(Αληθινά περιστατικά πριν 50 χρόνια στο χωριό)
“Tί Σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ;”, θά ψάλει μεθαύριο μελωδικά ὁ γέρο Στάθης, ὁ ψάλτης στό μικρό, φτωχό χωριό.
Τή μοναδική ἐκείνη θεϊκή βραδιά τά πλάσματά Του ὅλα προσήνεγκαν Αὐτῷ «τήν εὐχαριστίαν». Τό καθένα ἀπ᾽ ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατόν: Οἱ ἀστραπόμορφοι Ἄγγελοι τόν ὕμνο τους τό δοξολογητικό. Δῶρα τίμια», βασιλικά, κατά τόν πλοῦτο τους οἱ Μάγοι. Καί οἱ φτωχοί Ποιμένες διαλάλησαν παντοῦ «τό παρόν μυστήριον» τοῦ θαύματος «ἐκδιηγούμενοι»… Προσήνεγκαν Αὐτῷ ὅ,τι τούς ἦταν δυνατό. Καί μεῖς;
Ἔβρεχε ὁ Θεός, βροχή ψιλή, ποτιστική. Ρυάκια μικρά οἱ δρόμοι τοῦ χωριοῦ, ξεπλύθηκαν γιά καλά, καί στίς ἐλιές τά ἀσημόφυλλα λαμπύριζαν στάζοντας δροσοσταλίδες. Μόλις πού εἶχε τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία στή μικρή ἐκκλησία, ὅταν ἔφτασε ἀποσταμένος καί μουσκεμένος ἀπό μακρινό χωριό ἕνας γέρος ζητιάνος. Ὁ παπα-Μιχάλης, φτωχός οἰκογενειάρχης μέ ὀχτώ παιδιά, δέν εἶχε τί νά τόν φιλέψει. Μά ἡ πλούσια καρδιά του δέν τοῦ ᾽λεγε νά τόν ἀφήσει ἔτσι. Μεθαύριο δέν περιμένουμε τήν ΑΓΑΠΗ; Ἔλαμψε πρόσχαρα τό πάντα ἱλαρό του βλέμμα. Ἡ ἀγάπη πάντα βρίσκει… Κι αὐθόρμητα, χαμογελαστά τοῦ δίνει… Ὅ,τι εἶχε κείνη τή στιγμή. Τή μεγάλη, καινούρια, μαύρη ὀμπρέλλα του. Κείνη πού ᾽χε πάντα συντροφιά σάν πήγαινε νά λειτουργήσει στά ἐξωκκλήσια ἤ στά χωράφια του γιά τίς δουλειές.
Δῶρο ἀκριβό καί χρειαζούμενο. Κι ἐμεῖς εἴδαμε καί καταλάβαμε πολλά… Καί μάθαμε. Γιά μιά ἀγάπη-θυσία πού βρίσκει κι ἀπ᾽ τό ὑστέρημα νά δίνει στόν ἐλάχιστο ἀδελφό, στό Χριστό.
………………………………………………………………………..
Σταμάτησε ἡ μπόρα. Ὁ ἥλιος ἔστελνε γλυκό τό χάδι του παντοῦ προβαίνοντας ἀπό τά τρεχάτα σύννεφα, κι ὁ βοριάς λύγιζε τίς φορτωμένες φοῦντες ἀπό τίς ἐλιές.
–Ἐλᾶτε, πᾶμε, παιδιά μου, γιά τό μάζεμα. Νά μή χαθοῦν ἀπό τά νεροπάρματα οἱ ριγμένες ἀπό τό βοριά ἐλιές.
Ἑτοιμαστήκαμε στά γρήγορα. Πῆρε ἡ μητέρα τήν ποδιά, τό μεγάλο σακί, λίγο ψωμί κι ἐλιές γιά μεσημεριανό. Ὁ ἀδελφός μου κι ἐγώ χοροπηδώντας ξεκινήσαμε ξοπίσω της.
Μοσχοβόλαγε ἡ πλάση. Καί κάτω ἀπό τίς γέρικες ἐλιές πρόβαιναν δειλά κάποια τελευταῖα μανουσάκια ἤ κυκλάμινα. Ἀρχίσαμε γονατιστοί νά γεμίζουμε μιά-μιά ἐλιά τά κουβαδάκια μας καί νά τ᾽ ἀδειάζουμε στό σακί. Ὁ Γιωργάκης μας δέν ἄργησε νά κουραστεῖ. Ἡ τεμπελιά τοῦ ᾽δεσε τά χέρια κι ὅλο προφασιζόταν, γιά νά παίζει πετώντας βαρετά μακριά κάποια χαλίκια. Ἡ μάνα ἄρχισε τότε, γιά νά τοῦ κρατήσει ξύπνιο τό φιλότιμο, νά λέει παραμύθια κι ἱστορίες ὄμορφες. Ἡ ὄρεξη γιά δουλειά τοῦ ξανάρθε.
Κάποια στιγμή, ἔξω στό δρόμο, βλέπουμε τόν πρωινό ζητιάνο. Μᾶς χαιρέτισε σεβαστικά, κοντοστάθηκε λίγο σάν κάτι νά περίμενε καί πῆρε ξανά σκυφτός ἀργά τό μονοπάτι. Σκίρτησε ἡ καρδιά. Ἀστραπή μᾶς πέρασε ἀπό τό μυαλό ἡ πρωινή θυσία τοῦ παπα-Μιχάλη. Κι ἐμεῖς; Ἐδῶ στήν ἐξοχή τί νά ᾽χουμε νά δώσουμε; Πετάχτηκε ὁ Γιωργάκης ὥς τό φράχτη καί χαμογελαστός τοῦ πρόσφερε ἕνα μῆλο. Κατακόκκινο, λαχταριστό. Τό μῆλο πού χθές βράδυ μᾶς φίλεψε ἡ θειά Στυλιανή, σάν ἦρθε ἀπό τή χώρα. Γιά μᾶς, τότε, κέρασμα ἀκριβό. Στό νησιώτικο χωριό μας ποῦ νά βρεθοῦν ξένου τόπου φροῦτα… Ἔτρεξα κι ἐγώ, ντροπιασμένη πού μέ πρόλαβε ὁ μικρός. Ἔβγαλα ἀπό τήν τσέπη καί τοῦ πρόσφερα ἱκανοποιημένη τίς δυό καραμέλες, πού μέ φίλεψε τό πρωί ἡ γιαγιά. Μιά γλυκιά χαρά γοργοφτερούγισε μέσα μας, σταλάζοντας ἄλλου κόσμου εὐτυχία. Καί μεῖς ἀπ᾽ ὅ,τι μᾶς ἦταν μπορετό, «προσηνέγκαμεν Αὐτῷ».
Μά ἡ μητέρα μᾶς ξεπέρασε καί τούς δυό μας. Σάν ζύγωσε κι ἔμαθε τήν ἀνάγκη πού τόν ἔβγαζε στούς δρόμους χρονιάρες μέρες, χειμώνα καιρό, μ᾽ ὁλάνοιχτη τήν καρδιά τόν κάλεσε νά μείνει ἀπόψε σπίτι μας. Καί αὔριο ξεκούραστος θά συνέχιζε γιά τό χωριό του, πέντε ὧρες δρόμο μακριά. Ἦταν τά χρόνια πού συγκοινωνία δέν εἶχε τό σκαλωμένο στήν πλαγιά χωριό μας. Κι ἡ χαμένη στούς σημερινούς καιρούς ἐμπιστοσύνη στούς ἀνθρώπους βασίλευε σέ γνωστούς κι ἄγνωστους. Τοῦ ᾽δειξε μέ τό χέρι τό σπίτι μας. Ξεχώριζε ὁ ὀντάς μας, μέ τή μεγάλη καμαρωτή πόρτα.
Φάγαμε τό φτωχικό μεσημεριανό μας κάτω ἀπό τίς ἐλιές. Ἀφήσαμε τό γεμάτο σακί στήν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ. Θά ᾽ρχόταν ὁ πατέρας μέ τό ζῶο νά τό πάρει, σάν θά γύριζε ἀργά ἀπό τό δάσος. Εἶχε φύγει γιά ξύλα ἀπό τό πρωί. Ἀπαραίτητα στά νοικοκυριά γιά τούς φούρνους καί τίς ξυλόσομπες. Κι ἦρθε τ᾽ ἀπόβραδο ὁ κυρ-Γιάννης ἀπό τό βουνό μέ φορτωμένο τό ζῶο ξύλα χοντρά καί γερά. Καί τά ξεφόρτωσε κρυφά στῆς χήρας γειτόνισσας μέ τά τέσσερα ὀρφανά τήν αὐλή. Φόρτωμα ἀκριβό γιά τή γυναικεία ἀνημποριά της. Κι ὁ κυρ-Γιάννης μέ τή χρυσή καρδιά, αὔριο τό βράδυ δυό ὧρες πρίν νά φέξει, μέ τό χτύπημα τῆς καμπάνας στήν ἐκκλησιά, θά κάνει κι ἄλλη ἀγάπη. Στή γειτονιά ρολόγια δέν ὑπῆρχαν. Θά χτυπήσει τίς πόρτες μιά-μιά. Θά τούς ξυπνήσει – τῆς ἀγάπης ξυπνητήρι γιά τῆς ΑΓΑΠΗΣ τήν τρανή γιορτή. Θά τούς προσφέρει θά Τοῦ προσφέρει ἐκεῖνο πού μπορεῖ.
Μεθαύριο στήν ἐκκλησία ἡ φαμελιά! Φτωχή, μά πλούσια στήν καρδιά καί τῆς ἀγάπης τούς καρπούς στά χέρια.
Πέρασαν χρόνια. Σήμερα πιό φτωχοί ὅσο ποτέ… Κύριε, γιά τούς ἐλάχιστους ἀδελφούς, «Τί Σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ;».
Σ.Π.
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, Τεύχος Δεκεμβρίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου