18/2/10

3 ιστορίες μ. Χ. - Ιστορία Πρώτη


Με εξεταστική ματιά η κυρία ερευνά κάθε εκατοστό του πολύχρωμου χαλιού, που είναι απλωμένο μπροστά της. Πλεγμένο από πρώτης ποιότητος υλικό με τέχνη και φροντίδα που δηλώνουν την παρουσία τους, αποτελεί «χάρμα οφθαλμών». Το πολύπλοκο και αριστοτεχνικά πλεγμένο σχέδιο με πάμπολλες αποχρώσεις και λεπτομέρειες μπορούν άνετα να το κατατάξουν στα έργα τέχνης.

- «Μην το σκέφτεστε, είναι ένα αριστούργημα, ένα πραγματικό έργο τέχνης», εξωτερικεύει τις σκέψεις της υποψήφιας αγοράστριας ο πωλητής του καταστήματος. Αυτή νοιώθει πως τα λεγόμενά του ανταποκρίνονται και στις δικές της απόψεις, αισθάνεται όμως την ανάγκη να προβάλει τις καθιερωμένες αντιρρήσεις κάθε απαιτητικού αγοραστή.

- «Θα το ήθελα με λίγο περισσότερο γαλάζιο», αντιλέγει. Υπομονετικά σκύβει ο υπάλληλος και αντικαθιστά το χαλί με κάποιο άλλο, εξίσου θαυμάσιο. Μετά από αρκετές προσπάθειες κάποιο δείχνει να την ικανοποιεί. Τα μάτια της λάμπουν. Αρχίζουν να χαμογελούν και τα μάτια του πωλητή. Ακολουθεί, σαν κλείσιμο του τελετουργικού, η τελική ερώτηση. Η κυρία βέβαια ξέρει την απάντησή της, θεωρεί όμως καθήκον της να την υποβάλει.

- «Είναι χειροποίητο;» Ο υπάλληλος χαμογελά με ανακούφιση. Μια τέτοια ερώτηση είναι σημάδι επιλογής. Δείχνει με το βλέμμα του το περιβάλλον του καταστήματος σαν να το καλεί ως αδιάψευστο μάρτυρα της απαντήσεώς του. Τέλος, με τη σιγουριά που του εμπνέει η προσεκτικά ραμμένη ετικέτα στο πίσω μέρος του χαλιού, θεωρεί ότι δυο λέξεις μόνον αρκούν:

- «Μα βέβαια»! και προσθέτει: «Εξάλλου θα πάρετε και γραπτή εγγύηση».
...............
Ο μικρός Α. κοιτάζει τα χέρια του. Τα παρακολούθησε μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, ώρα με την ώρα πες καλύτερα, να αλλάζουν. Είναι μόλις 8 χρονών κι οι ώρες τής ζωής του πέρασαν μία-μία μέσα απ' τα δέκα παιδικά του δάχτυλα. Είναι ώρες μετρημένες μία-μία σαν τις κλωστές, που τα δάχτυλα αυτά περνούν. Είναι λεπτά και δευτερόλεπτα μετρημένα σαν τα εκατομμύρια τους μικρούς γερούς κόμπους, που έδεσαν τα δάχτυλά του. Είδε την ψυχή του να δένεται χιλιάδες φορές μαζί με το απαλόχρωμο νήμα. Κατάλαβε την παιδική του ύπαρξη να τεντώνεται, όπως τεντώνονται τα μικρά πολύχρωμα κομματάκια μαλλιού, που τραβά. Ένιωσε μαζί με τα δάχτυλα να πονά και κάτι εκεί βαθειά μέσα στο λαρύγγι του την ώρα, που κατάπινε τα βουβά δάκρυά του. Ήταν αμίλητος ο μικρός Α. γιατί η ψυχή του κραύγαζε. Ένιωθε πιο οξύ τον πόνο του «γιατί», από αυτόν της βίτσας τ' αφεντικού του. Ενός «γιατί», που πολλαπλασιαζόταν εκατό φορές σαν τους μικρούς - απαράλλαχτα όμοιους - συναδέλφους του, που δούλευαν πλάι του κάτω απ' την ίδια βίτσα. Εκατόν «γιατί» μαζεμένα σαν να μην ήταν αρκετό κι ένα μόνο - στο απύθμενο βάθος του - για τις δυνάμεις του οχτάχρονου μυαλού του.

Τέλος δεν άντεξε. Κοντά στην ψυχή του, που χρόνια τώρα αιμορραγούσε, είδε τα δάχτυλά του να ματώνουν, να ματώνουν κι αυτά. Βιαστικά τα σκούπισε στα κουρέλια, που φορούσε, να μη λερώσει το γαλάζιο χαλί.
 ..............


Η κυρία κοιτάζει προσεκτικά, χαϊδεύει λες με το βλέμμα της, το καινούργιο της απόκτημα. Και τότε είναι που παρατηρεί μια μικρή, απειροελάχιστη, κοκκινωπή πινελιά στο γαλάζιο «θέμα» του χαλιού της.

- Κάτι θα τους έσταξε, σκέφτεται κι ετοιμάζεται να παραπονεθεί. Είναι πραγματικά εξοργιστικό, αν σκεφθεί κανείς το επταψήφιο νούμερο της τιμής του.

Ο καταστηματάρχης συμφωνεί. Μυστικά συμφωνούν και οι δυό, πως ο «κόκκινος λεκές» πρέπει να φύγει. Ίσως φοβούνται μήπως προχωρήσει και στις άλλες γαλάζιες κλωστές. Μήπως κοκκινίσει ολόκληρο τον γαλάζιο ορίζοντά τους.
 

Να σβήσει «ο αιμάτινος λεκές», η πραγματική εγγύηση και η τιμή του έργου.

Αλεξανδρεύς
Περ. Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ, Μάιος 1994


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πάρα πολύ ωραίο Αλεξανδρέα. Αγαπητέ ιστολόγε να αναρτήσεις και τα επόμενα.
Ευχαριστούμε πολύ.

Ανώνυμος είπε...

σορρυ ο Αλεξενδρεας το εγραψε?
απο το 94 ειχε αυτο το ονομα?
ουαου...ομολογω δεν τοξερα..
μαλλον δεν διαβαζα δραση..χεχε