13/12/22

Γ. Πιέρρος: Η ιστορία του Άγγελου

 


Με λένε -ή μάλλον με έλεγαν- Άγγελο και ήμουν -και θα είμαι- δεκατεσσάρων χρονών. Ήταν Δεκέμβρης του 1943. Εκείνες τις μέρες υπήρχε μια παράξενη ατμόσφαιρα στο χωριό μου, τα Καλάβρυτα. Παρόλο που ήταν όλα χιονισμένα, κανείς δεν έπαιζε χιονοπόλεμο, κανείς δεν έφτιαχνε χιονάνθρωπους όπως άλλοτε. Κανένας γονιός δεν κυνηγούσε τα βλαστάρια του επειδή του είχαν πάρει το καπέλο για να το βάλουν στο χιονάνθρωπό τους. Όχι πως δε θέλαμε να παίξουμε, κάθε άλλο. Απλά δεν μπορούσαμε. Λες κι οι γερμανοί στρατιώτες έφεραν την παγωνιά από την πατρίδα τους στις καρδιές μας.

Φοβόμασταν! Φοβόμασταν πολύ! Είχαμε ακούσει τι είχαν κάνει στα άλλα χωριά απ’ τα οποία πέρασαν αυτοί οι γερμανοί. Ο Γιώργος ο Ψεύτης -έτσι τον φωνάζουμε εμείς επειδή δεν κάνει άλλο πράγμα από το να λέει ψέματα- μας είπε πως στην Κερπινή άφησαν μόνο στάχτες και σταυρούς μπηγμένους στο χώμα… Αυτή τη φορά πάντως, δεν έλεγε ψέματα.

Τέσσερις μέρες αφ’ ότου ήρθαν, μας φώναξαν όλους στο σχολείο. Εκεί μας είπαν πως δε θα μας πειράξουν. Μας είπαν πως οι άντρες και οι έφηβοι άνω των δεκατεσσάρων ετών, πρέπει να πάνε μαζί τους για μια δουλειά. Εγώ ανακουφίστηκα. Οι μεγάλοι όμως έδειχναν ανήσυχοι. Στο δρόμο για το λόφο του Καππή -γιατί εκεί μας πήγαιναν- άκουσα τον μπάρμπα μου να ρωτάει τον παπά αν έχει το Ευχολόγιο μαζί του. Νόμιζα πως θα μας έβαζαν να θάψουμε κάποιους. Και κατά έναν έμμεσο τρόπο είχα δίκιο. Εκεί συγκεντρωθήκαμε όλοι γύρω από τον παπά κι αυτός άρχισε να διαβάζει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Κάποια στιγμή είπε το όνομα του πατέρα μου -Φιλόστρατο τον έλεγαν- και αμέσως μετά το δικό μου. Κοίταξα αλαφιασμένος τον πατέρα μου. Μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Δεν ήταν ούτε τρομοκρατημένος, ούτε ξαφνιασμένος, όπως εγώ. Ήταν απλά κουρασμένος. Τότε κατάλαβα γιατί είχαμε έρθει εδώ. Τι θα γινόταν εδώ. Κοίταξα γύρω μου. Μας είχαν περικυκλώσει. Δεν προλαβαίναμε να τρέξουμε στα δέντρα να γλυτώσουμε.

Μόλις τελείωσε ο παπάς, άκουσα να οπλίζουν. Κατόπιν τα πολυβόλα άρχισαν να τραγουδούν βραχνά. Έπεσα κάτω. Νόμιζα πως πέθανα. Μετά όμως κατάλαβα πως ο πόνος ερχόταν απ’ το δεξί μου μπράτσο. Ήμουν τραυματισμένος αλλά ζούσα ακόμα. Αν έμενα ξαπλωμένος κι ακίνητος, ίσως να μη με πρόσεχαν και να γλύτωνα. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, όταν όλοι είχαν σωριαστεί πλέον κάτω, το βραχνό τραγούδι των πολυβόλων σταμάτησε. Μόνο ένας κρότος ακουγόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα· η χαριστική βολή!

Έπρεπε να γλυτώσω! Κοίταξα με τρόπο ένα γύρω. Οι Γερμανοί είχαν χαλάσει την παράταξη τους και δεν ήμασταν περικυκλωμένοι πλέον. Οι πυροβολισμοί όλο και ζύγωναν. Ή τώρα ή ποτέ! Σηκώθηκα και το ’βαλα στα πόδια. Το ένστικτο της επιβίωσης διπλασίαζε την ταχύτητά μου. Είχα σχεδόν φτάσει στα δέντρα, όταν αυτός που έριχνε τη χαριστική βολή με είδε και άρχισε να με πυροβολεί. Μία σφαίρα μου ’σκισε το αυτί κι η άλλη διέλυσε μια πέτρα δίπλα μου λούζοντας με με θραύσματα. Μετά σταμάτησε, γιατί το όπλο του άδειασε.

Είχα γλυτώσει! Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Όμως, με είχε δει κι ένας άλλος γερμανός. Μου έριξε μία ριπή. Το καυτό σίδερο τρύπησε την καρδιά μου. Τουλάχιστον η τελευταία εικόνα που είδα ήταν όμορφη. Είδα τους γέρους και τα γυναικόπαιδα να βγαίνουν από το φλεγόμενο σχολείο. Είχαν γλυτώσει. Εγώ όμως από τότε είμαι νεκρός…  


Γιάννης Πιέρρος

μαθητής      


Δεν υπάρχουν σχόλια: