Τό Σάββατο ἔφυγα πολύ νωρίς ἀπό τό σπίτι γιά τήν Σαλαμῖνα.
Ἔπρεπε νά ἐπιστρέψω πρίν ἀπό τό μεσημέρι, ἐπειδή εἶχα ἕνα σοβαρό ραντεβού. Ἔτσι, γύρω στίς ἕνδεκα, πῆρα τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Μπαίνοντας ἀπό τήν Δραπετσῶνα στόν χῶρο τοῦ λιμανιοῦ (λατρεύω νά κινοῦμαι μέσα στό λιμάνι, νοιώθω σάν στό σπίτι μου) βλέπω ρυμουλκά νά ἐκτοξεύουν πίδακες νεροῦ συνοδεύοντας ἕνα σκάφος τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος καί τά βαπόρια γύρω νά σφυρίζουν.
Δέν διέκρινα πουθενά κάποιο ἄλλο πλοῖο, κάτι, δηλαδή, πού νά δικαιολογεῖ τήν ὑποδοχή, τά σφυρίγματα. Συνέχισα νά ὁδηγῶ, καί κάποια στιγμή βγῆκα στήν πλατεῖα Καραϊσκάκη. Ὁ δρόμος ἦταν γεμᾶτος κόσμο, πού ἔτρεχε νά μπεῖ στό λιμάνι. Κόσμος ὅλων τῶν ἡλικιῶν. «Τί τρέχει, κορίτσι μου; Ποιός ἔρχεται;» ρώτησα μιά κοπέλλα, πού περνοῦσε δίπλα ἀπό τό αὐτοκίνητό μου, στό φανάρι τῆς Γούναρη. «Ἔρχεται ἡ Ἁγία Ζώνη!» μοῦ λέει καί τρέχει…
Τό μυαλό μου πῆγε ἀμέσως στό πλοῖο «Ἁγία Ζώνη», ἐκεῖνο, πού ρύπανε στίς 10 Σεπτεμβρίου 2017 ὁλόκληρο τόν Σαρωνικό. «Καλά, τί στήν εὐχή;» σκέφτηκα καί ἔπειτα θυμήθηκα ὅτι ἀναμενόταν στόν Πειραιᾶ ἡ πραγματική «Ἁγία Ζώνη», ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος! Παρκάρισα τό αὐτοκίνητο στόν αὔλειο χῶρο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί βάλθηκα νά παρακολουθῶ τά συμβαίνοντα. Πλῆθος κόσμου εἶχε «καταλάβει» τόν προβλῆτα, ἀλλά καί μεγάλο τμῆμα τῆς Ἀκτῆς Μιαούλη. Πλῆθος κόσμου, γιά νά σταυροκοπηθεῖ καθώς ἡ πομπή, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς καί τόν ὑπουργό Ναυτιλίας, θά μετέφερε τήν Ἁγία Ζώνη στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
«Γιά κοίτα, φίλε μου!» σκέφθηκα, κοιτάζοντας τό πολύχρωμο καί πάσης ἡλικίας μωσαϊκό πού περίμενε τήν διέλευση τῆς Ζώνης. Ἄνθρωποι μεγάλης ἡλικίας, μεσήλικες ἀλλάκαί νέοι (πολλοί, πραγματικά) στέκονταν ἀκίνητοι, ἄλλοι κάνοντας τόν σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἄλλοι κλίνοντας μέ σεβασμό τήν κεφαλή. Καί γύρω νά χτυποῦν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἁγίου Διονυσίου καί τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τῶν ναῶν πού «στεφανώνουν» τό λιμάνι ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον. Ἦταν ἕνα περίεργο σκηνικό, μέσα σέ ἕνα λαμπερό πρωινό, μέ τόν οὐρανό καταγάλανο καί τόν ἥλιο νά καίει, Νοέμβριο μῆνα. Καί οἱ καμπάνες νά χτυποῦν, τά πλοῖα νά σφυρίζουν, τά ρυμουλκά νά σχηματίζουν ἁψῖδα μέ τούς πίδακες τοῦ νεροῦ καί τό λιμάνι νά ἑορτάζει.
«Αὐτή εἶναι ἡ Ἑλλάδα» σκέφτηκα μέσα μου, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὅλος αὐτός ὁ κόσμος, πού περίμενε τό ἱερό σκεῦος, δέν εἶναι θεοφοβούμενοι, ὀπισθοδρομικοί ἤ ὅ,τι ἄλλο τούς κολλᾶνε κάθε τόσο οἱ «προοδευτικοί» τῆς χώρας μας. Εἶναι ἄνθρωποι ἁπλοί, καθημερινοί, πού μεγάλωσαν μέσα σέ παραδόσεις καί πίστη, τήν ὁποία σέβονται καί τιμοῦν. Ὅσο καί ἄν κάποιοι προσπαθοῦν νά «ἀλλάξουν τήν Ἱστορία», ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει βαθιές καί δυνατές ρίζες στήν πατρίδα μας. Ἔκανα κι ἐγώ τόν σταυρό μου, κι ἔτρεξα στήν Ἁγία Τριάδα ν’ ἀνάψω κερί καί νά γράψω στά «ὑπέρ ἀναπαύσεως» τά ὀνόματα τῶν γονιῶν μου καί τῶν πεθερικῶν μου. Ἐπειδή ἔτσι μεγαλώσαμε, ἔτσι μάθαμε.
Κι ἐπειδή ἔτσι μᾶς ἀρέσει!
Δημήτρης Καπράνος - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΣΤΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου