27/3/19

Γ. Ιατρού: «Πλατειά τοῦ ὀνείρου μας ἡ γῆ καί ἀπόμακρη…»



«Σβήνουν δυο νύχτες και δυο αυγές προβάλλουν στον αγέρα,

δυο λευτεριές που σμίγουνε μέσα στην ίδια μέρα.

Δυο λευτεριές ματόβρεχτες, παιδιά μεγάλου κόπου,

η λευτεριά του Έλληνα κι η λευτεριά του ανθρώπου» (Κ. Παλαμάς)

«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον…». Μεγάλη Γιορτή του Ευαγγελισμού κι έρχεται η ευλογημένη κόρη της Ναζαρέτ με το υπεροχότερο «Γένοιτο» που ακούστηκε ποτέ στην πλάση να κατοικήσει την ψυχή του Κολοκοτρώνη - «ωρέ, Ελληνες, να τη η υπογραφή» να φωνάζει ο Γέρος και να τρέχουν να χαϊδέψουν τη φουστανέλα του ο Ρωμιός έμπορος απ’ την Τεργέστη, ο Μυροβλύτης Άγιος απ’ τη Θεσσαλονίκη και οι ιστορίες της γιαγιάς για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά αγκαλιά με τα γράμματα απ’ τη Φραγκιά, και του Ρήγα τους ντελικάτους στίχους. Μεγάλη Γιορτή του Ευαγγελισμού και το Ρωμαίικο συρρέει στην Αγορά από παντού, στην Πύλη του Αδριανού ο Συμεών Ανανιάδης απ’ τον Πόντο που έβγαινε τις νύχτες, μαύρος αέρας, στα βουνά «βαστώντας στο ένα χέρι το σπαθί και στ’ άλλο το Βαγγέλιο» παρέα με τα παλληκάρια του Δαβάκη να παρασταίνουν στο άγιο Λείψανο του Αθανασίου Διάκου πώς φίλησε ο Ιμπραήμ στο μάγουλο το λείψανο του Φλέσσα.

Μεγάλη η Γιορτή και κατεβαίνουν οι θεοί απ’ τον Όλυμπο να κατοικήσουν τους ερειπιώνες τους στους Δελφούς και στο Ακρον Ταίναρο. Κι όσο πάει και μεγαλώνει το εορταστικό πλήθος, δύσκολα χωράνε στη Μέση Οδό 3.000 χρόνια ιστορίας, τόσες χιλιάδες τραγούδια, τόσα εκατομμύρια βίοι ανθρώπων και ονείρων. Σαν σήμερα, 25η Μαρτίου 1821, ημερομηνία που δεν υπήρξε ποτέ αυτό που ευτυχώς αποφασίσαμε να είναι, αναστήθηκε ο παλουκωμένος Σκυλόσοφος και οι χιλιάδες νεομάρτυρες απ’ την Καππαδοκία ως τη Θράκη, και σαν σήμερα, ημερομηνία που έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω να ευλογήσει το Γένος ως Εθνική Επέτειο της Παλιγγενεσίας, ανοίγει το κελί της στο Μοναστήρι η Άννα Κομνηνή να τρατάρει Αγιά Σοφιά και Βόσπορο τις γιαγιάδες μας τις Σουλιώτισσες και τις Ναουσαίες που γκρεμοτσακίστηκαν χορεύοντας στο Ζάλογγο και στην Αραπίτσα. Εκεί και η Φιλοθέη η Αθηναία να φροντίζει τις πληγές των μανάδων μας που βύζαξαν τα παιδιά τους αίμα και νερό στο Μεσολόγγι. Στα κακοτράχαλα τα βουνά ο Διγενής τρώει και πίνει αντάμα με τους παππούδες μας, τον Καψάλη και τον Σαμουήλ και στο κάστρο του Διδυμοτείχου ο Ιωάννης Βατάτζης ψάλλει δακρυσμένος το «Τη Υπερμάχω…» με ισοκράτες τους πατεράδες μας τους ολοσκοτωμένους στο Μανιάκι. Φέγγει απόψε το Κρυφό Σχολειό κι ο δασκαλοκαλόγερος μαθαίνει τη συνέχεια του Χερουβικού στους νέους με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και παραέξω στην αυλή ο Ευαγόρας με τον Κυριάκο και τον Γρηγόρη απ’ τα Φυλακισμένα Μνήματα τραγουδάνε τραγούδια για τη λευτεριά με τους Ιερολοχίτες μας. Σήμερα, κοντά μας στη Μεγάλη του Γένους Γιορτή και οι εκλεκτοί μας καλεσμένοι, όλοι όσοι μες τους αιώνες μίλησαν λέξεις ελληνικές, γιορτάζουν[1].

Όταν την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου του 1453 η Πόλη γινόταν για τον Ελληνισμό μια παλιά αγαπημένη σε ξένη αγκαλιά, μια βαθιά νύχτα ξεκινούσε. Και η νύχτα αυτή έμελλε να κρατήσει πολύ. Πάρα πολύ. 400 ολόκληρα χρόνια. Μπορούμε άραγε να διανοηθούμε τι σημαίνει 400 ολόκληρα χρόνια, 16 γενιές Ελλήνων σκλάβοι κάτω από τον σκληρό κι απάνθρωπο τουρκικό ζυγό; Πώς αντέχει ένας λαός 400 χρόνια χωρίς να χαθεί για πάντα; Ποιες κρυφές δυνάμεις, ποιες αντοχές τον κρατάνε ζωντανό; Λένε πως η σκλαβιά είναι η τέχνη της υπομονής, να μάθεις να περιμένεις…Λένε…

Και τι γίνεται όταν αυτά τα χρόνια γίνονται 500, όταν οι γενιές γίνονται 20, όταν ο αδελφός σου που μαζί αγωνιστήκατε, ματώσατε και πεθάνατε, αναπνέει τον πολυπόθητο αέρα της λευτεριάς κι εσύ που έδωσες στον Αγώνα 3000 παλληκάρια και 120 πυρπολημένα χωριά όχι μόνο συνεχίζεις να ζεις και να πεθαίνεις σκλάβος, αλλά η σκλαβιά σου είναι τώρα διπλή, τουρκική και βουλγαρική, και ανελέητη; Τι γίνεται όταν τις αξημέρωτες νύχτες τα στερεμένα από δάκρυα μάτια σου κραυγάζουν «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» και ο Κύριος σιωπά; Όταν βγαίνεις «στας ρύμας και τας κώμας» και φωνάζεις «ἄνθρωπον ζητώ» και απόκριση καμιά;

Τότε… Τότε «όραμα δια της νυχτός ώφθη τω Παύλω· ανήρ τις Μακεδών εστώς, παρακαλών αυτόν και λέγων· διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν». Ο ίδιος αποδέκτης με 1850 χρόνια διαφορά. Ένας Παύλος τότε, ο Πρώτος μετά τον Έναν. Ένας Παύλος τώρα, ο Πρώτος…


Και αν στην περίπτωση του απ. Παύλου γνωρίζουμε, σε εκείνη του Παύλου Μελά ακόμα αναρωτιόμαστε: Ποιόν τάχα οραματίστηκε ο πρωτοκορυφαίος της μακεδονικής ελευθερίας απόστολος; Μήπως κάποια από τις νεαρές δασκάλες, την Αγγελική Μεταλλινού από τη Θεσσαλονίκη, την Λιλή Βλάχου από την Έδεσσα, την Αικατερίνη Χατζηγεωργίου από τη Γευγελή, τη Βελίκα Τράικου από τον Πεντάλοφο, κάποιο από τα τρυφερά εκείνα πλάσματα των 18 με 20 χρονών, που η αγάπη για την πατρίδα τα μεταμόρφωσε σε αδάμαστες εργάτριες της εθνικής ιδέας, άξιες να διαφυλάξουν τον Ελληνισμό αμόλυντο από κάθε βουλγαρική προπαγάνδα και απειλή, άξιες να θεριεύουν στα μικρά μακεδονόπουλα «την αποσταμένη ελπίδα με λόγια μαγικά… σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου… ελληνικού…». Μήπως οραματίστηκε τον κατακρεουργημένο παπά Κώστα από το Νερέτι της Φλώρινας; Μήπως τον παπά Κώστα Σταμπουλή από τη Νεβολιάνη της Φλώρινας που τον δολοφόνησαν μέσα στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής; Μήπως τον παπά Γιώργη από τη Νιβίτσα των Πρεσπών (τι ειρωνεία…) που οι κομιτατζήδες του έκοψαν τα χέρια, τα πόδια, τα αυτιά, του έβγαλαν τα μάτια και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν; Μήπως τους ιεροεθνομάρτυρες Γρεβενών Αιμιλιανό και Κορυτσάς Φώτιο; Μήπως τόσους και τόσες χιλιάδες άλλους; Ποιος και τι ήταν αυτό που τρέλανε τον νεαρό ανθυπολοχαγό με έναν έρωτα μανικό και τον έκανε να εγκαταλείψει σύζυγό και βλαστάρια και να δοθεί με ένα πάθος πρωτόγνωρο στον αγώνα για την ελευθερία της Μακεδονίας;

Εδώ και αρκετό καιρό η πατρίδα μας ζει μια παρατεταμένη Μεγάλη Παρασκευή. Σταυρώνεται από εκείνους που δεν αντέχουν το βάρος του ονόματος, το υπέροχον της ιστορίας, την αλήθεια της καταγωγής, την διαχρονικότητα του ελληνισμού. Το παγωμένο χρήμα νικά τη ματωμένη αλήθεια, το ψέμα πανηγυρίζει, η μικρή λέξη με τα τρία γράμματα σβήνει τόμους ιστορίας, ο καλός γίνεται κακός, κι ακόμα… ακόμα…προδότης! [2]

Η πορεία, όμως, ενός έθνους δεν καθορίζεται από ευκαιριακά συμφέροντα και ανεπαρκείς ηγεσίες. Περιλαμβάνεται στις θυσίες των νεκρών μας, στο παρόν το δικό μας και στο μέλλον αυτών που έρχονται.

«Δεν μισούμε κανέναν, αλλά και δεν ξεπουλάμε την πατρίδα. Νιώθουμε ίσοι, αλλά δεν θα διαγράψουμε την αλήθεια της ετερότητας μας, ούτε θα ισοπεδώσουμε τις ιδιαίτερες στιγμές μας για να μην ενοχλούν ίσως επειδή …προεξέχουν από το μέτριο ή το τωρινό παγκόσμιο….

Στις δημόσιες σχέσεις με τις Ευρώπες ή στα κομματικά εντελλόμενα κάποιων ή απλώς στα κόμπλεξ τους δεν θα ξανασφάξουμε τους σφαγμένους της ιστορίας μας, ούτε θα σιωπήσουμε για τα βάσανα που υπέφεραν προκειμένου σήμερα να ‘χουμε λεύτερο τόπο να στεκόμαστε και να κοκορευόμαστε, εμείς οι παγίως άκαπνοι.

Χτυπήστε την πατρίδα μας. Χτυπήστε την και δείτε την που σας φωνάζει «χτυπήστε… θα γεννήσω κι άλλους ήρωες, θα φτιάξω Έλληνες πάλι». Χτυπήστε την! Δεν σας είναι τίποτε. Ξένη για σας. Χτυπήστε την και το βράδυ θα βγούμε, όσοι απομείναμε, να την αναζητήσουμε με οιμωγές «δος μοι τούτη την ξένην»….

Και μετά θα αλείψουμε λάδι τις πληγές, μύρο τους θανάτους της και θα μείνουμε να καρτερούμε την Ανάσταση για να δούμε και της πατρίδας τα εντάφια σπάργανα να ντροπιάζουν εκείνους που την έθαψαν.

Και όσο θα περιμένουμε την Ανάσταση θα τραγουδάμε τα τραγούδια της, της πατρίδας μας της παραπονεμένης, της πληγωμένης, της προδομένης. Με έναν λυγμό, να κρατάει το μέτρο και τον ρυθμό ανάμεσα σε δυο ματωμένους στίχους[3]: «Πλατειά τοῦ ὀνείρου μας ἡ γῆ καί ἀπόμακρη…».

Έχουμε πολλά κρυμμένα τιμαλφή να σώσουμε ακόμα και πολλά καινούργια να φτιάξουμε. Τι κι «αν μπήκαν στην πόλη οι εχθροί»; Εμείς πάλι θα τους διώξουμε. Γύρω γύρω απ’ τα τείχη γυρίζει ο Παύλος Μελάς με τους μακεδονομάχους να βρουν τη ρωγμή να κάνουν το στρατήγημα!

Σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι,

Δεν συναχθήκαμε εδώ απόψε να κλάψουμε τον Παύλο Μελά και να θρηνήσουμε τον πρόωρο χαμό του. Δεν ήρθαμε να τον μοιρολογήσουμε και να τον συνοδεύσουμε στο ξόδι του. Ανταμώσαμε για να τον ζωντανέψουμε στα διψασμένα μάτια των παιδιών μας, να τους τον προσφέρουμε όνειρο και όραμα στον ύπνο τους. Να βάλουμε στις τσάντες τους τις σχολικές μια Αλήθεια, μια Ψυχή κι ένα Θεό. Να βάλουμε στους ώμους τους μια σημαία ελληνική, καθαρή και πλυμένη, να τα σταυρώσουμε και να τα στείλουμε στο σχολειό τους2.

Ανταμώσαμε για να τον αναστήσουμε. Για να ‘χουν ιστορίες να διηγούνται στα εγγόνια τους οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Για να τον κοιτάξουμε στα μάτια και να ψυχωθούμε, για να γονατίσουμε μπροστά του και να τον παρακαλέσουμε:

Παύλο Μελά, άφησέ μας

«Να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου να βάψουμε το δικό μας,
να μη μπορέσει πια ποτέ να το ξεθωριάσει ο φόβος.
Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα να μας κοιτάζει να μην ξεστρατίσουμε,
να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή να ᾽χουμε οξυγόνο ν᾽ αναπνέουμε χιλιάδες χρόνια,
να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις
να ᾽χουμε να τραγουδάμε ανεξάντλητα εμβατήρια για τη λευτεριά…»[4].

Γεώργιος Κ. Ιατρού 

Δ.Ν. - Δικηγόρος 

Το παραπάνω κείμενο εκφωνήθηκε στην έναρξη της εθνικής εορτής - αφιέρωμα στον Παύλο Μελά (Χριστιανική Εστία Πατρών 25.3.19)



[1] Διασκευή από το κείμενο του Στάθη Σταθόπουλου, Ενύπνιον 25ης Μαρτίου, σε http://www.enikos.gr/stathis/26076/enypnion-25is-martiou

2 Άρχισες κι εσύ, κι εγώ να ψάχνουμε μαζί, ποιοι να ‘ναι οι καλοί σ’ ετούτο το παιχνίδι..., σε http://amfoterodexios.blogspot.com/2019/01/blog-post_740.html

3 Απόσπασμα από το υπέροχο κείμενο, Παραπονεμένα λόγια, σε
http://anazhthseis-elena.blogspot.com/2015/03/blog-post_27.html

4 Κώστας Μόντης, «Τραγούδι για το Μεγάλο Αδερφό μας», Στιγμές, 1958.

Δεν υπάρχουν σχόλια: