Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν η νυξ αύτη της 3ης Ιανουαρίου του 1911. Εις τον μικρόν οικίσκον της οικίας Παπαδιαμάντη, το παλαιόν πρεσβυτέριον, το λάδι εσώνετο εις την κανδήλαν, η οποία εφώτιζε αμυδρώς την μικράν κάμαραν.
Ο Αλέξανδρος, όστις έκειτο επί της κλίνης πυρέσσων, εζήτησε με τρεμάμενη φωνήν εν βιβλίον. Αυτό που το έδωκαν δεν ήτο εκείνο που εζήτη. Εκράτησεν ωστόσο το μικρόν τομίδιον ανά χείρας και το εθώπευσεν έχων κλειστούς τους οφθαλμούς.
Τι να εζήτει άραγε και τι να επόθει η ψυχή του;
Μήπως τον Όμηρον, τον Θουκυδίδην, το Ευαγγέλιον ή το μέγα ωρολόγιον;
Εγύρισε προς τον τοίχον και ήρχισε να ψάλλει χαμηλοφώνως το δοξαστικόν της ενάτης ώρας των Θεοφανείων: «Την χείραν σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν Βαπτιστά…».
Ω ναι, ήτο η φωνή του κυρ-Αλέξανδρου… που έγινε ένα με τον άνεμον και περιέτρεχεν τα οδούς και τας ρύμας της μικράς πολίχνης, εν είδει αποχαιρετισμού.
Η νυξ προέκοψεν και τότε ο κυρ-βοριάς εκόπασε αισθητώς. Μία γολέττα ήτο σηκωμένη στα πανιά κι έτοιμη να βγει εκ του λιμένος. Μία βόσκουσα φώκη εκεί πλησίον, ήκουσε προφανώς το μοιρολόγι της γραίας Φραγκογιαννούς και το εσυντρόφευσε και αυτή. Ο αέρας τώρα έπνεε ηρέμα και η λαμπάδα μέσα στο πρεσβυτέριο, προ της εικόνος της γλυκοφιλούσης εσβύστη. Το λάδι είχεν σωθεί εις την κανδήλαν.
Ο κυρ-Αλέξανδρος εσταύρωσε τας χείρας και έγειρε την κεφαλήν ως εις αγκάλην τινά. Ο ύπνος ήλθεν γλυκύς, ήτο όμως ένας ύπνος άνευ ονείρων. Ένας ύπνος όχι εις την αγκάλην του Μορφέως, αλλ΄εις την αγκάλην του δικαίου Κριτού, του Παλαιού των ημερών, του Τρισαγίου, όστις αναστάς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Καλή σου νύχτα κυρ-Αλέξανδρε.
Τρύφων Τσομπάνης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Πηγή: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου