Καὶ πῶς δὲν θλίβομαι καὶ δὲν τρομάζω γιὰ τὸ πασχαλινὸ αὐτὸ δῶρο, ποὺ τὸ περιμένω; Ὁ Κύριός μας, ποὺ μᾶς στέλνει τὰ δῶρα Του ὅλα τὰ χρόνια, δὲν μᾶς εἶπε νὰ περιμένομε τὸ «δῶρο» μας, γιατὶ δὲν ξέρομε πότε θὰ εμφανιστεῖ, γιατὶ «ὡς κλέπτης» ἔρχεται;
Τὸ ἐπίμονο ὅμως ἐρώτημα εἶναι πὼς δὲν μὲ καταθλίβει ἡ σκέψη καὶ ἡ προσμονὴ αὐτοῦ τοῦ «δώρου». Κι ἐγὼ ἀντὶ νὰ θλίβομαι καὶ νὰ τρομάζω μπροστὰ στὸ ἀπαραίτητο αὐτὸ δῶρο, αἰσθάνομαι μιὰ γλυκιὰ προσμονή. Μήπως εἶμαι θαρραλέος παλληκαράς; Τοὐναντίον ἀπ’ τὰ παιδικά μου χρόνια θυμᾶμαι πὼς ἤμουν φοβιτσιάρης.
Τώρα μοῦ ἦρθε νὰ σᾶς δώσω μιὰ παρομοίωση, γιὰ νὰ καταλάβετε λίγο πῶς αἰσθάνομαι σ’ αὐτὸ τὸ θέμα. Αἰσθάνομαι σὰν ἕνας ἀπ’ τοὺς αἰχμαλώτους σὲ στρατόπεδο κρατουμένων τῆς Γερμανίας τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ποὺ μόλις ἔγινε ἡ ἧττα τῆς Γερμανίας, εἰδοποιήθηκαν ὅτι τὶς ἑπόμενες μέρες θὰ τοὺς πᾶνε στὸ σταθμὸ τῶν τραίνων, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς πατρίδες τους. Φαντάζεστε τὴ λαμπρὴ χαρά, ποὺ θ’ ἀστράψει μέσα τους ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ἀπερίγραπτες φρικαλεότητες, ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ μέσα τόσα χρόνια; Φαντάζεστε τὴ βαθιὰ συγκίνησή τους, ὅταν θ’ ἀντικρύζουν πάλι τ' ἀγαπημένα τους πρόσωπα καὶ τὴν πατρίδα; Ἔτσι πρέπει νὰ νιώθομε κι ἐμεῖς τὸ θάνατό μας καὶ μιὰ τέτοια χαρὰ περιμένω κι ἐγὼ σὰν δῶρο γιὰ τὸ Πάσχα.
Κι ἐμένα μὲ προβληματίζει ἡ ἀναπάντεχη αὐτὴ εἴδηση. Καὶ δὲν βρίσκω, ἀδέρφια μου, ἄλλη ἐξήγηση ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό μας, ποὺ μὲ τὴ συχνὴ θεία κοινωνία κατοικεῖ μέσα μας κι ἐξαφανίζει κάθε θλίψη μὲ τὴ χαροποιὸ παρουσία Του καὶ συμβίωσή Του μέσα στὴν καρδιά μας. Θυμοῦμαι τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ πνεῦμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ».
Δὲν εἶναι λογοτεχνικὴ ἔκφραση αὐτό, ποὺ θἀκούσετε πιὸ κάτω, ἀλλὰ ἁπλὴ διαπίστωση, ὅτι δηλαδὴ ἡ χαρὰ ποὺ νικάει τὴν αἴσθηση τοῦ θανάτου ἐπισκέφτηκε τὴ γῆ μας μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἔρχεται καὶ συγκατοικεῖ μαζί μας κι αὐτὸς εἶναι ὁ ἐγγυητὴς τῆς χαρᾶς, γιατὶ νίκησε τὸ θάνατο μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Ἡ σχέση μας μὲ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι πολιτική, εἶναι ἀντίθετα σχέση ἐ ρωτ ι κ ή . Καὶ τί εὐφραίνει περισσότερο τὸν ἐραστὴ ἀπὸ τὸ νὰ πιάσει τὸ λαοῦτό του καὶ νὰ τραγουδήσει στὴν ἐρωμένη του ἢ στὸν ἐραστή της αὐτὴ τὸ τραγούδι τῆς ἀγάπης του ἢ της; Ἔτσι νιώθω καὶ τὸ στίχο ποὺ θὰ τραγουδοῦν γιὰ λογαριασμό μου στὸ ξύδι μου: «Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι…». Ὅταν τἄλεγε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του αὐτά, δὲν τὸν καταλάβαιναν καὶ σιωποῦσαν… Σιωποῦσαν, γιατὶ εἶχαν λιγότερες προϋποθέσεις ἀπὸ μᾶς, γιὰ νὰ τὰ καταλάβουν. Δὲν εἶχαν ἀκόμα τὸ βάπτισμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, δὲν εἶχαν γευτεῖ ἀκόμα τὴν Ἀνάσταση, δὲν εἶχαν ἀκούσει ἀκόμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴ βοή. Ὕστερ’ ἀπ’ τὴν Πεντηκοστὴ τὰ κατάλαβαν ὅλα. Γιατί λοιπὸν ὁ Κύριος ἐδάκρυσε καὶ «ἐνεβριμήσατο» μπροστὰ στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου;
Διότι ὁ Λάζαρος εἶχε πεθάνει ὡς πιστὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δὲν εἶχε πληροφορηθεῖ τὴν Ἀνάσταση, οὔτε τὴν Πεντηκοστή, οὔτε τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου θὰ ἐδάκρυζεν ὁ Χριστός; Ὄχι βέβαια, γιατὶ στὸ γάμο δὲν ἔχουν θέση τὰ δάκρυα.
Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀγαπητοί μου, σᾶς προσέφερα σὰν δῶρο πασχαλινό, γιὰ νὰ μετέχουμε στὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, κρατῶντας τα σὰν γιορταστικὰ δῶρα καὶ σὰν ὅπλα ἀμυντικὰ καὶ ἐπιθετικὰ στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, τοῦ φρονήματος ποὺ ὑποκλίνεται μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο καὶ στὸ Συνέδριο τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γυρίζει τὴν πλάτη καὶ χλευάζει κιόλας τὸν «κατάστικτον τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου». Καὶ εἶναι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχὴ τῆς Ἱστορίας κατάλληλη ἡ συγκυρία τῆς δικῆς μας ἐποχῆς, γιὰ νὰ καταλάβει αὐτὴ τὴν Ὀρθόδοξη λογικὴ καὶ ὁ κόσμος, γιατὶ ζήσαμε στὸν αἰῶνα ποὺ πέρασε τὴν τραγικὴ γελοιοποίηση τῶν γιγάντων τοῦ πολιτισμοῦ, ὅλων τῶν γιγάντων τῶν πολέμων, τῆς τέχνης, τῆς φιλοσοφίας, τῆς λογοτεχνίας, τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς οἰκονομίας ἀκόμα. Ὅσοι διαβάζουν σοβαρὰ τὴν ἀρχαία μας λογοτεχνία, διαπιστώνουν μὲ ἔκπληξη τὴ σοφία τοῦ τραγικοῦ Σοφοκλῆ, ποὺ μέσ’ ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ χρυσοῦ αἰώνα διεκήρυξε μὲ ἔμφαση στὸν «Οἰδίποδα Τύραννο» ἐκεῖνο τὸ τρομερό: «Ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ». (Ἀλλοίμονο γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ σᾶς ἐκτιμῶ νὰ εἴσαστε ἐν ζωῇ ἴσα μὲ τὸ μηδέν). Ὁ ποιητὴς δηλαδὴ βαθμολογεῖ μ’ ἕνα στρογγυλὸ μηδὲν ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων ὄχι μόνο μετὰ θάνατον, ἀλλὰ στὴ ζωὴ αὐτή. Ὅ,τι παίνεσε δηλαδὴ ἡ Ἱστορία, ὅ,τι ὕμνησε ἡ λογοτεχνία, ὅλα τὰ ἀρχιτεκτονικὰ καὶ γλυπτὰ καὶ ζωγραφικὰ ἀριστουργήματα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀκόμα καὶ τοὺς Μηδικοὺς πολέμους τοὺς βαθμολογεῖ ὁ μεγάλος αὐτὸς ποιητὴς τῆς «Ἀντιγόνης» μὲ ἕνα αὐστηρὸ μηδέν. Κι ἂν ῥωτᾶτε γιατί, σᾶς ἀπαντῶ:
Γιατὶ δὲν μπόρεσαν νὰ δώσουν στὸν κόσμο ἕνα χαμόγελο ἐλπίδας γιὰ μιὰ ἀνέφελη καὶ ἀτέλειωτη εὐτυχία. Δὲν ὑπάρχει στὴν παγκόσμια λογοτεχνία ἕνας στίχος πραγματικῆς χαρᾶς, κι ἂν ἀποπειραθεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἀρχίσει, γρήγορα τὸν ἀνακόπτει ἡ πικρὴ διαπίστωση ὅπως ἐκείνη τοῦ Σοφοκλῆ πάλι: «Ἅιδα δὲ μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάζεται» (μόνο τοῦ ᾍδη ἀποφυγὴ δὲν θὰ βρεῖ ὁ ἄνθρωπος) καὶ τοῦ Αἰσχύλου «οὐκ ἔστιν ἀνάστασις».
Καὶ στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες κανένας συγγραφέας δὲν ἄρθρωσε λόγο χαρούμενο καὶ χαροποιὸ σ’ ὅλα τὰ πλάτη τῆς γῆς. Μόνο ὁ Κανόνας τῆς Ἀναστάσεως:
«Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γὰρ θανάτουμπρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμᾶς διεβίβασεν ἐπινίκιον ᾄδοντας».
Μόνον αὐτὸς ὁ Κανόνας καὶ τὰ ἄλλα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μιλοῦν σοβαρὰ καὶ ἀδιάψευστα γιὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν παρηγοριὰ τοῦ κόσμου. Τὸ ἐμβατήριο-χαιρετισμὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», γιατὶ ἡ χαρά μας δὲν εἶναι αὐτόνομη, δὲν εἶναι ἰδέα ἀπρόσωπη, δὲν εἶναι συναίσθημα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ὑπάρχει καὶ εἶναι ὅλος χαρά.
Μ’ αὐτὸ τὸ ἀναφαίρετο δῶρο κρατῶντας μέσα μας, ἂς χαροῦμε τὸ Πάσχα ὡς τὴν παραδειγματική μας προετοιμασία γιὰ τὸ ἑορταστικό μας τ έ λ ο ς , τὴν Ἀνάσταση!
Ἀδέρφια μου, εὔχομαι νὰ περάσομε μέσα ἀπ’ τὶς θλίψεις τοῦ κόσμου μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς οἱ φορεῖς τῆς χαρᾶς στὸν κόσμο.
Κωνσταντίνος Γανωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου