του Λουκά Κασιάρα
Θεοφάνεια 2016 μεσημέρι. Δεν το πολυπίστεψα όταν το άκουσα στις ειδήσεις. Θα τελεστούν φέτος τα Θεοφάνεια στη Σμύρνη! Θα γίνει ο αγιασμός των υδάτων στην παραλία της πόλης! Πού; Πότε; Πώς;
Στην προκυμαία της Σμύρνης; Εκεί στις ακτές της Ομηρικής Ιωνίας; Στο χωροχρονικό σύμβολο του μαρτυρικού ελληνισμού; 94 χρόνια μετά;
Μα δεν μπορεί. Ούτε καν το έχουν διανοηθεί ποτέ να το επιτρέψουν οι ...άσπονδοι γείτονες. Πού; Στην πόλη εκείνη που σταμάτησε ο ιστορικός χρόνος το Σεπτέμβριο του '22; Εκεί που ακόμη μυρίζει αίμα η στάχτη των 46 (γεμάτων από Έλληνες) εκκλησιών που κάηκαν; Εκεί που θαρρείς πως και η βοή του αέρα διηγείται τη φρικωδία των κεμαλικών, και αναπαράγει τους γόους των δεκάδων χιλιάδων σφαγμένων και ατιμασμένων προγόνων μας; Δίπλα στη θάλασσα εκείνη, που κοκκίνησε απ' το αίμα των τουφεκισμένων, που κρατά ακόμη στα σπλάχνα της - σαν ιερό φυλαχτό - υπολείμματα των πνιγμένων μανάδων και βρεφών;
Δεν τα είχα διαβάσει μόνο όλα αυτά. Πιότερο τα κρατώ στα φυλλοκάρδια μου, από τις ματωμένες μνήμες, τις ολοζώντανες διηγήσεις της μικρασιάτισσας γιαγιάς μου.
Άνοιξα εμβρόντητος το διαδίκτυο, έψαξα στα γρήγορα δυο - τρεις ιστοσελίδες μήπως και ήταν πρωτοχρονιάτικο ευτράπελο, μήπως απλά εκφραζόταν θεωρητικά η επιθυμία, στο πλαίσιο κάποιας πολιτικής αβρότητας, για να συμβεί κάτι στο πολύ απώτερο μέλλον ή μήπως επρόκειτο για ενδόμυχη εθνική προσδοκία, εκζήτηση, ίσως απαίτηση.
Κι όμως παντού διαμηνυόταν πιστοποιημένη η είδηση. Άνοιξα την τηλεόραση και περίμενα να δω, ιδίοις όμμασι, το παράδοξο συμβάν.
Δεν άργησε να εμφανιστεί στην οθόνη το πλήθος των ανθρώπων που συνέρρεαν σιγά σιγά στο λιμάνι της ένδοξης μικρασιατικής μεγαλόπολης. Δειλά δειλά γέμιζε η προβλήτα. Στη αρχή, καμιά πενηνταριά. Αργότερα διακόσιοι, τριακόσιοι. Μπροστάρης ο συγκινημένος π. Κύριλλος, η ψυχή αυτής της προσπάθειας, όπως μάθαμε εκ των υστέρων. Με στεντόρεια φωνή παιάνιζε το «Εν Ιορδάνη .», ενώ με την επιβλητική απλότητα των κινήσεών του υποδήλωνε τα συγκλονιστικά βιώματα που τον συνείχαν. Ζούσε την κάθε στιγμή αυτής της τελετής με μια αίσθηση ζωντανής ιστορικής συνέχειας, στιγμές που πίστευες ότι εκτείνονται στην αιωνιότητα. «Ex hoc momento pendet aeternitas» , που έλεγαν και οι Λατίνοι...
Παρακολουθούσα με συναισθηματική ένταση την ακολουθία. Οι αισθήσεις μου κατέγραφαν το παρόν, αλλά ο νους, οι εικόνες, τα συναισθήματα με γύριζαν στο παρελθόν, σε δακρυσμένα λόγια που είχαν σταλάξει κόμπος - κόμπος στην παιδική μου ψυχή, πριν χρόνια.
Και ξαφνικά. Δεν ξέρω τι έγινε. Αλλά μέσα εκεί στο θερμό και ευσυγκίνητο πλήθος, που συνωστιζόταν για να δει τη στιγμή της κατάδυσης του Σταυρού στη θάλασσα, μια λεπτή κοριτσίστικη φιγούρα ένιωσα να κινείται. Καχεκτική, με πελιδνό προσωπάκι και ωχρά χείλη, με μια σφραγίδα πόνου ανεξίτηλη, καταμεσής στο μέτωπο. Σφιχτοδεμένο πάνω της ένα μισολιωμένο πανωφόρι, ίσα ίσα να τυλίγει ότι είχε απομείνει στο 13χρονο σώμα της από το σαράκι της δολοφονικής μικρασιατικής γρίπης.
Ένιωσα ρεύμα να με διαπερνά. Τινάχτηκα από το κάθισμα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια. Χρειάστηκα μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να συνειδητοποιήσω και να αποδεχθώ τον ψυχικό μου συνειρμό. Αισθήσεις και μνήμες, παρόν και παρελθόν είχαν γίνει πια ένα.
Ήταν η γιαγιά μου. Βρισκόταν εκεί, Αναζήτησα εναγωνίως το βλέμμα της. Σκυφτή, με την έμφυτη παιδική της συστολή, περπατούσε σφίγγοντας πάνω της τα τριμμένα παλιόρουχα. Με την αραχνοϋφαντη σιλουέτα της ελισσόταν σιωπηλά ανάμεσα στον κόσμο. Έδειχνε να τους κοιτά απορημένη. Μάλλον η ίδια έμενε απαρατήρητη. Φτάνοντας στην άκρη της προκυμαίας σταμάτησε. Και τότε μόνο σήκωσε τα μάτια. Πως πω Θεέ μου! Κατακόκκινα απ΄ τον πυρετό. Και μια σκιά θανάτου κατέβαινε από τα βλέφαρα. Ήταν που μόλις είχε δει σκοτωμένους τους γονείς της και τα έξι αδέλφια της από το μαχαίρι των Νεότουρκων; Ήταν που οσφραινόταν την οσμή του θανάτου να την κυκλώνει ολούθε; Δεν ξέρω.
Πάντως, ατένιζε ακίνητη για ώρα την απλωμένη θάλασσα. Άκουγε τους ντόπιους Σμυρνιούς (όσοι απέμειναν, φύτρα των δοξασμένων καιρών) αλλά και αρκετούς ξένους, να σιγοψάλλουν τους χαρμόσυνους ύμνους, και έδειχνε να ηρεμεί, και να γλυκαίνει. Το σύννεφο της θλίψης διαλυόταν. Τα μάτια της όμως παρέμεναν πάντα βυθισμένα σαν άγκυρες εκεί στη αγαπημένη της θάλασσα. Φαινόταν να έψαχναν εναγωνίως προσφιλή πρόσωπα. Ψαχούλευαν θαρρείς το κύμα για να αναστήσουν αγάπες και όνειρα.
Εκείνη τη στιγμή έπεσαν στη θάλασσα 5 - 6 ψυχωμένοι νεαροί για το Σταυρό. Ανάμεσά τους και ένας πιο ηλικιωμένος, Ίμβριος, που είχε πολύχρονη λαχτάρα και καημό να κολυμπήσει μια τέτοια μέρα στα πάτρια νερά και ν' ασπαστεί το σύμβολο της ορθόδοξης ρωμιοσύνης.
Ο Σταυρός περνώντας από τα χέρια των κολυμβητών έφτασε στα χέρια του ιερέα. Ύστερα από λίγο, ένα λιτό στεφάνι από άνθη έφευγε από τα ίδια χέρια για να σμίξει με την πολύπαθη Σμυρνιώτικη θάλασσα. Ακούστηκε σπασμένη, σχεδόν απόκοσμη η φωνή του π. Κύριλλου:«Για τους προγόνους μας»!
Και συμπλήρωσε: «Ενώνονται σήμερα οι σταγόνες από τον αγιασμό της Σμύρνης μαζί με τα δάκρυα αλλά και την χαρά των πρόγονων μας».
Αυτή η φωνή και η διάπυρη ευχή αισθάνθηκα να διαπέρασε την αχλύ των 94 χρόνων και να έφτασε στις κοιμισμένες και διψασμένες για δικαιοσύνη καρδιές των οικτρώς αναιρεθέντων εν Μικρασία προπατόρων μας.
Αίφνης, τα μάτια της παιδούλας - γιαγιάς μου, στο άκουσμα αυτών των λόγων, στράφηκαν σε μένα. Εκεί μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Λες και ξεκόλλησε από τις αιματοβαμμένες σελίδες της ιστορίας και διακτινίστηκε στο ιλαρό παρόν της εόρτιας σύναξης.
Τα μάτια της πλέον, εκτός από καταγάλανα (εκ φυσικού) ήταν τώρα γεμάτα φως και δάκρυα. Χαρούμενα δάκρυα. Ανέλπιστα. Τέτοια τιμή δεν την περίμενε, δεν την υπολόγιζε. Θεοφάνεια ξανά στην πατρίδα της, όπως τότε, όπως πάντα! Τέτοιο βάλσαμο στον απροσμέτρητο πόνο της δεν είχε ξανανιώσει! Δεν αναλογίστηκε πως μια τέτοια σπονδή τιμής και μνήμης θα την ανάσταινε έστω προς ώρας.
Για πρώτη φορά είδα τη γιαγιά μου τόσο ολοφώτεινη, με μια αύρα παραμυθίας και συχώρεσης να την καταυγάζει. Πριν θαμπώσουν τα μάτια μου απ' τα δάκρυα, πρόλαβα να τη δω να μου χαμογελάει.
Αποτραβήχτηκα απ' την οθόνη προσέχοντας να μη σπαράξει διόλου από μέσα μου η μορφή της. Και πήρα αγκαλιά την συνονόματή της κόρη μου, σιγο-τραγουδώντας:
«Το καθρεφτάκι σου παλιό
και πίσω απ' τη θαμπάδα
η Σμύρνη με το Κορδελιό
και η παλιά Ελλάδα
Μουτζουρωμένο το γυαλί
μα πίσω απ' τους καπνούς του
βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί
και σταματάει ο νους Του»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου