Η αναμονή για το καράβι στόν αρσανά της Ιβήρων περνούσε ανέμελα, άλλοι έκαναν βόλτες αγναντέβοντας την γαλήνη και την ηρεμία της θάλασσας, άλλος μίλαγε στο τηλέφωνο…
Με τον Χρήστο τραβήξαμε κατά την προβλήτα, πιάσαμε τα περί Θεού… το ακατάληπτο τούτο μυστήριο, που κάνει τις ψυχές των ανθρώπων να διψούν να μάθουν, να κατανοήσουν, να βρούν την Αλήθεια…. Ξαφνιάστηκα καθώς τον άκουσα…
«Αυτό που θα σου πω δεν το εχω πεί σε κανέναν ποτέ στήν ζωη μου φίλε…»
Πάνε 10 χρόνια τώρα, που ήρθα πρώτη φορά στο Όρος, και αυτό που έγινε τότε δεν τόλμησα να το πω ποτέ σε κανέναν….
Θυμάμαι ο Κώστας τα κανόνισε όλα… θα πάμε ενα ταξίδι μου είπε, 4 μέρες με σκηνές, σε μια ερημιά, δεν σου λεω που, θα δείς… Είσαι μέσα; Θα σε χαλαρώσει και για τούς αγώνες μπόξ που ετοιμάζεσαι… Έκλεισε φίλε, ”μέσα” του απάντησα… δίχως να ρωτήσω τίποτα άλλο…
Περάσαμε απο Αθήνα, πήραμε άλλους δυο φίλους του Κωστή… Μας έφερε στο Άγιον Όρος, μια μέρα περάσαμε στήν Ι. Μονή Βατοπεδίου, και φουριόζος ο Κώστας αναφώνησε «Μαζεύτε τα, φεύγουμε…» πήραμε το καραβάκι, θυμάμαι φτάσαμε στο τέρμα, ούτε ξέρω σήμερα να σου πω που βρισκόμασταν…
Περπατούσαμε για ώρες, 3-4 ώρες πεζοπορία μέσα στο βουνό, φτάσαμε σε ενα μεγάλο άπλωμα, με δέντρα, μια μικρή πηγή πιο πέρα…
«Εδω» είπε ο Κώστας… «Αν θέλει να μας μιλήσει εκείνος που ζει στο βουνό, θα κατεβεί…»
Στήσαμε τις σκηνές, κάνεις μας δεν είχε δώσει βάση στήν φράση του φίλου, το πήραμε για πλάκα.
Πέρασαν έτσι 3 μέρες στίς πλαγιές του Άθωνα, επάνω στο βουνό…. Καθόμασταν η παρέα κάτω απο ενα δέντρο, κατάχαμα… Ενα μεγάλο άπλωμα ανοιγόταν στα μάτια μας μπροστά…
Ξαφνικά πολύ κοντά μας είδα έναν καλόγερο να έρχετε πρός το μέρος μας… Απόρησα!
Μόλις δυο δευτερόλεπτα πρίν είχα κοιτάξει και δεν υπήρχε κανείς! «Μα καλά που βρέθηκε τούτος ξαφνικά; σκέφτηκα…»
Ξερακιανός, με ένα γκρι ξεφτισμένο ράσο, αδύνατος σαν «σκουπόξυλο», τόσο λεπτός, με κάτασπρα γένια μακρυά, ερχόταν προς το μέρος μας… Σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και τον χαζεύαμε, καθώς πλησίαζε όλο και πιο κοντά, δίπλα μας, πάγωσα…
Ξυπόλυτος περπατούσε πάνω στα χορτάρια… τα πόδια του δεν πίεζαν την ανοιξιάτικη χλόη, πάταγε επάνω σε αυτή, στις μύτες θαρρείς των φυτών και λουλουδιών!
Δεν πίστευα στα μάτια μου, περπατούσε στόν αέρα! Επάνω απο τα φυτά! Δεν ακουμπούσαν τα πόδια του στο έδαφος! Μια ανατριχίλα πέρασε ολο μου το κορμί…
Ενα ρίγος διαπέρασε και το δικό μου κορμί, άκουγα σκυφτός τον αδερφό, έγυρα επάνω στο μπαστούνι μου καθώς σκεφτόμουν πως ο Χρήστος δεν ήταν «της εκκλησίας», το αντίθετο θα έλεγα…! τι ήταν αυτά που μου ξεφούρνιζε; Που τα βρήκε; Μα ήταν δυνατόν; Τούτος εδω είναι της ”πιάτσας” με το ζόρι τον έκαμα καλά να ακολουθήσει!
Λες και περιέγραφε απο εκείνες τις ιστορίες για τούς ”αόρατους ασκητές” του Άθωνα!
Σιωπηλά τον άφησα να τελειώσει τον μονόλογό του…
Αδερφέ, εκείνος ο άνθρωπος δεν πάταγε στη γη…
Και να πω, πως είμαστε τίποτα ”χτεσινοί” …τόσα χρόνια μέσα στή γύρα. Και να πω πως ήμουν μόνος μου…
Tον είδαμε και οι τέσσερεις, ήρθε πρός το μέρος μας, μίλησε σε όλους μας… ήξερε τα πάντα αδερφέ μου σου λεω, τα πάντα… το όνομά μου, ό,τι έχω κάνει στή ζωη μου και δεν το ξέρει κανείς.