Ο ηλικιωμένος ιερέας ανέβηκε στον άμβωνα κρατώντας στο χέρι του ένα άδειο κλουβί. Ο κόσμος από κάτω κοιτούσε απορημένος, ενώ κάποιοι είπαν, πάει το έχασε το μυαλό του ο γέρος...
Ο ηλικιωμένος ιερέας ανέβηκε στον άμβωνα κρατώντας στο χέρι του ένα άδειο κλουβί. Ο κόσμος από κάτω κοιτούσε απορημένος, ενώ κάποιοι είπαν, πάει το έχασε το μυαλό του ο γέρος…
– Χθες είδα ένα αγόρι που είχε αυτό το κλουβί στα χέρια του. Στο κλουβί υπήρχαν δυο μικρά πουλιά που έτρεμαν από φόβο. Σταμάτησα το αγόρι και το ρώτησα, είπε ο ιερέας.
-Τι έχεις μαζί σου, γιε μου;
-Δυο μικρά πουλιά, απάντησε.
-Και τι θα κάνεις με αυτά; Ρώτησα ξανά.
-Θα τα πάρω σπίτι και θα διασκεδάσω μαζί τους εκεί, απάντησε το αγόρι χαμογελώντας.
-Θα τα βασανίσω, θα σκίσω τα φτερά τους για να τα ακούσω να κλαίνε, θα τα χτυπήσω, θα τα κάνω να τσακωθούν μεταξύ τους, νομίζω ότι θα είναι διασκεδαστικό για μένα.
-Αλλά κάποια μέρα θα τα βαρεθείς … Τι θα τα κάνεις τότε;
-Έχω μια γάτα στο σπίτι, και πραγματικά της αρέσουν τα πουλιά … θα τα δώσω σε αυτήν, είπε το παιδί.
Σκέφτηκα για μια στιγμή και ρώτησα, πόσα χρήματα θέλεις για αυτά τα πουλιά, γιε μου;
-Τι θέλετε να αγοράσετε αυτά τα πουλιά; Μα δεν κελαηδάνε ούτε είναι όμορφα.
-Πόσα χρήματα θέλεις, ρώτησα ξανά.
Νομίζοντας ότι ήμουν τρελός, φώναξε, 50 ευρώ!!!
Μια στιγμή, του είπα και έβγαλα τα χρήματα από την τσέπη μου, και τα έδωσα στο αγόρι. Παίρνοντας τα χρήματα, το αγόρι εξαφανίστηκε.
Παίρνοντας προσεκτικά το κλουβί, το πήγα στην εξοχή όπου υπήρχαν τόσα λουλούδια, και τα απελευθέρωσα προσεκτικά. Από εκεί ήρθα με αυτό το κλουβί .
Όταν ο ιερέας τελείωσε την αφήγηση άρχισε να λέει μια διαφορετική ιστορία:
– Ο Σατανάς και ο Ιησούς μιλούσαν και ο διάβολος γεμάτος υπερηφάνεια έλεγε...