13/9/25

Δυο τεμνόμενα κομμάτια ξύλο…



Αλήθεια, πόσο ενδιαφέροντα μπορούν να γίνουν δύο τεμνόμενα κομμάτια ξύλο; Ας είμαστε ειλικρινείς: αν μας ρωτούσαν κάτι τέτοιο τις περισσότερες μέρες του χρόνου, μία θα ήταν η απάντηση, ξερή και μονοκόμματη: «ΚΑΘΟΛΟΥ!!!».

Κι όμως, κάποιες μέρες σαν κι αυτή, πριν απαντήσω, κάνω μέσα μου εικόνα δυο τεμνόμενα κομμάτια ξύλο… Το ένα μπηγμένο στη καρδιά του Γολγοθά! Το άλλο, σαν σπαθί, σχίζει τον αιθέρα της Ιερουσαλήμ! Και τα δυο τους, φημισμένα ως αταίριαστα, ποτέ και πουθενά δεν μπόρεσαν να δώσουν νόημα στα έργα των ανθρώπων! Αντικειμενικά; Καταραμένα…

Κι όμως, κάποιες μέρες σαν κι αυτή, η σκέψη στέκεται ακίνητη μπροστά τους. Δεν είναι μόνη της! Πλάι της, η κομμένη ανάσα της ανθρώπινης ιστορίας προσπαθεί να αφουγκραστεί το μεγαλείο της στιγμής… Δυο τεμνόμενα κομμάτια ξύλο και πάνω τους καρφωμένα βλέμματα, άλλα ξαναμμένα κι άλλα πικραμένα… Γύρω τους θόρυβος και βουβαμάρα, έξαψη και πόνος, γέλια και δάκρυα μαζί…

Στρέφω το βλέμμα μου εκεί, στο σταυροδρόμι των δύο ξύλων, στο σταυροδρόμι της ιστορίας, στο σταυροδρόμι της ζωής και του θανάτου…

Τον βλέπω! Η ανάσα Του κομμένη, πνιγμένη στον βούρκο της παγκόσμιας ανομίας, της δικής μου αμαρτίας… Όχι, δεν αντέχω άλλο! Δεν πρέπει να με δει, δεν γίνεται, δεν μου αξίζει να Τον δω! Δεν μπορώ…

Δυο καυτές σταγόνες ξεπηδούν μέσα από τα σφιγμένα μου ματόκλαδα. Ασυναίσθητα, κάνω γροθιά την παλάμη και την στρέφω προς το μέρος μου. Ακόμα, δεν ξέρω αν θα στραγγίσω τον πόνο μου, αν θα με τιμωρήσω, αν θα κάνω τα πάντα για να με ξυπνήσω, αν…

Μα, πώς; Πώς σβήσανε τα δάκρυά μου; Το δικό μου χέρι είναι εκεί, μετέωρο, αμέτοχο… Αν όχι εγώ, τότε…πώς; Ποιος;

Τινάζω μεμιάς τα μουσκεμένα μου βλέφαρα…

Όχι! Γιατί; Γιατί να είναι πάλι Εκείνος;

Θέλω να κλείσω πάλι τα μάτια, να ουρλιάξω, να ξεφύγω…μα, ήδη, είναι αργά… Το χέρι Του σφίγγει το δικό μου! Το βλέμμα μου καθρεφτίζεται στο δικό Του! Εγώ πνιγμένος μες στην λάσπη κι Εκείνος μες τα αίματα!

Είμαι έτοιμος να του ψελλίσω κάτι, οτιδήποτε, δεν ξέρω…

Μα, πριν προλάβω, η φωνή Του μου δονεί το κορμί και την καρδιά, με ξυπνά, με αγκαλιάζει, με ανασταίνει:

«Έλα, μπορείς»!

Τον κοιτάζω ξανά, προσεκτικά…

Ναι, είναι Εκείνος! Μαζί με δυο τεμνόμενα κομμάτια ξύλο…

 
Φ/ος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλώς σε βρήκαμε καινούριε φίλε μας κι ας γράφεις με ψευδώνυμο.