28/10/13

Πορεία ηρωική


«Αὐτή ἡ νύχτα στό Μάλι-Γκαρονίν ἔχει γραφτεῖ στήν ψυχή μου μέ ἀνεξίτηλο μελάνι. Οἱ τραυματίες ἔχουν πλημμυρίσει τά ἀντίσκηνα. Πολλοί εἶναι ἐξαντλημένοι καί δέ μποροῦν, οὔτε νά γευτοῦν τή λίγη φακή, πού οἱ ἄντρες μοιράζονται μαζί τους. Δέ θέλουν, δέ ζητᾶν τίποτε, παρά λίγο, ἐλάχιστο νερό, νά βρέξουν μόνο τή γλῶσσα τους. Κάθε τόσο σηκωνόμαστε, πότε ὁ Νώντας, πότε ἐγώ. Μέ τή βοήθεια ἑνός ἠλεκτρικοῦ φαναριοῦ πηγαίνουμε ἀπό τό ἕνα ἀντίσκηνο στό ἄλλο. Μά τί μποροῦμε νά κάνουμε; Τί ἔχουμε νά προσφέρουμε; Οἱ τραυματίες μόνον ξαπλωμένοι χωρᾶν στά ἀντίσκηνα, καθώς πάλι ἔχουν λυγίσει ἀπό τό χιόνι. Δέν μποροῦν οὔτε κάν νά καθίσουν, γιά νά τούς ἐξετάσουμε. Ἔξω ἡ θύελλα συνεχίζει ἀμείωτη.

Στό δικό μου ἀντίσκηνο εἶναι ἕνας ἀνθυπολοχαγός. Εἶναι βαριά πληγωμένος, μέ “διαμπερές τραῦμα” στό θώρακα κι ἔχει πολλή δύσ πνοια καί πυρετό. Εἶναι ξανθό καί ὄμορφο παλληκάρι. Μαθητής ἀκόμη στή Σχολή Εὐελπίδων, ὀνομάστηκε ἀξιωματικός κι ἦρθε στόν πόλεμο.

Εἶναι πεσμένος μπρούμυτα κι ἔχει λοξά γυρίσει τό κεφάλι του. Ἔτσι νιώθει κάπως καλύτερα. Κάθε τόσο τοῦ δίνω ἕνα χάπι κα ταπραϋντικό. Αὐτός ὅμως τό βλέπει πού θά πεθάνει – πῶς μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε ἐδῶ πάνω; – καί μέ παρακαλεῖ νά μήν ἀσχολοῦμαι μαζί του. Νά κοιτάξω τούς ἄλλους, πού ἔχουν ἐλπίδες νά ζήσουν.

Ἡ κατάσταση ἔπειτα βαραίνει. Καθώς προαισθάνεται τό τέλος, βγάζει ἀπό τήν τσέπη τῆς χλαίνης καί μοῦ προσφέρει τό πιστόλι του.

–Πάρ’ το, γιατρέ, νά μέ θυμᾶσαι! Δέν πειράζει γιά μένα!… Χαλάλι τῆς Ἑλλάδας! Ἀρκεῖ πού νικήσαμε! λέει μέ τήν ἀργή, σβυσμένη φωνή του.

Εἶναι ἕνα πλακέ Μπράουνιγκ. Μ’ αὐτό ἔχει ὁδηγήσει τή διμοιρία του στήν κορφή τοῦ ὑψωματος, μᾶς λέει ἕνας διπλανός τραυματίας, πού πολεμοῦσε μαζί του. Στήν κρίσιμη στιγμή, καθώς ἔχουν κυκλωθεῖ ἀπό τά ἐχθρικά πυρά, μπαίνει μπροστά μέ τό πιστόλι στό χέρι καί διατάζει: “Ἐφ’ ὅπλου λόγχην”! Οἱ Ἰταλοί φεύγουν. Τότε ὅμως, ὥς κυριεύουν τό ὕψωμα, ἀρχίζουν νά πέφτουν βλήματα ὅλμων καί τραυματίζεται.

Ἔχει τώρα πέσει σ’ ἕνα προθανάτιο παραλήρημα. Κάθε τόσο φωνάζει καί παρορμᾶ τούς ἄντρες του: “Ἀπάνω τους, παιδιά, καί τούς φάγαμε”. “Ἀέρα! Ἀέρα!”. Ἔπειτα τά βάζει μέ τό λοχία του, πού τό πολυβόλο παθαίνει ἐμπλοκή στήν κρίσιμη στιγμή, καί λέει: “Ἄχ, μωρέ Κώστα, πάντα ἔτσι μοῦ τά καταφέρνεις!”.

Σέ λίγο ξεψυχᾶ μέσα στά χέρια μου τό ἁγνό παλληκάρι, πού ἔφηβος ἀκόμη ἔχει ντυθεῖ τή στολή τοῦ ἀξιωματικοῦ.

Ὅλη τήν ὑπόλοιπη νύχτα μένουμε οἱ δυό μας μέσα στό ἀντίσκηνο».

*Κώστα Κυζούλη, ἰατροῦ «Ἡ θύελλα, Πορεία ἡρωϊκή καί πένθιμη».


Από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, Τεύχος Οκτωβρίου 2009


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τα λόγια είναι λίγα για το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων....

Εμείς σήμερα τι θα κάναμε φοβάμαι... Θα πολεμούσαμε με την ίδια αυτοθυσία για τη πατρίδα;