ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Όταν ο Πρωτοκορυφαίος των μαθητών Πέτρος, δέχθηκε για τρίτη συνεχή φορά την ερώτηση του Θείου Διδασκάλου «Σίμων, Ιωνά φιλείς με;» παραδιδόμενος απόλυτα σ’ Εκείνον απαντά «Κύριε, Συ πάντα οίδας, Συ γινώσκεις ότι φιλώ σε». Για να ακούσει ξανά από τα μελίρρυτα χείλη του Κυρίου μας την εντολή και ευλογία συνάμα: «Βόσκε τα πρόβατά μου».
Μακαριώτατε, Θειότατε και Παναγιώτατε Πάπα και Πατριάρχα, κύριε ημών κύριε Θεόδωρε, Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία, Πανοσιολογιώτατοι και αιδεσιμολογιώτατοι Πρεσβύτεροι , Ιερολογιώτατοι Διάκονοι, εντιμώτατοι Άρχοντες, ευλογημένοι Χριστιανοί, η μοναδική αυτή σκηνή που αποτυπώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης αποτέλεσε στο διάβα της ζωής μου το καθοριστικό μοτίβο, την αρχετυπική συνάντηση που ζωγράφιζε την επιθυμία της καρδίας που από την παιδική μου ηλικία με τρόπο μυστικό φύτεψε ο Κύριος εντός μου. Κάθε φορά που αντηχούσαν στα αυτιά μου τα λόγια αυτά του Αποστόλου, δημιουργούσαν μέσα μου μια μυστική συγκίνηση, τονώνοντας την παιδική μου επιθυμία, να γίνω κληρικός και να υπηρετήσω την Εκκλησία. Τα λόγια αυτά, έρχονταν να φανερώσουν πως η ιεροσύνη δεν είναι ένας πρόσκαιρος ζήλος για ενασχόληση με τα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά ένας αγώνας, μία πορεία, μια ολοκληρωτική προσφορά και αφιέρωση στο έργο του Χριστού. Μια δέσμευση ζωής. Λέγει σχετικά ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ευπαρρησιάστως η ιερωσύνη υψηλοπετεί από γης εις ουρανόν, άχρις αν θεωρήση αυτόν τον αόρατον, και προσκυνήσασα έμπροσθεν του υψηλού θρόνου ισταμένη δέηται υπέρ των δούλων προς τον Δεσπότην, βαστάζουσα δάκρυα και στεναγμούς των συνδούλων». Επειδή το αξίωμα του ποιμένος είναι σε περίοπτη θέση, ο Ιερός Πατήρ τονίζει ότι δεν είναι δική του η δόξα αλλά του Θεού.
«Επ αξιώματος εγένου μεγάλου και αρχής επελάβου ποτέ εκκλησιαστικής; Μη μέγα φρόνει. Ου συ την δόξαν εκτήσω, αλλά του Θεού. Ως αλλοτρίας φείδου, μη καταχρώμενος αυτή, μηδέ φυσώμενος μηδέ σφετεριζόμενος αλλά πένητα σαυτόν είναι νόμιζε και άδοξον. Πάντα γαρ παρά Χριστού έχομεν». Και αν ο ποιμένας αντιμετωπίσει θλίψεις, ο χρυσορρήμων συνιστά: «δει τον προεστώτα φέρειν άπαντα γενναίως. Υπόθεσις τα δεινά ταύτα εισί πλειόνων στεφάνων, αν νήφωμεν».
Πόσο συγκινητική είναι η πρόσκληση του Χριστού τους μαθητές Του, και με το πέρασμα των αιώνων σε όλους τους κληρικούς τους Αγίας τους Εκκλησίας! Συγκινητική η πρόσκληση του Χριστού, αλλά και πάλι συγκινητική η αποδοχή εκ μέρους των Αποστόλων. Μια αποδοχή που είναι συνυφασμένη με πόνο, με αίμα, με στερήσεις, με συκοφαντίες, με αποδοκιμασίες, με φυλακίσεις, με μαρτύρια, με θάνατο …. Για να πληθαίνουν τα πρόβατα του Χριστού, και η μάνδρα τους Εκκλησίας τους να τα ασφαλίζει από τους νοητούς λύκους.
Καθώς βρίσκομαι μπροστά σας έτοιμος να δεχθώ την ύψιστη ευλογία του τρίτου βαθμού της ιερωσύνης ο νους και η καρδιά μου αγγίζουν το βήμα προς βήμα φανερωθέν στην ζωή μου μυστικό σχέδιο του Κυρίου για να με καταστήσει ποιμένα των δικών του προβάτων. Καθώς αναδιφώ πάνω στα ίχνη της ζωής μου την σοφία του αναγνωρίζω τώρα –εκ των υστέρων- πώς, πότε, τι και με ποιους ανθρώπου ηυδόκησε για να με φέρει ως εδώ. Κι έτσι μπλέκονται ευγνωμόνως οι ευχαριστίες μου προς εκείνον τον σοφό αρχιτέκτονα του βίου όλων μας με τις ευχαριστίες σ όλους εκείνους που υπηρέτησαν άλλοτε με γνώση και άλλοτε εν αγνοία τους το σχέδιό του αυτό.
Από την νηπιακή μου ηλικία ποθούσα την Ιεροσύνη. Οι σκέψεις, τα όνειρά μου αλλά και αυτά τα παιχνίδια μου είχαν να κάνουν με την Ιεροσύνη. Πρώτοι συνεργοί στον πόθο οι γονείς μου που στην τρυφερή ηλικία των εντεκάμιση ετών με έστειλαν στη Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους για να γαλουχηθώ πνευματικά μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας ώστε όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου να γινόμουν κληρικός.
Είναι λοιπόν φυσικό πρώτους όλων να ευχαριστήσω αυτούς, τους γεννήτορές μου Παντελεήμονα και Αθανασία. Άνθρωποι απλοί, φτωχοί, ταπεινοί, έντιμοι αλλά κυρίως πιστοί στον Θεό. Τους ευχαριστώ τώρα, παρόλο που και οι δυο δεν βρίσκονται πλέον σωματικά μαζί μου, είμαι ωστόσο σίγουρος πως από τον ουρανό, από την θριαμβεύουσα Εκκλησία, αγάλλονται και χαίρονται για τον υιό τους. Ας με συγχωρέσετε που θα σταθώ λίγο περισσότερο στο πρόσωπο της μάνας μου. Δεν το κάνω επειδή ως γνωστόν, όλα τα παιδιά είναι περισσότερο συνδεδεμένα με τις μανάδες τους αλλά γιατί χωρίς να υπερβάλλω από την προσωπική μου αγάπη οφείλω να δηλώσω ότι η μητέρα μου υπήρξε μια αγία γυναίκα. Τι και αν δεν ήξερε γράμματα; Η καρδιά της ήξερε μόνο δύο λέξεις : Χριστός και θυσία. Παρά τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν στην ζωή της, αναπηρία στο ένα της πόδι, άλλες ασθένειες, άλλες δοκιμασίες, καμιά δεν πτόησε την ηρωική ψυχή της. Με ανάπηρο πόδι έτρεχε στα χωράφια να δουλέψει και να θρέψει την οικογένεια της ενώ ταυτόχρονα δεν υπήρξε Κυριακή που να απουσιάσει από την Εκκλησία. Μέσα από τα πονεμένα μάτια και την ευγνώμονα καρδιά της, έβλεπε κανείς το πρότυπο της μάνας. Όλα τα βράδια, μόλις τέλειωνε τις δουλειές της, γονατιστή για πολλή ώρα την έβλεπα να υψώνει τα πονεμένα χεράκια της προς τα ιερά εικονίσματα, κάποτε με δάκρυα και αναστεναγμούς να δοξολογεί και να παρακαλεί τον Θεό. Μέσα στο ημίφως, από την κανδήλα του σπιτιού, θαύμαζα την ευλογημένη μητέρα μου. Ήθελα μεγαλώνοντας να της δώσω χαρές και να την ξεκουράσω. Μια ικανοποίηση που για σύντομο χρονικό διάστημα μου έδωσε ο Κύριος αφού «Αγαπά Κύριος οσίας καρδίας» κατά τον σοφό Σολομώντα, και «ο Θεός επείρασεν αυτήν, και εύρεν αυτήν αξίαν εαυτού» με αποτέλεσμα σύντομα να την καλέσει κοντά του. Σήμερα, νοερά κατασπάζομαι τα ευλογημένα χέρια της και ζητώ την ευχή της. Φέρνω στη σκέψη μου τα λόγια του κρητός ποιητού «και ολ’ πρέπ’ να εξέρουμε σ’ αούτο την ζωήν, χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς κε λέπ’ χαΐρ».
Το Περιβόλι της Παναγίας αποτέλεσε για μένα μια πνευματική μήτρα στην ζωή μου. Στην κυριολεξία ξαναγεννήθηκα, ένιωθα πως ζούσα μέσα στον Παράδεισο. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μου κουβέντα της παιδικής μου αφέλειας μόλις έφθασα στην σχολή «Πού είναι τα ράσα μου για να τα φορέσω;». για να δεχθώ το εύστοχο πείραγμα του τότε Σχολάρχου Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου: «Εσύ τόσο μικρούλης που είσαι ένα μανίκι ράσο θέλεις!!!». Ας έχω την ευχή του!!
Η καθημερινή λατρευτική ζωή, η ανιδιοτελής και ολόψυχη αγάπη των καθηγητών, οι πνευματικές, ασκητικές, αγγελικές φιγούρες των αγιορειτών μοναχών φούντωναν στην ψυχή μου τον πόθο για τον μοναχισμό και την ιεροσύνη. Εκεί, στο περιβόλι της Παναγίας, ο καλός Θεός μού επεφύλαξε το πρώτο του ξεχωριστό δώρο. Τον πρώτο μου πνευματικό πατέρα, τον τότε καθηγητή και μετέπειτα σχολάρχη της Αθωνιάδος Σχολής π. Νικηφόρο, τον σημερινό Μητροπολίτη Κινσάσας. Στο δικό του πετραχήλι ξεδίπλωσα την ζωή μου, εκεί κατέθεσα τα λάθη μου και τους λογισμούς μου, τα προβλήματά μου και τις στενοχώριες μου. Εκείνος, ως πραγματικός πατέρας ήξερε να απαλύνει τον πόνο της ψυχής μου και να την γιατρεύει με την αγάπη του και το ενδιαφέρον του. Φιλόστοργος, ταπεινός, υπομονετικός, πράος, ειρηνικός, γλυκύς και πατρικός. Μα σαν κήπος πνευματικός το Περιβόλι της Παναγιάς δεν προσφέρει ένα μόνο καρπό για να γευτείς. Πέραν του πνευματικού μου π. Νικηφόρου μου έδωσε την ιδιαίτερη ευλογία να συνδεθώ με αγίους ανθρώπους που υπήρξαν υποδείγματα στην πνευματική μου πορεία. Μνημονεύω τον σύγχρονο Άγιο της Εκκλησίας μας Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, τον οποίο συνεχώς επισκεπτόμουν στο κελάκι του, άλλοτε για να πάρω την ευχή του και να τον συμβουλευθώ σε διάφορα θέματα και προβλήματα που με απασχολούσαν και άλλοτε για να ακούσω τα όμορφα και πνευματικά λόγια του και να γευθώ τη φιλοξενία του με τα νόστιμα λουκούμια που κερνούσε.
Να μνημονεύσω τον γέροντα Εφραίμ τον Αριζονίτη που ως μαθητής του Γυμνασίου -εγγεγραμμένος στην Ιερά Μονή Φιλοθέου- είχα την ευλογία να τον επισκέπτομαι και να εξομολογούμαι.
Τον γέροντα Φανούριο στο κελί του Οσίου Θεοφίλου του Μυροβλύτου Καψάλας, τον μεγάλο ρουμάνο ασκητή, που κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, μέσα στο απέριττο, άδειο κελλί, τον έβλεπα με δάκρυα στα μάτια να μού διηγείται την οσιακή ζωή του Αγίου Θεοφίλου.
Από την μνήμη μου δεν μπορούν να σβηστούν οι ωραίες, πατερικές και απλές μορφές της αδελφότητος των Αναναίων με πρώτον τον γέροντα Κύριλλο που όντας μαθητής του Λυκείου είχαν την φροντίδα μου. Σε κάθε μου Θεία Λειτουργία μνημονεύω με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη τα ονόματά τους.
Αν τα μαθητικά χρόνια στο περιβόλι της Παναγίας πέρασαν, και επέστρεψα στην πατρίδα μου, ο πόθος του μοναχισμού και της ιεροσύνης δεν έσβησε, μάλλον δε περισσότερο ζητούσε την πραγματοποίησή του. Έντονη η προσευχή μου, «Θεέ μου δείξε μου σημάδι να γνωρίσω το θέλημα σου για μένα τον μικρό και ελάχιστο. Δεν θέλω να χάσω την ψυχή μου. Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι. Το πνεύμα Σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία». Και οδηγός κι απάντηση στο εφηβικό μου εκείνο αίτημα στάθηκε ο νέος μου πνευματικός πατήρ, ο τότε Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Ακαρνανίας και νυν Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμάς. Τον γνώριζα από μικρό παιδί. Ήταν και παραμένει ως σήμερα πρότυπο ορθοδόξου παπά και Επισκόπου. Ώρες ατέλειωτες -τότε και τώρα- έσκυβε και σκύβει με αγάπη και πατρότητα, για να ακούσει τον πόνο μου και τα σφάλματά μου. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ! Ξέρει να αγαπά και να στηρίζει. Ως άλλος Μωυσής, πρώτα με το παράδειγμά του και ύστερα με τους πατρικούς του λόγους, με οδηγεί «εκ θανάτου προς ζωήν, και εκ γης προς ουρανόν.» Γέροντα μου, συνέχιζε σε παρακαλώ να αναπαύεις την ψυχή μου και να κατευθύνεις τα διαβήματά μου «εις παν έργον αγαθόν».
Ο Κύριος ευδόκησε τέλος το παιδικό μου όνειρο να αρχίσει να λαμβάνει σάρκα και οστά. Στις 11 Ιανουαρίου 1997, στην ιστορική Ιερά Μονή Γηροκομείου της Παναγίας έλαβα το αγγελικό σχήμα από τα ευλογημένα χέρια του Αγίου Καθηγουμένουτης Μονής Αρχιμανδρίτου Συμεών Χατζή. Περάσαμε πολλά χρόνια στο μοναστήρι μαζί και μάλιστα τα πρώτα χρόνια της μοναχικής μου ζωής όταν οι μόνοι μοναχοί ήταν - εκτός του ηγουμένου- τρία άγια γεροντάκια, τα οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ: π. Κωνσταντίνος Οικονόμου, π. Χριστοφόρος Μεϊντανάς και π. Γαβριήλ Θούας. Δεν θα τους ξεχάσω γιατί με δίδαξαν τι θα πει πραγματική αγάπη, στοργή και ολοκληρωμένη διακονία στην Εκκλησία. Φιλώ σήμερα με σεβασμό το χέρι του ηγουμένου μου, τον ευχαριστώ για όσα μου πρόσφερε αυτά τα χρόνια στο μοναστήρι μας, και τον παρακαλώ να εύχεται για την αναξιότητά μου. Ευχαριστώ και όλους τους πατέρες της Μονής της μετανοίας μου για την αμέριστη αγάπη τους, και εκζητώ τις προσευχές τους.
Επόμενος σταθμός στην πορεία μου υπήρξε η επομένη ημερολογιακά ημέρα όταν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πατρών λάμβανα από τα σεπτά αρχιερατικά χέρια του μακαριστού πλέον Μητροπολίτου Πατρών κυρού Νικοδήμου τον πρώτο βαθμό της Ιεροσύνης. Προϊστάμενος τότε του Ναού ο νυν Επίσκοπος Ευκαρπίας κ. Ιερόθεος ο οποίος τα χρόνια αυτά που υπηρετώ στην ιεραποστολή δείχνει όλως ιδιαιτέρως την αγάπη του, επικοινωνεί μαζί μου για να με στηρίζει στον αγώνα μου ενώ κατανοώντας πως ιεραποστολή χωρίς οικονομική στήριξη δεν μπορεί να σταθεί, ανακαλύπτει τρόπους για να συμπαρίσταται και να ενισχύει το ταπεινό μου έργο. Θεοφιλέστατε, πολύ σας ευχαριστώ. Φιλώ το χέρι σας.
Πέραν αυτού η διακονία μου τον Ναό της Αγίας Τριάδος Πατρών μου έδωσε την ευκαιρία της συνεργασίας με τους τότε εφημερίους του Ναού τον μακαριστό π. Βασίλειο Φελούκα και με τους αγαπητούς αδελφούς π. Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο και π. Ανδρέα Γεωργακόπουλο. Τους ευχαριστώ για την αγάπη τους.
Μετά την πενταετή διακονία στον Ναό της Αγίας Τριάδος κατά την εορτή της Αγίας Παρασκευής στον ομώνυμο Ναό της πόλεως Πατρών ο Κύριος από τα χέρια του μακαριστού Μητροπολίτου κ. Νικοδήμου μου εμπιστεύεται τον δεύτερο βαθμό της Ιεροσύνης αυτόν του Πρεσβυτέρου και στη συνέχεια με προχειρίζει αρχιμανδρίτη ενώ λίγους μήνες αργότερα λαμβάνω από τον ίδιο και την πνευματική πατρότητα.
Εάν οφείλουμε ευγνωμοσύνη κατά σάρκα γεννήτορές μας πόση περισσότερη ευγνωμοσύνη οφείλουμε στους πνευματικούς μας πατέρες; Και αν τα ανθρώπινα δώρα γεννούν στην καρδιά μας χαρά και ευχαριστία πόσο μεγαλύτερη και ανώτερη ευχαριστία δεν αξίζει στον Κύριο αλλά και στους πιστούς συνεχιστάς του έργου του για τα τέλεια δωρήματα που Εκείνος μας προσφέρει; Έτσι αυτή τη στιγμή ζητώ την ευχή του μεγάλου αυτού επισκόπου της εκκλησίας των Πατρών μακαριστού πλέον κυρού Νικοδήμου που μου χάρισε τους δύο βαθμούς ιεροσύνης συνεργώντας στο σχέδιο του Κυρίου για μένα.
Πατέρας χωρίς τέκνα δεν λογίζεται! Αν λοιπόν ευχαριστώ αυτόν που μου χάρισε το δώρο και την ευθύνη της πνευματικής πατρότητος λόγια ευχαριστίας αξίζουν και σε όσους με εμπιστεύτηκαν ως πνευματικό τους πατέρα. Ευχαριστώ τον Θεό για τα πνευματικά παιδιά που μου δώρισε. Το καθένα από αυτά είναι και ένα Θείο δώρο. Τους αγάπησα και με αγάπησαν. Κλάψαμε μαζί. Τους έδειχνα τον Εσταυρωμένο που με ανοικτές αγκάλες όλους μας περιμένει να μας συγχωρέσει και να μας σφίξει στην Θεϊκή αγκαλιά Του. Και εκείνοι και τότε και τώρα με κάνουν να αισθάνομαι πατέρας. Παιδιά μου, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ!
Στον ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Πατρών συνεργαστήκαμε αδελφικά με τους πατέρες Σπυρίδωνα Σταθούλια και Αναστάσιο Γκοτσόπουλο. Δέκα ολόκληρα χρόνια ο Ναός ήταν το σπίτι μας. Ήμασταν εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, μαζί με πολλούς συνεργάτες, για να υπηρετήσουμε τον Χριστό, τον Άγιο Νικόλαο και όλους τους ανθρώπους που έρχονταν κοντά μας, για να λάβουν αγάπη και στήριξη. Ευχαριστώ από την καρδιά μου τους πατέρες και όλους τους αδελφούς. Τους ευχαριστώ που σεβόμενοι την απόφασή μου να κινηθώ προς τον ιεραποστολικό αγρό δεν με εγκατέλειψαν αλλά ως σήμερα βρίσκονται σε ετοιμότητα να μου συμπαρασταθούν σε κάθε μου ανάγκη.
Καθώς τα χρόνια της διακονίας μου προχωρούσαν βρέθηκα μπροστά σε νέο μέγα δώρο της αγάπης του Κυρίου. Στην Αποστολική Εκκλησία των Πατρών, η Θεία Πρόνοια απέστειλε ποιμένα νέον τον Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο. Κι αν η παρουσία του υπήρξε ξεχωριστή ευλογία για την τοπική εκκλησία εγώ προσωπικώς καθ υπερβολήν απήλαυσα τη δωρεά αυτή του Θεού αφού χωρίς καμιά πρότερη γνωριμία κανένα άλλο προφανή λόγο βρέθηκα αποδέκτης πολλής και ξεχωριστής αγάπης από τον Σεβασμιώτατο Πατρών. Απέναντι στην οφειλόμενη από μέρους μου και από καρδιάς πάντα κατατιθέμενη απόλυτη υπακοή και αφοσίωση, εισέπραξα μια αγαπώσα πατρική καρδιά που δεν εκφραζόταν μόνο με λόγους αλλά κυρίως ως εμπιστοσύνη και ανάθεση σπουδαίων και σημαντικών διακονιών και υπηρεσιών. Δεν το άξιζα, Σεβασμιώτατε! Η χρυσή σας καρδιά μού τα έδινε και εγώ στην προσευχή μου ζητούσα από τον Θεό να μη σας στενοχωρήσω ποτέ. Έκανα ό,τι μου λέγατε με υπακοή και έβλεπα και βλέπω το χέρι του Θεού να με καθοδηγεί. Κάθε φορά που σας έβλεπα λειτουργό, σοβαρό, μετρημένο, ιεροπρεπή έλεγα «τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς». Και κάθε φορά που σας άκουγα να κηρύττετε με παλμό τον λόγο του Θεού καμάρωνα και καμαρώνω για εσάς. Σεβασμιώτατε, σας αισθάνομαι και εσάς ως γέροντα μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ ότι ως γνήσιος και φιλόστοργος πατήρ, «ιδίαις χερσίν» με οδηγήσατε και με παραδώσατε στα πατριαρχικά χέρια του Μακαριωτάτου Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου. Και γνωρίζω πως ακόμη και σήμερα με αισθάνεστε παιδί σας. Παρά τα πολλά καθήκοντά σας νιώθω πως υπάρχει τόπος και για την ελαχιστότητά μου.
Μακαριώτατε,
όταν μαζί με τον Άγιο Πατρών καταφθάσαμε στην Αλεξάνδρεια και με παρέδωσε στην πατριαρχική σας αγκάλη, ο πόθος της καρδιάς μου ήταν η ιεραποστολή. Βεβαίως ερωτηθείς πού θα ήθελα να διακονήσω, και αφού σας εξιστόρησα τον πνευματικό μου σύνδεσμο μετά του Αγίου Κινσάσας κ. Νικηφόρου, σας είπα πως θα υπηρετήσω όπου η Μακαριότης σας κρίνει. Όποια ήταν η απόφασή σας για μένα θα το δεχόμουν, όπως και το δέχτηκα, ως να το άκουγα από το στόμα του Θεού. Γνωρίζω Μακαριώτατε πως είστε Πατριάρχης φιλακόλουθος, και Πατριάρχης της προσευχής. Όλα τα εμπιστεύεστε στον Θεό. Μου είπατε τότε, «Παιδί μου θα κάνω προσευχή! Αύριο θα λειτουργήσεις εσύ στον Ναό του Αγίου Σάββα, και έπειτα θα σου απαντήσω!» Σήμερα, σας εξομολογούμαι, Μακαριώτατε, πως εκείνο το βράδυ στο δωμάτιο του πατριαρχείου που φιλοξενούμουν, γονατιστός παρακαλούσα τον Χριστό και την Παναγία μας η απόφασή σας να είναι και το θέλημα του Θεού. Έτσι το πρωί μου ανακοινώσατε τον τρόπο και τον τόπο της νέας μου διακονίας. «Πήγαινε Θεοδόσιέ μου, είπατε, και θα είμαι κοντά σου».
Η αρχική εκείνη επιθυμία μου με την δική σας επευλογία με έφερε μέχρι σήμερα να υπηρετήσω κοντά στον ευλογημένο επίσκοπο και Μητροπολίτη Κινσάσας κ. Νικηφόρο, ως πρωτοσύγκελλός του. Από κοντά έζησα τις αγωνίες του, τους κόπους και τις στενοχώριες του. Είδα πώς τα αντιμετώπιζε όλα με αγάπη, υπομονή, ταπείνωση και προσευχή. Αγωνίσθηκε και αγωνίζεται για την πρόοδο της τοπικής εκκλησίας και της ιεραποστολής, σκορπίζοντας παντού αγάπη και ευλογίες. Αντί όσων επρόσφερε ήπιε πολλά ποτήρια πικρίας και συκοφαντίας. Ωστόσο σε κανέναν δεν κράτησε κακία, αλλά εφάρμοζε τον λόγον του Θεού «λοιδορούμενοι ευλογούμεν». Ο σεβασμός του στο πρόσωπό σας Μακαριώτατε, μου έκανε μεγάλη εντύπωση. «Θεοδόσιέ μου, ο Πατριάρχης μας είναι ο πατέρας μας….» ήταν συχνά τα λόγια του. «Πάνω από όλα η εκκλησία και το Πατριαρχείο μας».
Σεβασμιώτατε, νιώθω αυτή τη στιγμή την ανάγκη εάν ποτέ σας στενοχώρησα με τον παρορμητισμό μου, να σας ζητήσω εσείς ως φιλόστοργος πατήρ να με συγχωρέσετε, και να ευλογήσετε την νέα μου διακονία.
Το έργο της ιεραποστολής με συγκινεί βαθύτατα, Μακαριώτατε. Μακάρι να είχα έλθει μικρότερος στο Πατριαρχείο, αλλά φαίνεται πως τώρα ήταν το θέλημα του Θεού. Οι Κονγκολέζοι αδελφοί μας τρέχουν σαν τα διψασμένα ελάφια κοντά στις πηγές της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Τρέχουν να ξεδιψάσουν. Στα καθαρά τους μάτια διακρίνουμε τον πόθο τους να βαπτιστούν και να γίνουν χριστιανοί, να γίνουν Ορθόδοξοι. Τι να πρωτοθυμηθώ στη τριετή διακονία μου στην Μητρόπολη της Κινσάσας; Την Θεολογική Σχολή του Ορθοδόξου Πανεπιστημίου του Κογκό, όπου οι φοιτητές ως νεόφυτα της εκκλησίας, καλλιεργούνται καθημερινώς με τα θεολογικά μαθήματα, με τις πνευματικές διδαχές του Επισκόπου μας και άλλων πατέρων, με τις καθημερινές ακολουθίες και με άλλες πολλές ευκαιρίες που τους χάριζε και τους χαρίζει ο Θεός; Να θυμηθώ τα γλυκά προσωπάκια σε όλες τις ενορίες που προσπαθούμε να φθάσουμε, που με αγωνία περιμένουν κάθε φορά τον Ορθόδοξο παπά να φθάσει για να τους κατηχήσει, να τους βαπτίσει, να τους κοινωνήσει, να τους αγιάσει…Με πολύ σεβασμό έρχομαι σήμερα να μνημονεύσω τρία ονόματα που έσπειραν τον λόγο του Θεού στο Κογκό, στην μέχρι πρότινος Μητρόπολη Κινσάσας, γιατί όχι και Κατάγκας, αλλά και στην νεοϊδρυθείσα Μητρόπολη Κανάγκας. Τούς αειμνήστους μεγάλους ιεραποστόλους και αρχιμανδρίτες Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο και Χαρίτωνα Πνευματικάκι. Ιλιγγιώ μπροστά στο μεγαλειώδες έργο των αειμνήστων Πατέρων. Κάθε μέρα μετά την ακολουθία του όρθρου, τον καιρό που βρίσκομαι στην Κανάγκα, γονατίζω και ζητώ την ευχή τους. Είμαι σίγουρος πως οι άγιοι Πατέρες δεν θα με εγκαταλείψουν, βλέποντας έναν νέο Επίσκοπο να σηκώνει στους ώμους του το βαρύ, συγκινητικό και όμορφο έργο της Ιεραποστολής. Το έργο είναι του Χριστού, και η Εκκλησία πορεύεται μέσα στους αιώνες για την επίτευξη του σκοπού της, οδηγώντας ψυχές αθάνατες στην Βασιλεία του Θεού. Άγιοι Πατέρες, δώστε μου σας παρακαλώ το ανδρείο φρόνημα σας, δώστε μου την γενναία ψυχή σας, δώστε μου τους φλογερούς οραματισμούς σας, δώστε μου την ακράδαντη πίστη και εμπιστοσύνη σας στον Θεό, δώστε μου την θυσιαστική σας αγάπη για το ποίμνιο που μου εμπιστεύεται σήμερα η Εκκλησία μας δια του Μακαριωτάτου Πάπα και Πατριάρχου μας και των πολυσεβάστων μελών της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου μας!!! Δώστε μου την δύναμη και την φλόγα να τρέξω παντού να αναζητήσω τα πρόβατά μου, τα πρόβατα του Χριστού για να τους πω, πως ο Χριστός τους περιμένει να τους αγκαλιάσει, να τους δώσει το Σώμα Του και το Αίμα Του, να τους χαρίσει την Βασιλεία Του. Δώστε μου την δύναμη Άγιοι Πατέρες να τρέξω, μαζί με εκλεκτούς πατέρες της αδελφότητος του Σωτήρος, και με τις ηρωίδες αδελφές των χριστιανικών αδελφοτήτων, να στήσουμε παντού καμπαναριά για να αντηχούν σε όλο το Κογκό οι αντίλαλοι από τις ορθόδοξες καμπάνες. Και εάν μέσα στις πίκρες και στις δυσκολίες του αγώνα δειλιάσω, πιάστε με από το χέρι και δείξτε μου εσείς «οδόν εν η πορεύσομαι». Και εάν πονέσω και η θλίψη με καταβάλει, ελάτε κοντά μου να μου δώσετε με την ευχή σας βάλσαμο ουράνιο!
Επιτρέψτε μου να αναφερθώ στην ευλογία που είχα να γνωρίσω από κοντά τον προσφάτως κοιμηθέντα μεγάλο Ιεραπόστολο Μητροπολίτη Πενταπόλεως κυρό Ιγνάτιο. Βλέποντας την ευλογημένη διακονία του πάντοτε ενθυμούμαι τα λόγια του Αρχηγού της Πίστεως μας: «Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός. Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Άγιε Πενταπόλεως, αείμνηστε Γέροντα και μεγάλε Ιεραπόστολε, εσκόρπισες παντού ευλογίες και ευεργεσίες, έκτισες Ναούς, σχολεία και Πανεπιστήμιο. Περπάτησες τους δρόμους του Κογκό, βάπτιζες, κήρυττες τον Χριστό, γενικότερα έδωσες την ζωή σου για την ιεραποστολή. Το έργο σου έχει γραφεί με ανεξίτηλα γράμματα και στον θρόνο του Θεού αλλά και στις καρδιές των Κογκολέζων αδελφών μας. Σήμερα, σου ζητώ, ως δώρο την ευχή σου που θα μου είναι μεγάλο εφόδιο για την πορεία μου μέσα στον ιεραποστολικό αγρό. Θα προσπαθήσω το έργο του Χριστού να προάγεται, και όπου δεν προλάβατε να φθάσετε, να μου στέλνετε λίγη δική σας δύναμη και φλόγα στην καρδιά μου, για να συναντήσω άδολες ψυχές και διψασμένες, για να τους δώσω το νερό της Αγίας μας Ορθοδοξίας, και να τους πω πως τους το στέλνετε εσείς γιατί τους το χρωστούσατε! Εύχεστε, άγιε Γέροντα μια μέρα να ανταμώσουμε στον θρόνο του Θεού, «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή η ατελεύτητος».
Στο σημείο αυτό οφείλω αφενός να τονίσω το πολυδιάστατο έργο της αδελφότητος του Σωτήρος, με πρώτον τον Προϊστάμενο της Αρχιμανδρίτη π. Αστέριο για όσα προσέφερε και προσφέρει στον πνευματικό αγρό της Κανάγκας και του Κασάι. Πατέρα Αστέριε, το έργο αυτό δεν είναι δικό μου, αλλά του Χριστού. Είμαι ένας απλός διάκονος. Ανυπομονώ και με την ιδιότητα του Επισκόπου να φορέσω το λέντιο, να τρέξω και να διακονήσω και μαζί σας, τους αδελφούς μας τους Καναγκαίζους και τους Κασαίτας, δείχνοντάς τους την Ορθόδοξη πίστη και τον ουρανό, όπου εκεί το «ημών το πολίτευμα υπάρχει».
Σας θέλω μαζί μου, αδελφούς και αδελφές, αφού όλα είναι κοινά και αγωνιζόμαστε για την δόξα και για την αγάπη του Χριστού. Τι να πω για τις αγγελόμορφες αδελφές της Κανάγκα!!! Φτερά έχουν στους ώμους τους και στις ψυχές τους και τρέχουν παντού, αθόρυβα, ταπεινά και αποτελεσματικά ομορφαίνοντας το έργο της ιεραποστολής. Οφείλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλες τις αδελφές για την αγάπη τους, την βοήθεια τους, τον σεβασμό τους και την συνεργασία τους. Απευθυνόμενος δε προς τις δύο αρχαιότερες αδελφές έχω να πω τα εξής : Η λέξη μητέρα για μένα είναι πολύ ιερή. Για αυτό και στο προσκυνητάρι μου στο κελλί μου, μαζί με τους αγίους μας έχω και την φωτογραφία της μάνας μου, και κάθε φορά παίρνω την ευχή της. Τώρα είναι στον ουρανό!!! Αδελφές μου στην παρουσία μου στο χώρο της ιεραποστολής σταθήκατε και μου στέκεστε σαν μάνες. Μία μου επήρε ο Κύριος από την γη, δυο μου έδωσε στην αφρικανική γη. Σας ευχαριστώ για όλα!!!!
Θα ήταν παράλειψή μου, εάν δεν μνημόνευα όλως ιδιαιτέρως τους Έλληνες πατριώτες της Κινσάσας. Οι Έλληνες της Κινσάσας βρίσκονται από την πρώτη στιγμή δίπλα μου. Με αγαπούν και προστρέχουν σε κάθε μου δυσκολία. Ιδιαιτέρως θα ήθελα να ευχαριστήσω δύο εξ αυτών: Πρώτον, τον Αξιότιμον Πρέσβη της Ελλάδος στο Κογκό κ. Γεώργιο Παπακώστα, που διακρίνεται όχι μόνο για την ενασχόληση του με υποθέσεις των Ελλήνων, αλλά και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και μάλιστα με πολλή του αγάπη τόσο προς τον Σεβασμιώτατο κ. Νικηφόρο όσο και προς την ελαχιστότητά μου. Σας ευχαριστώ για την αγάπη σας, κ. Πρέσβη.
Ομολογώ ότι οι φιλόφρονες λόγοι προς το πρόσωπό του προέδρου της ελληνικής Κοινότητος κ. Γερασίμου Ντούνη που άκουσα από το στόμα του Σεβασμιωτάτου από την πρώτη στιγμή της αφίξεώς μου στο Κογκό μου εφάνηκαν υπερβολικοί. Ωστόσο σύντομα από την πείρα μου ανακάλυψα ότι ανταποκρίνονταν πλήρως στην πραγματικότητα. Κάθε στιγμή ο κ. πρόεδρος είναι στο πλευρό μας και αγωνιά πολλές φορές για θέματα της Εκκλησίας αλλά και για θέματα που αφορούν τόσο τον Σεβασμιώτατο κ. Νικηφόρο όσο και εμένα. Κύριε πρόεδρε, σας ευχαριστώ για όλα.
Ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση όσων από το σχέδιο του Θεού ως τώρα ανίχνευσα ίσταμαι σήμερον ενώπιόν σας Μακαριώτατε, και ενώπιον αγιωτάτων Αρχιερέων, κρατώντας στα χέρια μου το ιερό Ευαγγέλιο, σύμβολο των Αρχιερέων, ομολογών πίστη εις την Αγία Τριάδα, εις την Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, εις την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, και προσδοκών Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του Μέλλοντος αιώνος.
Ομολόγησα και ανεπιφύλακτα αποδέχτηκα τους όρους και τους κανόνες των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων, χωρίς να μεταβάλλω κάτι από τα όσα «εν Αγίω Πνεύματι» όρισαν οι Άγιοι Πατέρες «μηδέν προστιθείς, μηδέν αφαιρών, μηδέν μεταβάλλων, μήτε των δογμάτων, μήτε των παραδόσεων».
Ταυτοχρόνως εδήλωσα την οφειλομένη υπακοή και πειθαρχία τόσο σε Εσάς Μακαριώτατε Πάπα και Πατριάρχα ημών, όσο και εις την Αγία και Ιεράν Σύνοδο του Παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Τούτη την στιγμή επιτρέψτε μου Μακαριώτατε, αφενός να ευχαριστήσω όλους τους Αγίους Αρχιερείς του Πατριαρχείου μας που με τίμησαν με την αγία τους ψήφο, ώστε να ανέλθω στον υπερμέγιστον βαθμόν της Αρχιεροσύνης, και αφετέρου να εκζητήσω τας αγίας τους ευχάς και προσευχάς. Άγιοι Αρχιερείς, είμαι ο μικρότερος σας αδελφός, και θα σας παρακαλούσα να με στηρίζετε με την εμπειρία σας στα πρώτα επισκοπικά μου βήματα. Η παρουσία τόσων αγίων Αρχιερέων τόσο από το Παλαίφατο Πατριαρχείο μας όσο και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Εκκλησία της Κύπρου και την Εκκλησία της Ελλάδος με συγκινεί και με ενθαρρύνει.
Μαζί με αυτούς ευχαριστώ τους Πατέρες από την πόλη του Αγίου Ανδρέου την Πάτρα που μέχρι προσφάτως μαζί υπηρετούσαμε αυτόν τον υπέροχο λαό. Ευχαριστώ τους Πατέρες από την Μητρόπολη Ακαρνανίας όπου και η γενέτειρά μου, αλλά και πατέρες από πολλές πόλεις της Ελλάδος καθώς και από την Αθωνική πολιτεία. Τέλος θα ήθελα να πω και ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους αδελφούς που κατέφθασαν στην μεγάλη πόλη του Καΐρου προκειμένου προσευχηθούν για την αναξιότητά μου.
Μένω έκθαμβος μπροστά στα μεγαλεία του Θεού! Διακατέχομαι από αισθήματα φόβου και αγωνίας! Αλλά πέρα από τον φόβο και την συγκίνηση, καλούμαι να αντλήσω δυνάμεις για να σηκώσω τον αιματόβρεκτο Σταυρό του Σωτήρος Χριστού, τον Σταυρό της Αρχιερωσύνης και της ιεραποστολής. Μελετώντας τους πατερικούς λόγους περί Ιερωσύνης, φόβος καταλαμβάνει την ψυχή μου. Ο κατέχων την Αρχιεροσύνη, πρόκειται να δώσει μεγαλύτερο λόγο στον Θεό για την διακονία του. Τα γόνατά μου λυγίζουν! Πώς εγώ ο μικρός και ταλαίπωρος να σηκώσω αυτόν τον Σταυρό; Και η προσευχή μου όλο και κορυφώνεται ζητώντας την μακροθυμία, το έλεος και την ενδυνάμωση του πρώτου και μεγάλου Αρχιερέως Χριστού. Άλλωστε η εξουσία του επισκόπου είναι διακονία αγάπης και θυσίας. «Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Γράφει ο Ιερός Χρυσόστομος: τίποτε άλλο δεν φανερώνει και δεν λαμπρύνει τον επίσκοπον όσον η φιλοστοργία του περί τους αρχομένους. Ο δε άγιος Ιερώνυμος για να τονίσει τη συνέπεια έργων και λόγων λέγει: τα χείλη, το χέρι και η καρδιά του ιερέως και αρχιερέως του Χριστού πρέπει να ευρίσκονται σε πλήρη συμφωνία μεταξύ των. Επομένως ο επίσκοπος γίνεται κόσμημα, στύλος και στερεό θεμέλιο της εκκλησίας, ασφάλεια των δικών του και ακαταμάχητος στους εχθρούς. Οι Πατέρες θεωρούν τον επίσκοπο ως προκαθήμενον εις τύπον Θεού ή ως τύπον του Πατρός των όλων. Γι αυτό, λέγει ο Άγιος Ιγνάτιος, τον επίσκοπο πρέπει να τον βλέπετε σαν να είναι ο ίδιος ο Κύριος ως σύμβολο του Πατρός, τους δε πρεσβυτέρους ως σύμβολο του συνεδρίου του Θεού και ως σύνδεσμον των Αποστόλων του Χριστού, ενωμένους με όλο το λαό του Θεού. Έτσι ό,τι αν ενεργείτε, προσθέτει ο άγιος Ιγνάτιος, το ενεργείτε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Μακαριώτατε, πάτερ και Δέσποτα
Η θαυμαστή και Πάνσοφος Πρόνοια του Κυρίου μας με οδήγησε υπό την δική Σας προστασία. Είστε Πατριάρχης με πανορθόδοξη πνευματική εμβέλεια, Πατριάρχης προσευχής, Πατριάρχης της αγάπης, Πατριάρχης της Ιεραποστολής. Και επειδή εσείς δεν παύετε να διέρχεσθε την Αφρική και να μεταδίδετε τον θυσιαστικό τρόπο ζωής με το λόγο σας και το παράδειγμά σας, αποδεικνύεστε άξιος μιμητής του Σίμωνος του Κυρηναίου.
Ζητώ τις πατριαρχικές- αρχιερατικές ευχές σας, ώστε στη διακονία, που μού αναθέτετε, να αποδειχτώ ένας ταπεινός συγκυρηναίος, ο οποίος θα προσπαθεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ιεραποστολής όσο το δυνατόν πληρέστερα και πάντοτε σύμφωνα με τις υποδείξεις σας. Θα ατενίζω την δική Σας φωτεινή μορφή, και θα λαμβάνω δύναμη και κουράγιο για να ευαγγελίζομαι ψυχές αθάνατες στην Αγία μας πίστη.
Δεν θα ξεχάσω Μακαριώτατε, ότι η πατρική Σας αγάπη ήξερε και ξέρει να αφουγκράζεται τον πόνο και τα προβλήματα των παιδιών Σας. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που με παίρνατε στο τηλέφωνο για να με εμψυχώσετε, να μου δώσετε θάρρος και κουράγιο στον δύσκολο έργο της ιεραποστολής. Η πατρική Σας καρδιά, φαίνεται! Υπερβαίνει τους τύπους… Εσείς, ο Πατριάρχης, μου τηλεφωνούσατε για να μου δώσετε κουράγιο. Να εύχεσθε, Μακαριώτατε να μη λυπήσω ποτέ τον Θεό που χορηγεί αφειδώλευτα τη χάρη Του και το Έλεός Του και Εσάς , που είσθε ο ευεργέτης για τη ζωή μου και την ψυχή μου.
Μακαριώτατε,
Πίσω από τους κεκοπιακότας ώμους σας ατενίζω τον αιματόβρεκτον Σταυρό του Χριστού. Πάνω δε σε αυτόν, τον Αρχηγό της πίστεως ημών τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Τον ακούω να μου απευθύνει ακόμη την συγκινητική ερώτηση: «Παιδί μου φιλείς με ;» και εγώ με φόβο και τρόμο να απαντώ «Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε», για να λάβω μέσα στην ψυχή μου την θεία Του απάντηση «Βόσκε τα πρόβατά μου όπως και ο Πατριάρχης σου».
Τα λόγια τώρα παύουν, τα μόνα λόγια που πλέον μπορούν να βγουν από τα χείλη μου είναι λόγια προσευχής, εκζητώντας την προστασία της Παναγίας της Γηροκομίτισσας, της γλυκύτατης και στοργικότατης μητέρα μας, του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου, που κραταιώνει τη διάθεση των ιεραποστόλων δηλώνοντας στον τελευταίο στίχο του ευαγγελίου του: «του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων», του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, πολιούχου της Κανάγκας, που με καλεί να επαναλάβω σε κάθε γωνιά της περιφερείας μας το «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», του Αγίου Ιεράρχου των Μυρέων Νικολάου, που εκτήσατο τη ταπεινώσει τα υψηλά, τον οποίον και υπηρέτησα επί δέκα έτη εις τον ιστορικό Ναό των Πατρών, του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου που τόσο αγάπησα από την παιδική μου ηλικία και μου έμαθε ότι «η συχνότητα που εργάζεται ο Θεός είναι η αγάπη και η ταπείνωση». Και βεβαίως του Αγίου του οποίου αναξίως το όνομα φέρω του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, που με διδάσκει ότι για να λάβεις πνεύμα, πρέπει να δώσεις αίμα.
Και νυν, Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, παραθέτω όλο μου το είναι, εις στην ευσπλαχνία του Παναγάθου Θεού και εις τα σεπτά και άγια χέρια Σας, προκειμένου με την δική Σας ευλογία και ευχή, να σπεύσω και να συναντήσω τους Καναγκαίζους και τους Κασαίτες αδελφούς μου. Σας παρακαλώ, δεηθήτε ώστε, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «την ψυχήν του ιερέως και αρχιερέως δει είναι καθαρωτέραν και αυτών των ακτίνων, ίνα μηδέποτε το Πνεύμα το Άγιον καταλιμπάνη αυτόν έρημον». Και οι ψυχές που πλανώνται τήδε κακείσε να ελκύωνται από το φως του ευαγγελίου και η ποίμνη του Χριστού συνεχώς να αυξάνονται προς δόξαν Θεού. Να εύχεσθε Μακαριώτατε το τιμόνι που σήμερα μου παραδίδετε της Ιεράς Μητροπόλεως Κανάγκας, να το κρατώ σταθερά, με φόβο Θεού, έτσι ώστε μαζί με τους Κογκολέζους αδελφούς μας, να αξιωθούμε της αρρήτου αγαλλιάσεως, της αφράστου ευφροσύνης και της απολαύσεως των ανεκλαλήτων αγαθών της Μελλούσης Ζωής και Βασιλείας.
Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
1 σχόλιο:
Ο Π.ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΙ ΜΑΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣΑΝ. ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΛΥΧΝΟΣΤΑΤΗ ΤΗΣ ΚΑΝΑΓΚΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΙΛΑΜΠΗΣ!
Δημοσίευση σχολίου