Νηστεία είναι η τέχνη να πεινάς και να διψάς. Καθαυτές η πείνα και η δίψα είναι τα σημάδια ότι μια ζωντανή ύπαρξη ήδη φθείρεται και δεν θα επιβιώσει, αν δεν λάβει απ’ έξω ενίσχυση με την τροφή. Στη χριστιανική οπτική, όμως, η νηστεία είναι η εκούσια πείνα και δίψα, η εξάσκηση στο να βιώνει ο άνθρωπος ποια είναι τα ουσιώδη, και να τα ποθήσει τρελά, ώστε όχι απλώς να επιβιώνει, αλλά να ζει αληθινά. «Μακάριοι», είχε πει ο Χριστός, «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην».
Ολόκληρη τη Σαρακοστή λοιπόν πασχίζω να νηστεύω. Αυτό σημαίνει, να νηστεύω από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα. Νηστεύω γιατί έχω μπροστά δρόμο, κι όταν έχεις δρόμο δεν θέλεις να βαρύνεις. Καθαυτή η λέξη «σαρακοστή» δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά μέτρημα του δρόμου που απομένει. Σα να λέει: «Σαράντα μέρες υπολείπονται…».
Η Σαρακοστή δεν υπάρχει επειδή τάχα οι μέρες της είναι ιερότερες ή μαγικότερες! Υπάρχει χάριν του τερματισμού της! Υπάρχει για να μυεί στην έννοια του οράματος, του καινούργιου το οποίο βρίσκεται στο τέρμα των σαράντα ημερών: στη Μεγαλοβδομάδα και εν τέλει στην Ανάσταση! Κι έτσι, νηστευτής σημαίνει ύπαρξη προσανατολισμένη στο μέλλον. Το να νηστεύω σημαίνει να ζω με όλες τις διαστάσεις της ύπαρξής μου (πνευματικές και βιολογικές αξεχώριστα) το ότι ο κόσμος τούτος, ο βυθισμένος στη φθορά και στο άδικο, οφείλει να αλλάξει. Οφείλει να βιωθεί ως ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να χορτάσει τον άνθρωπο που διψά για Zωή. Κι όταν μιλάμε για αλλαγή του κόσμου, δε μιλάμε για κατάργηση ή εξάτμισή του. Αλλαγή του κόσμου, στη χριστιανική οπτική, σημαίνει απελευθέρωσή του από κάθε θάνατο, κυριολεκτικό και μεταφορικό: από κάθε τι που νεκρώνει την ανθρωπιά, που κολοβώνει το δίκιο, που βάζει ημερομηνία λήξης στην αγάπη, που διακόπτει τον έρωτα.
Μέχρι τη θανάτωση του θανάτου (η οποία εικονίζεται με την Κυριακή του Πάσχα και την εξαπόλυση της ιαχής «Χριστός Ανέστη!»), έχουμε πόλεμο – όχι άραγμα, όχι ανεμελιά. Έχουμε μπροστά μας δρόμο που περνά από Γολγοθά, από το κόστος δηλαδή, του να αντιπολιτεύεσαι τον κόσμο τούτο της φθοράς. Κι ο δρόμος δεν προκύπτει αυτόματα! Τον φτιάνει η πράξη.
Σαρακοστή, λοιπόν, σημαίνει άσκηση στη διάκριση. Άσκηση στο να μην είμαι άκριτος παμφάγος καταναλωτής αγαθών, ιδεών και καταστάσεων, αλλά επιλεκτικός πηδαλιούχος του εαυτού μου. Ικανός στο να διακρίνω τι δέχομαι και τι αρνούμαι. Η Σαρακοστή, κοντολογίς, είναι πράξη βαθειά πολιτική και βαθειά θρησκευτική ταυτόχρονα. Και η πίστη στην Ανάσταση είναι πράξη για την Ανάσταση, στάση βαθειά πολιτική και βαθειά θρησκευτική ταυτόχρονα, η στάση όσων αρνούνται να αποδεχτούν το φασισταριό του θανάτου (του κάθε θανάτου) ως μοιραίο και αναπόφευκτο.
Μεγάλη κουβέντα, και μακάρι να την αντέξουμε! Και γι’ αυτό οι ευχές την περίοδο αυτή είναι ευχές για κουράγια. «Καλή Σαρακοστή» σημαίνει «καλό δρόμο». Μα, «καλή Ανάσταση» σημαίνει πως ο δρόμος αυτός έχει ένα φτάσιμο: το καινούργιο που σπάζει τη μιζέρια και την υποτέλεια.
Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι
Αν. Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας
Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη»
Πηγή: Δήμος & Πολιτεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου