Μὲ αἰσθήματα ὀδύνης καὶ ἀπορφανισμοῦ προέπεμψε τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Μεγαλονήσου στὴν τελευταία του κατοικία τὸν ἀοίδιμο πλέον Ἀρχιεπίσκοπο Νέας Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Κύπρου κυρὸ Χρυσόστομο Β΄.
Ὁ μεταστὰς ὑπῆρξε – κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Προέδρου τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας κ. Νικ. Ἀναστασιάδη – «ἐμβληματικὴ μορφὴ» γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ἔθνος. Δυναμικός, ἀγωνιστὴς σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς δράσεώς του, προσέφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τῆς πατρίδος καὶ τῆς κοινωνίας. Ὑπέρτατη ἔνδειξη τιμῆς καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό του ἡ παρουσία στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου (τοῦ ὁποίου γιὰ πρώτη φορὰ ἐπετράπη ἀπὸ τὴν τουρκικὴ κυβέρνηση ἡ ἐπίσκεψη στὴν Κύπρο), τῆς Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας κ. Αἰκ. Σακελλαροπούλου, τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας κ. Θεοδώρου, πλειάδος ἀρχιερέων ἐκπροσώπων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, πρέσβεων ξένων χωρῶν, καθὼς καὶ σύσσωμης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου καὶ ὅλης τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τῆς Μεγαλονήσου.
Τονίσθηκε στοὺς ἐπικήδειους λόγους ποὺ ἐκφωνήθηκαν ἡ ἀκεραιότητα τοῦ ἤθους του, καθὼς καὶ ἡ γνησιότητα καὶ τὸ ἀπροσποίητο τοῦ ὕφους του. Ὑπῆρξε ἀδούλωτος στὴν ψυχή. Οὐδέποτε ὑπέκυπτε, οὔτε στὶς κολακεῖες οὔτε στὶς ἀπειλές. Συνάμα ποτὲ δὲν ὑπῆρξε ἀναζητητὴς τῆς δόξας, οὔτε ἀναλώθηκε σὲ ἐπιδείξεις ματαιοδοξίας. Τὸ ἔργο του, τεράστιο σὲ ἔκταση, τὸ ἐπιτελοῦσε μὲ τὸν πιὸ ἀφανή, κατὰ τὸ δυνατόν, τρόπο. Φρόντισε γιὰ τὴν ἐπιμελὴ διαποίμανση τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας στελεχώνοντας τὸν ἱερὸ κλῆρο μὲ ἀναγνωρισμένα σὲ ἦθος καὶ ἱκανότητες στελέχη.
Ἔργα του, ποὺ τὸν ἀναδεικνύουν ἐκκλησιαστικὸ ἡγέτη καὶ κοινωνικὸ ἀναμορφωτή, ἦταν πρωτίστως ἡ ἀποκατάσταση τῆς πλήρους αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου μὲ τὴν ἀνασύσταση καὶ διεύρυνση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μητροπόλεων καὶ χωρεπισκοπῶν. Ἡ κανονικὴ αὐτὴ τάξη εἶχε καταλυθεῖ ἀπὸ τοὺς Φράγκους κατακτητὲς ἤδη ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα καὶ ἐπὶ ὀκτὼ αἰῶνες παρέμενε αὐτὸς ὁ τραυματισμὸς στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τῆς Κύπρου. Ἐπιπλέον ἡ ἵδρυση Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ἀκόμη, σὲ συνεννόηση μὲ τὸ κράτος, ἡ ἵδρυση φορέα μισθοδοσίας τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου γιὰ τὴν ἀξιοπρεπὴ διαβίωσή του. Ἡ ἀνέγερση στὴ Λεμεσὸ ὑπερσύγχρονης φοιτητικῆς ἑστίας μὲ πλέον τῶν 300 διαμερισμάτων γιὰ ἄπορους φοιτητές. Ἡ ἀνέγερση δεκάδων ἱερῶν ναῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ περικαλλὴς Καθεδρικὸς Ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ἱδρυτῆ καὶ προστάτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ἡ διάσωση τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς μὲ τὸν ἐντοπισμὸ καὶ ἐπαναπατρισμὸ πλείστων ἱερῶν θησαυρῶν ποὺ συλήθηκαν κατὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολή.
Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ἰδιαιτέρως διακρίθηκε ὁ μεταστὰς ἦταν στὸ ἐθνικὸ θέμα. Ἀσυμβίβαστος, γνήσιος πατριώτης, μὲ φλογερὴ καρδιά, πάντοτε ὄρθωνε τὸ ἀνάστημά του ἐναντίον κάθε ἀπαράδεκτης διευθετήσεως τοῦ Κυπριακοῦ Ζητήματος ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε σὲ τουρκοποίηση τῆς Κύπρου. Ἡγήθηκε τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον τοῦ σχεδίου Ἀνάν. Ὅραμά του ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ τόπου ἀπὸ τὰ κατοχικὰ στρατεύματα. Πόθος του νὰ ἠχήσουν σὲ ὅλη τὴν Κύπρο «οἱ καμπάνες τῆς ἀπελευθέρωσης».
Τέλος ὁ ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος ὑπέμεινε τὴ μακροχρόνια ἀσθένειά του μὲ ἰώβεια ὑπομονὴ καὶ ἀκλόνητη πίστη. Ἐξαγνίσθηκε καὶ καθάρθηκε «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» καὶ ἔτσι ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον.
Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του. Τὸ ὄνομά του, ὅπως ἀνέφερε ὁ Παναγιότατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης στὸν συγκινητικὸ ἐπικήδειο λόγο του, «θὰ παραμείνει πάντοτε λίαν σεβαστὸν εἰς τὰς δέλτους τῆς μνήμης ἡμῶν καὶ τῆς ἱστορίας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ γένους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου