνους μας, ποὺ συνίσταται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἐλευθερία καί ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό.
Αὐτὴ ἡ ταυτότητα, τὸ ἑλληνορθόδοξο ἦθος, κράτησε ἑνωμένο τὸ Γένος στὰ 400 χρόνια της σκλαβιᾶς. Αὐτὴ ἦταν ὁ κύριος παράγοντας ποὺ ἐλευθερωθήκαμε καὶ δημιουργήσαμε νέο κράτος καὶ ὄχι νέο ἔθνος, διότι ἔθνος ἤμασταν καὶ ὡς ἔθνος ξεσηκωθήκαμε, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ «ποθούμενο», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἄγ. Κοσμᾶς τὴν παλιγγενεσία.
Ἐνῶ «Ἑλλάδα καὶ Χριστὸς ποτὲ τοὺς δὲν χωρίζουν, παρὰ ἀντάμα προχωροῦν καὶ λευτεριὰ χαρίζουν», ἐντούτοις κάποιοι ἀπὸ προκατάληψη πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ , γιὰ νὰ τὴν ἀποδομήσουν καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διαβρώνουν τὴν ἐθνικὴ συνείδηση. Τὸ κυριώτερο, στρέφονται κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εἶναι ἡ Μάνα τοῦ ἔθνους. Ἡ Μάνα αὐτὴ ὄχι μόνο δδάσκει ἐλευθερία καὶ ἀντίσταση ἀλλὰ καὶ συμμετέχει ἐνεργὰ καὶ ἀποφασιστικὰ, ὅπως τὸ ἀποδεικνύουν ἀδιάψευστα ντοκουμέντα.
Γιὰ τὴν Ἄγ. Λαύρα καὶ τὴν ὕψωση τοῦ Λαβάρου τῆς Ἐπαναστάσεως ἀκούγονται ἀνυπόστατες ἀπόψεις καὶ ἐξαπολύονται δηλητηριώδη βέλη: ὅτι ὁ Γερμανὸς δὲν βρέθηκε ποτὲ στὰ Καλάβρυτα καὶ ὅτι δὲν ὕψωσε ποτὲ τὸ λάβαρο τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ Ἁγία Λαύρα δεν εἶναι οὔτε μῦθος οὔτε θρῦλος. ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗ= Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΗΤΑΝ ΠΑΡΟΥΣΑ .
Ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2021 διαθέτουμε γιὰ τὰ γεγονότα τῆς Ἁγ. Λαύρας πλήρη ἱστορικὴ πηγή. Εἶναι ἡ ἔκδοση πολυτελοῦς Ἱστορικοῦ Λευκώματος μὲ τίτλο «ΦΩΤΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ», δημιουργός του ὁποίου εἶναι ὁ λόγιος Ἁγιορείτης Μοναχὸς καὶ τ. Πρωτεπιστάτης τοῦ Ἄγου Ὅρους Γέρων Μάξιμος Ἰβηρίτης, Καλαβρυτινὸς τὴν καταγωγή.Ἐκδόθηκε «ἐπὶ τὴ Διακοσιετηρίδι 1821-2021» καὶ περιέχει νέα ἀποκαλυπτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῆς Μονῆς καὶ ἀπὸ γραπτὲς μαρτυρίες τῶν ἀγωνιστῶν ἐκείνης τῆς περιόδου. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν Ἁγία Λαύρα καθίσταται ἀπὸ πάσης πλευρᾶς ἀδιαφιλονίκητη.
Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία προγραμμάτισε καὶ ἡ Σύσκεψη τῆς Βοστίτσας (26.1.1821) ἐπιβεβαίωσε: ἡ Ἐπανάσταση θὰ ξεκινήσει στὴν Πελοπόννησο ἢ 25η Μαρτίου 1821, ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἢ 23 Ἀπριλίου 1821, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἢ 21 Μαΐου 1821, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
Τὸ μυστικὸ ὅμως τῆς ἐξεγέρσεως ἔφθασε στὰ αὐτιὰ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τὸ ἔλαβαν σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν καὶ στὶς ἀρχὲς Μαρτίου κάλεσαν ὅλους τους Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Προκρίτους στὴν Τρίπολη. Οἱ δύο Ἀρχιερεῖς τῆς περιοχῆς, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς καὶ ὁ ἐπίσκοπος Κερνίτσης καὶ Καλαβρύτων Προκόπιος μαζί με τούς προύχοντες ἀνέβηκαν στὰ Καλάβρυτα.
Ἐκεῖ ἐτέθη τὸ δίλημμα: Ἢ θὰ πᾶνε στὴν Τρίπολη καὶ ἡ Ἐπανάσταση θὰ σβήσει προτοῦ κἄν ἀρχίσει ἢ θὰ παραμείνουν στὰ Καλάβρυτα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ξεκινήσουν τὴν Ἐπανάσταση.
Ἐπὶ 4 ἡμέρες (10-13 Μαρτίου) συσκέπτονται στὴν Ἁγία Λαύρα, ἡ ὁποία ἀναδεικνύεται δίκαια «μνημεῖον Ἐθνικὸν καὶ Ἱερόν της ἀναγεννηθείσης νέας Ἐλευθέρας Ἑλλάδος» (σελ. 42).
Ἀφοῦ ἔγιναν ἐκτενεῖς δεήσεις πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἀφοῦ ἀνήγγειλαν τὴν ἀπόφασή τους γιὰ Ἐπανάσταση μὲ μυστικοὺς ἀπεσταλμένους σε διάφορα μέρη, ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὴ Μονὴ γιὰ λίγες ἡμέρες γιὰ κρυφὴ στρατολογία καὶ συγχρόνως γιὰ νὰ μὴ δώσουν στόχιο στοὺς Τούρκους. Τὸ σύνθημα ἦταν «τὸ στεφάνωμα ἔγινε».
Τὴν ἀπόφαση τοῦ Μωριὰ περίμεναν καὶ στὴ Ρούμελη. Ὁ Σαλώνων Ἠσαίας εὐλόγησε ὄπλα καὶ Λάβαρο στὸν Ὅσιο Λουκᾶ, ποὺ ἔγινε ἡ Ἁγία Λαύρα τῆς Ρούμελης.
Μετὰ τὴν τετραήμερη σύσκεψη τῆς Ἁγ. Λαύρας στρατολογήθηκαν πολλοὶ ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὶς κοινότητες τῆς περιοχῆς τῶν Καλαβρυτων. Ἐπικράτησε τόσο μεγάλος ἐνθουσιασμός, ὥστε ἀκολούθησαν σημαντικὰ προεπαναστατικὰ συμβάντα, τὰ ὁποία λειτούργησαν ὡς σπινθῆρες γιὰ τὴ μεγάλη ἔκρηξη ποὺ ἀναμενόταν. Ἡ Ἐπανάσταση δὲν ἦταν ἀπόφαση μίας στιγμῆς. Ἤδη ἕνα χρόνο ἐνωρίτερα, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1820, στοὺς Καμενιάνους (χωριὸ τῶν Καλαβρύτων) ὁ ὁπλαρχηγὸς Ξενοχρῆστος ἐφόνευσε τὸν Τουρκοσπαή, δηλαδὴ τὸν Τοῦρκο Φοροεισπράκτορα, λέγοντάς του τὴν ἱστορικὴ φράση: «τοῦ χρόνου οὔτε ἐσὺ σπαὴς οὔτε ἔγω φορολογούμενος». Ὁ Ξενοχρῆστος ἦταν Φιλικὸς καὶ γνώριζε ὅτι ἑτοιμάζεται ἐξέγερση.
Τὰ προεπαναστατικὰ συμβάντα εἶναι χρονολογικὰ τὰ ἑξῆς:
α) 14 Μαρτίου 1821 ὁ Νικόλαος Σουλιώτης στὸ Ἀγρίδι Κλουκινων ἐφόνευσε τρεῖς Τούρκους Ταχυδρόμους ποὺ μετέβαιναν στὰ Γιάννενα, γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν Χουρσὶτ Πάσα.
β) 14 Μαρτίου 1821 στὸ Λειβάρτζι ἐφονεύθησαν ἄλλοι δύο σπαῆδες.
γ) 16 ἢ 18 Μαρτίου 1821 στὴ Χελωνοσπηλιὰ τῆς Κλειτορίας ἀφήρεσαν χρήματα ἀπὸ Φοροεισπράκτορα καὶ ἀπό Τραπεζίτη, οἱ ὁποῖοι τὰ μετέφεραν στὴν Τρίπολη.
δ) 16 ἢ 18 Μαρτίου 1821 μεταξὺ Αἰγείρας καὶ Φελοης ἐφονεύθησαν ἄλλοι 8 σπαῆδες.
ε) 19 Μαρτίου 1821 ὁ Νικόλαος Σουλιώτης καὶ οἱ Πετιμεζαῖοι στὴ Βερσοβὰ Χασίων ἐξουδετέρωσαν 60 Τουρκαλβανοὺς ποὺ μετέβαιναν στὴν Τρίπολη.
στ) 19 Μρτίου 1821 ἐφονεύθησαν ἄλλοι δύο Τοῦρκοι Ἀξιωματοῦχοι στὸ Σοπωτὸ Καλαβρύτων.
Ἦταν τέτοια ἡ φορὰ τῶν πραγμάτων ποὺ 14 ὁπλαρχηγοὶ μέσα σὲ τρεῖς ἥμερες, μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν στρατολογήσει, ἔφθασαν στὰ Καλαβρυτα. Οἱ Τοῦρκοι φοβήθηκαν καὶ κλείσθηκαν στοὺς τρεῖς πύργους τῆς πόλεως. Θεόσδοτη εὐκαιρία νὰ ἀρχίσει ἡ πολιορκία τῶν Καλαβρύτων. Πράγματι ἡ πολιορκία γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλεως ἄρχισε στὶς 17 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τοῦ ὁποίου ἡ τιμία κάρα εἶναι πολύτιμος θησαυρὸς τῆς Μονῆς.
Ἄρχισε τότε ἡ πολιορκία, διότι οἱ δύο Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Προύχοντες εἶχαν ἐπιστρέψει στὰ Καλάβρυτα καὶ κατέλυσαν στὴν Ἁγία Λαύρα, ὅπου πῆραν μέρος στὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου.
Ποιὸς προεξῆρχε; Ὁ Μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς προεξῆρχε, διότι ὁ Ἐπίσκοπος Προκόπιος ὑπαγόταν εἰς τὸν Μητροπολίτη Γερμανό. Στὶς 17 Μαρτίου ὁ Π.Π.Γερμανὸς εὐλόγησε τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας τῶν Καλαβρυτων μὲ ὅσους ἀγωνιστὲς εἶχαν ἔλθει μέχρι τότε. Αὐτὴ ἡ εὐλογία ἦταν ὁ «ἀρραβώνας» γιὰ τὸ «στεφάνωμα», διότι, ὅπως εἴδαμε, δὲν εἶχαν ἔλθει ὁ Νικόλαος Σολιώτης καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στὴν Ἁγ. Λαύρα στὶς 20 Μαρτίου. Την ἡμέρα αὐτή οἱ συγκεντρωμένοι στὴν Ἱερὰ Μονὴ ἀνέρχονται περίπου στοὺς 600. Τώρα τὰ πράγματα εἶναι ἕτοιμα (πιο ἐπίσημα και πιο ὀργανωμένα) ὄχι ἁπλῶς γιά νὰ ἐνταθεῖ ἡ πολιορκία τῶν Καλαβρύτων, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπελευθερωθεῖ αὐτὴ ἡ ἱστορικὴ πόλη.
Ἔτσι τὴ νύκτα της 20ης πρὸς 21η Μαρτίου 1821 συγκροτήθηκε ἡ μεγάλη καθοριστικὴ καὶ ἱστορικὴ σύσκεψη στὴν Ι.Μ.Ἅγιας Λαύρας, ὁπού συμμετεῖχαν οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Πρόκριτοι καὶ οἱ Ὁπλαρχηγοί. Ἐκεῖ «μὲ αἴσθημα ὑπερτάτης εὐθύνης ἔναντι τοῦ Γένους καὶ ἀκλόνητον πίστιν καὶ ἐλπίδα εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Προστάτιδος Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐλήφθη ἡ μεγάλη ἀπόφασις. Ὡς πρῶτον ὁρμητήριον ὠρίσθη ἡ ἀπὸ 17 Μαρτίου 1821 πολιορκουμένη πόλις τῶν Καλαβρύτων καὶ εἰτα ἐξόρμησις πρὸς ἀλλας περιοχὰς τῆς ὁμωνύμου ταύτης ἐπαρχίας καὶ τῆς λοιπῆς Ἀχαϊας» ( σέλ.47).
Μετὰ τὴν κατανυκτικὴ δέηση ἔγινε ἡ ὕψωση τοῦ ΛΑΒΑΡΟΥ ἀπὸ τὸν Π.Π. Πατρῶν Γερμανὸ καθὼς καὶ ἡ ὀρκομωσία τῶν 600 περίπου ἀγωνιστῶν. Ἐκείνη τὴν ἱστορικὴ νύκτα ὁ Π.Π.Γερμανὸς διάβασε τὴν προκήρυξη ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ὁ πρώην Μητροπολίτης Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας κ. Ἀμβρόσιος. Ἡ προκήρυξη αὐτή, ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ Παρίσι στὶς 6 Ἰουνίου 1821, ἀπευθύνεται στὸν κλῆρο καὶ τοὺς πιστούς της Πελοποννήσου καὶ μεταξὺ ἄλλων λέγει: «Πολυαγαπημένοι μας ἀδελφοί, ὁ Κύριος… σᾶς ἀναγγέλλει διὰ τοῦ στόματός μου τὸ τέλος τῶν δακρύων καὶ τῶν δοκιμασιῶν… Θὰ εἰσθε ὁ στέφανος τοῦ κάλλους Του καὶ τὸ διάδημα τῆς βασιλείας Του».