18/3/19

"Διέρ­ρη­ξα την στο­λήν μου την πρώ­την ην ε­ξυ­φά­να­τό μοι ο Πλα­στουρ­γός"


"Διέρ­ρη­ξα την στο­λήν μου την πρώ­την ην ε­ξυ­φά­να­τό μοι ο Πλα­στουρ­γός"



ΤΟ Α΄ ΜΕΓΑΛΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ ΣΤΗΝ 
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΡΩΝ

Με την ευ­λο­γί­α του Σε­βα­σμιω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του μας κ.κ. Χρυ­σο­στό­μου ε­τε­λέ­σθη το Α΄ Με­γά­λο Α­πό­δει­πνο στην Χρι­στια­νι­κή Ε­στί­α Πα­τρών το α­πό­γευ­μα της Κα­θα­ράς Δευ­τέ­ρας υ­πό του Αρχιμανδρίτου π. Χρι­στο­φό­ρου Μυ­τι­λή­νη, Ιερόκηρυκος της Ι.Μ. Πατρών.

Αρ­κε­τοί συ­μπο­λί­τες μας συμ­με­τεί­χαν στην Ιε­ρά Α­κο­λου­θί­α, ε­νώ συ­μπρο­σευ­χό­με­νος στο Ιε­ρό Βή­μα ή­το ο πνευ­μα­τι­κός υ­πεύ­θυ­νος της Α­δελ­φό­τη­τος της Χρι­στια­νι­κής Ε­στί­ας Πα­τρών, Αρ­χι­μαν­δρί­της π. Σω­τή­ριος Τσά­φος Ιε­ρο­κή­ρυ­κας της Ι.Μ. Πα­τρών.

Ο π. Χρι­στο­φό­ρος στην ο­μι­λί­α του ε­πι­σή­μα­νε τα πα­ρα­κά­τω:

Γνω­ρί­ζου­με α­δελ­φοί μου ό­τι την πρώ­τη ε­βδο­μά­δα των Νη­στειών στο Μ. Α­πό­δει­πνο με­τά την Δο­ξο­λο­γί­α ψά­λου­με έ­να τμή­μα α­πό τον Μ. Κα­νό­να του Αγ. Αν­δρέ­ου ε­πι­σκό­που Κρή­της. Ο ά­γιος Ιε­ράρ­χης με έ­ντο­νο ποι­η­τι­κό λό­γο διε­τρα­γω­δεί την κα­τά­στα­ση του αν­θρώ­που με­τά την πτώ­ση του. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ό­τι τα τρο­πά­ρια που ψά­λου­με εί­ναι συ­νέ­χεια του θρή­νου του Α­δάμ που α­κού­σα­με χθες στο συ­να­ξά­ριο της Κυ­ρια­κής της Τυ­ρι­νής ό­που «α­νά­μνη­σιν ποιού­με­θα της α­πό του Πα­ρα­δεί­σου της τρυ­φής ε­ξο­ρί­ας του Πρω­το­πλά­στου Α­δάμ».Στους ύ­μνους της Κυ­ρια­κής α­ντη­χού­σε ο θρή­νος του Α­δάμ. Οι πρω­τό­πλα­στοι δο­κι­μά­ζο­ντας τον α­πα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό, α­ντί­κρυ­σαν τις ο­δυ­νη­ρές συ­νέ­πειες της πα­ρα­βά­σε­ώς τους. Μί­α α­πό τις ο­δυ­νη­ρές συ­νέ­πειες εί­ναι η α­πώ­λεια της θε­ο­ϋ­φα­ντης στο­λής τους.

«Διέρ­ρη­ξα την στο­λήν μου την πρώ­την ην ε­ξυ­φά­να­τό μοι ο Πλα­στουρ­γός».

Ποιά ή­ταν αυ­τή η θε­ο­ϋ­φα­ντη στο­λή που εί­χαν; Ή­ταν η χά­ρις του Θε­ού που τους ε­λά­μπρυ­νε μέ­σα σε μια α­νέκ­φρα­στη θεϊκή δό­ξα. Αυ­τή η δό­ξα τους πε­ριέ­βα­λε κα­λύ­τε­ρα α­πό κά­θε άλ­λο έν­δυ­μα. Η στο­λή αυ­τή τους έ­δι­νε την δυ­να­τό­τη­τα να ζούν ως έν­σαρ­κοι άγ­γε­λοι να βλέ­πουν και να συ­νο­μι­λούν με τον Θε­ό.

Ό­ταν έ­χα­σαν την θε­ού­φα­ντη στο­λή τους αι­σθάν­θη­καν την γυ­μνό­τη­τά τους. Α­πο­μα­κρύν­θη­καν α­πό τον Θε­ό, έ­γι­ναν πλέ­ον αιχ­μά­λω­τοι της α­μαρ­τί­ας και του δια­βό­λου. Πλέ­ον «ου­κέ­τι ό­ψο­μαι τον Κύ­ριον και Θε­όν μου». Τώ­ρα«εν­δέ­δυ­μαι διερ­ρηγ­μέ­νον χι­τώ­να ον ε­ξυ­φά­να­τό μοι ο ό­φις τη συμ­βου­λή και κα­ται­σχύ­νο­μαι». Τώ­ρα εί­μαι ντυ­μέ­νος με τον κα­τα­ξε­σχι­σμέ­νο χι­τώ­να της α­μαρ­τί­ας τον ο­ποί­ον μου τον ύ­φα­νε ο ό­φις με την α­ντί­θε­η συμ­βου­λή που μου έ­δω­σε. Η α­μαρ­τί­α έ­ντυ­σε τους αν­θρώ­πους με τη στο­λή της νε­κρώ­σε­ως, του θα­νά­του. Α­πο­μα­κρύν­θη­καν α­πό τον Θε­ό.

Ήρ­θε ό­μως το πλή­ρω­μα του χρό­νου και ο ά­πει­ρος Θε­ός απέστει­λε τον Υ­ιόν αυ­τού στον κό­σμο για να σώ­σει τον κόσμο. Για να μας χα­ρί­σει μια άλ­λη α­νώ­τε­ρη στο­λή.

Ποια εί­ναι αυ­τή η δεύ­τε­ρη στο­λή; Εί­ναι μυ­στή­ριο. Ο ι. Χρυ­σό­στο­μος σχο­λιά­ζει και λέ­γει ό­τι ο Θε­ός ερ­χό­με­νος στον κόσμο βρή­κε την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση γε­μά­τη α­κα­θαρ­σί­α. Την έλου­σε την έ­ντυ­σε με έν­δυ­μα που πα­ρό­μοιο δεν υ­πάρ­χει. Έγι­νε ο ί­διος στο­λή της. Μας έ­ντυ­σε με τον ε­αυ­τό του. «Ό­σοι εις Χρι­στόν ε­βα­πτί­σθη­μεν Χρι­στόν ε­νε­δύ­θη­μεν». Ό­σοι βα­πτι­σθή­κα­με στο ό­νο­μα του Χρι­στού ντυ­θή­κα­με μέ­σα μας τον Χρι­στό. Γι’αυ­τό κα­τά την η­μέ­ρα της βα­πτί­σε­ώς μας φο­ρέ­σα­με λευ­κά ρού­χα για να μας θυ­μί­ζουν ό­τι πλέ­ον θα ζή­σου­με μια νέ­α με­τα­μορ­φω­μέ­νη α­γί­α εν Χρι­στώ ζω­ή.

Ε­πει­δή ό­μως η α­μαρ­τί­α μας λε­ρώ­νει και κιν­δυ­νεύ­ου­με να χά­σου­με την στο­λή που ε­λά­βα­με με το Ά­γιο Βά­πτι­σμα, γι΄ αυ­τό ο Κύ­ριος μας έ­δω­σε το δεύ­τε­ρο βά­πτι­σμα το μυ­στή­ριο της Ιε­ράς ε­ξο­μο­λο­γή­σε­ως για να ξα­να­φο­ρά­με την στο­λή αυ­τή. Και με το μυ­στή­ριο της Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας στη συ­νέ­χεια να γί­νου­με κα­τά χά­ριν θε­οί. Στις φλέ­βες μας ρέ­ει το αί­μα Του. Η ζω­ή μας «κέ­κρυ­πται εν τω Χρι­στώ». Πλέ­ον «ζει εν η­μίν ο Χρι­στός». Ο ά­γιος Συ­με­ών ο νέ­ος θε­ο­λό­γος πα­ρα­τη­ρεί ό­τι ζού­με έ­ναν αιχ­μα­λω­τι­σμό του νού και της καρ­διάς μας, μια α­γά­πη πα­ρά­φο­ρη α­πό την ο­ποί­α δεν μπο­ρού­με να ξε­φύ­γου­με. Ε­μείς πλέ­ον «νούν Χρι­στού έ­χο­μεν». Ο Χρι­στός να κα­τευ­θύ­νει τις σκέ­ψεις μας, τις ε­πι­θυ­μί­ες μας, τις ε­νέρ­γειές μας, τα βιώ­μα­τά μας.

Ο ι. Χρυ­σό­στο­μος μας λέ­γει ό­τι α­φού έ­χου­με εν­δυ­θεί τον Χρι­στό, θα πρέ­πει πλέ­ον ο Χρι­στός να φαί­νε­ται α­πό πα­ντού μέ­σα μας. Να βλέ­πουν οι άλ­λοι στο πρό­σω­πό μας και στη ζω­ή μας τον ί­διο τον Χρι­στό και να ο­μο­λο­γούν «Εί­δον τον α­δελ­φόν μου εί­δον Κύ­ριον τον Θε­όν μου».

Ε­λά­τε λοι­πόν α­δελ­φοί μου. Μας βο­η­θά αυ­τή η πε­ρί­ο­δος της Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής να μην α­φή­σου­με τα πά­θη να λε­ρώ­σον την στο­λή μας. Συμ­βου­λευει ο Μ. Βα­σί­λειος «φυ­λάξ­τε τον θη­σαυ­ρό σας, το κα­θα­ρό έν­δυ­μα της α­φθαρ­σί­ας, φυ­λάξ­τε ό­λα τα μέ­λη του σώ­μα­τός σας ά­για μα­κρυά α­πό κά­θε μο­λυ­σμό σαρ­κι­κό». Να α­πο­μα­κρυν­θού­με α­πό το πνεύ­μα του κό­σμου, την κυ­ριαρ­χί­α των πα­θών και να α­γω­νι­σθού­με να α­νή­κου­με σε ε­κεί­νους που λέ­γει ο Χρι­στός ό­τι «δεν ε­μό­λυ­ναν τα ι­μά­τιά τους με α­μαρ­τί­ες και τους α­ξί­ζει να ζούν μα­ζί μου με λευ­κά φω­τει­νά ι­μά­τια. Α­μήν.


Από την εφημερίδα «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ»


ΠΗΓΉ: Αναστάσιος


Δεν υπάρχουν σχόλια: