16/12/14

Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης Σεβαστιανὸς (κείμενο του Μητρ. Μεσογαίας κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ)



του Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου

20 ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Περισσότερα ἀπὸ 90 ἀπὸ τὴ γέννησή του. Ἄπειρα καὶ αἰώνια τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Μᾶς λείπει ἡ φωνὴ καὶ ἡ εἰκόνα του, τὸ πρότυπο καὶ ἡ ζωντάνια του, ὁ λόγος καὶ ἡ μαρτυρία του. Μᾶς παρηγορεῖ ἡ μνήμη του καὶ ὁ ἀπόηχος τῆς δράσεως καὶ τοῦ ἔργου του• οἱ συνεχεῖς ἐκπλήξεις τῆς αὐθεντικῆς παρουσίας του, ἡ ἀνάμνηση τῶν γεγονότων ποὺ καταδεικνύουν τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμή του, ἡ ἀποτίμηση τῆς τεράστιας πνευματικῆς προσφορᾶς του. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεχνιέται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ξεθωριάσει ὁ χρόνος ἢ νὰ τὸν σκεπάσουν οἱ νέες ἐμπειρίες. Ὅσο λειώνει τὸ σῶμα του τόσο δυναμώνει ἡ θύμησή του.

Γεννήθηκε σὲ ἕνα πεδινὸ χωριὸ τῆς Καρδίτσας ἀπὸ γονεῖς δασκάλους. Γεύθηκε τὸ σχολεῖο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Μεγάλωσε μὲ σεβασμό, ἀρχές, ἰδανικά, παιδεία, ἐθνικὴ συνείδηση, φιλοπατρία, πίστη, ὄχι ξερὲς καὶ ἀνούσιες ἀνθρωπιστικὲς ἀξίες ποὺ ἐπιπεδοποιοῦν τὴν ἱστορία, καταβροχθίζουν λαούς, ἰσοπεδώνουν πολιτισμοὺς καὶ νεκρώνουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλο σχολεῖο τότε, ἄλλο σήμερα! Μὲ χάρισμα τὴ φυσικὴ ζωντάνια καὶ τὴν αὐθεντικότητα, τὴν ἀθωότητα καὶ ὠριμότητα, αὐθόρμητος καὶ ἀρχοντικός, ὁλοκλήρωσε τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του καὶ βρέθηκε στὴν Ἀθήνα.

Γεμᾶτος ὄρεξη γιὰ σπουδή καὶ προσφορά, γνωρίζει ἱεραποστολικοὺς κύκλους καὶ ἀνθρώπους, ἐμπνέεται, ὀργανώνει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, ἀντικρύζει τὸν ἑαυτό του, ἀνακαλύπτει τὴν κλήση του, ἀφιερώνεται στὸν Θεό, διακονεῖ ὡς νεωκόρος στὴν Καπνικαρέα, ἐντάσσεται στὴν ἀδελφότητα θεολόγων «Η ΖΩΗ», ὑποτάσσεται, σὰν ἄλλος σπόρος... σαπίζει, ἑτοιμάζει τὴν καρποφορία του. Δυό χρόνια μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο, προερχόμενον ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ὡς ἐπίσκοπος ἔμελλε μετὰ ἀπὸ χρόνια ὁ ἴδιος νὰ διακονήσει καὶ νὰ ἀναδείξει, τὴν Κόνιτσα, τὸν πρωτοσυναντάει στὸ Μεσολλόγι ὡς συστρατιώτης του στὶς διαβιβάσεις. Ἡ συνυπηρέτησή τους στὸν στρατὸ τῆς πατρίδος, προμηνύει τὴν μυστικὴ συνυπηρέτησή τους στὸ εὐζωνικὸ τάγμα τῆς Ἐκκλησίας.

Σὲ λίγα χρόνια, ἀφοῦ περιῆλθε ὡς ἱεροκήρυκας καὶ πραγματικὸς ἱεραπόστολος καὶ πνευματικὸς δάσκαλος διάφορες πόλεις, τὸν συναντοῦμε στὰ Γιάννενα νὰ κρατάει στὰ χέρια του ὁλόκληρο τὸν διψαμένο γιὰ λόγο καὶ παράδειγμα ἐκεῖ λαό. Ὁ λόγος του ἁπλός, πρακτικός, κατανοητός, ἐξαιρετικὰ ζεστός, καρδιακὸς καὶ διεισδυτικός. Ἡ χροιὰ τῆς φωνῆς του, ἡ χαρακτηριστικὴ προφορά του, ἡ μοναδικὴ ἐκφραστικότητα τοῦ προσώπου του, τὸ διαπεραστικὸ καὶ πεντακάθαρο βλέμμα του συνόδευαν τὸν λόγο του, ὑπογραμμίζοντας τὴν ἀληθινότητα τοῦ κομιζόμενου μηνύματός του. Ἔπειθε ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ὅτι ὅ,τι ἔλεγε τὸ πίστευε, ἀλλὰ κυρίως ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ἦταν ἀληθινό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ νωρὶς ἀγαπήθηκε. Χωρὶς νὰ προσπαθεῖ νὰ στρογγυλεύει τὸν λόγο του καὶ νὰ ἐπιτηδεύεται στὴ συμπεριφορά του, χωρὶς νὰ ἱκανοποιεῖ ἐγωισμοὺς καὶ μικρόνοιες, ζῶντας μὲ ἀνιδιοτέλεια καὶ εἰλικρίνεια, ἔστω καὶ ἂν ἀπὸ κάποιους κάποτε ἀμφισβητήθηκε, ἀναγνωρίσθηκε. Ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος «τοῦ Σεβαστιανοῦ δὲν πρέπει οὔτε μπορεῖς νὰ τοῦ χαλάσεις χατίρι. Εἶναι τόσο καθαρός, ὅπως ὅταν τὸν γέννησε ἡ μάνα του».

Ὅλα αὐτὰ τὸν ἔκαναν νὰ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ τὴ νεότητα καὶ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀπαιτητικό της φίλτρο μὲ ἰδιαίτερη ἐπιτυχία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἔκανε ἀνώτερο κατηχητικὸ σὲ 300 μαθητὲς λυκείου ποὺ τοὺς εὕρισκε στὰ σχολεῖα, σὲ γειτονιές, ἀπὸ φίλους καὶ γνωστούς του. Αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὰ παιδιὰ οὐσιαστικὰ διαμόρφωσε τὴν προσωπικότητά του καὶ τὸν βοήθησε νὰ διατηρήσει τὸν νεανικὸ παλμὸ τῆς καρδιᾶς του μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Εἶχε ἐνθουσιασμό, ὁρμὴ καὶ πάθος γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀλήθεια, ἐπινοητικότητα, ἀποφασιστικότητα, μεγαλύτερη ἀπὸ τὰ νέα παιδιὰ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν.


Σεβόταν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία καὶ νοοτροπία ὅσο ἴσως λίγοι, εἶχε ὅμως τέτοια σαφήνεια, δύναμη καὶ ἐλευθερία στὴν ἔκφρασή του, ὥστε μπόρεσε νὰ διατηρεῖ τὴ διαφορετικότητα τῆς πνευματικῆς φυσιογνωμίας του ἐντελῶς ἀνεπηρέαστος. Δὲν κατάφερε κανένας ἰδεολογικὸς ὁδοστρωτήρας νὰ τὸν πατήσει καὶ νὰ τοῦ παραμορφώσει τὴ μοναδικότητα τοῦ προσώπου του.

Ἐκεῖ στὰ Γιάννενα δέχθηκε τὸν μεγαλύτερο αἰφνιδιασμὸ τῆς ζωῆς του. Γιὰ πρώτη φορὰ ὑποχρεώθηκε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ δὲν ἤθελε, αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ἀποτέλεσε ἐπιδίωξη καὶ ὅραμά του. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης στὰ 45 χρόνια του. Ἔπρεπε νὰ ἀφήσει τὰ Γιάννενα καὶ νὰ ἐξορισθεῖ στὴ φθίνουσα πληθυσμιακὰ ἀλλὰ μαρτυρικὴ γῆ τῆς Κονίτσης. Ἀπὸ τὴν πόλη μὲ τὸ καινούργιο πανεπιστήμιο, στὰ χωριὰ μὲ τὰ δημοτικὰ ποὺ τὸ ἕνα ἔμελλε νὰ κλείνει μετὰ τὸ ἄλλο. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τοῦ ἔδιναν ζωὴ στὸν γηρασμένο πληθυσμὸ ποὺ τὴν ἀποχαιρετοῦσε. Ἀπὸ ἕναν λαὸ ποὺ κυνηγοῦσε τὸ μέλλον σὲ ἕνα ποίμνιο ποὺ ἀγωνιζόταν νὰ μὴν ξεχάσει τὸ παρελθόν. Ἀπὸ ἕναν κόσμο ποὺ διψοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν θησαυρὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὸς τοῦ τὸν προσέφερε σὲ ἕνα ταλαιπωρημένο καὶ ξεχασμένο κόσμο ποὺ δὲν ἤξερε νὰ ἐλπίζει καὶ δὲν μποροῦσε νὰ θέλει.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀντέδρασε σὲ αὐτὴ τὴν ἀπόφαση ὅσο έλάχιστοι. Ἴσως ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἄρνηση τοῦ ἀξιώματος, ἴσως ἀπὸ ἀνάγκη νὰ συνεχίσει τὴν ἤδη μεσουρανοῦσα ἀποστολή του, ἴσως ἀπὸ ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους στοὺς ὁποίους προσφέρθηκε ὁλόκληρος, ἴσως ἀπὸ τὴν ὑποψία ὅτι πιθανὸν αὐτὴ ἡ ἐκλογὴ νὰ ἔκρυβε τὴν πονηρὴ σκοπιμότητα μιᾶς μεθοδευμένης ἐξορίας καὶ διαγραφῆς του ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ζώσης διακονίας. Πάντως ἀντέδρασε, εὐγενῶς ἀλλὰ σταθερὰ ἀρνήθηκε, παρακάλεσε γιὰ ἀνάκληση τῆς ἀποφάσεως, δὲν βιάστηκε νὰ συμβιβαστεῖ καὶ νὰ ὑποχωρήσει. Τοῦ ζητήθηκε ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ ὑποχώρησε. Εὐτυχῶς ποὺ ἔκανε τὸ λάθος! Συνήθως τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὸ δικό μας.
Σύντομα τὸν συναντοῦμε στὰ χωριὰ τῆς Κονίτσης. Παντοῦ καὶ ἀδιάκοπα νὰ περιτρέχει μονοπάτια, ἀπόμακρους οἰκισμούς, μικρὰ σχολεῖα, ἄδειες πλατεῖες, σκονισμένες ἐκκλησιές, νὰ συναντᾶ ἀνθρώπους, νὰ γεμίζει μὲ τὴν πληθωρικὴ παρουσία καὶ τὸν πλούσιο λόγο του, νὰ δίνει ξανὰ ἀγάπη, κίνηση, ζωή, χαρὰ καὶ ἐλπίδα• νὰ βρίσκει νέους, νὰ τοὺς ἐμπνέει, νὰ φτιάχνει τὸ σπίτι τους, οἰκοτροφεῖα, νὰ ὀργανώνει ἐκδηλώσεις, νὰ χειροτονεῖ ἐξαιρετικοῦ ἤθους ἱερεῖς, νὰ ξαναχτυποῦν οἱ καμπάνες. 

Αὐτοὶ ποὺ σπάνια ἔβλεπαν ἄνθρωπο καὶ περιοχὲς ποὺ δὲν εἶχαν παππὰ ἀντίκρυσαν γιὰ πρώτη φορὰ δεσπότη. Ὄχι δεσπότη περιφρουρημένο στὸ ψεύτικο καὶ κούφιο μεγαλεῖο του, ὄχι βουλιαγμένο στὴν ὑποτιθέμενη δόξα τοῦ νοσηροῦ ἐγωισμοῦ του, ὄχι ἐπισκέπτη ποὺ ἀγωνιζόταν νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸ κῦρος του, ἀλλὰ πιστὸ κάτοικο τῆς περιοχῆς τους, πατέρα καὶ κοντινὸ ἀδελφό, ὁδηγὸ καὶ συμπαραστάτη στὴν καθημερινότητά τους. Ἔκρυβε περισσότερα ἀποθέματα ζωῆς μέσα του ἀπὸ ὅσα ὅλα τὰ μέλη τοῦ ποιμνίου του μαζί. Ἔδωσε ἀναπνοὲς ζωῆς ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή. Ἔδωσε τὰ πάντα. Δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτα.

Ὅμως δὲν πρόσεξε. Ὑπερέβαλε τὶς δυνάμεις του. Δὲν ἄντεξε τὸ σῶμα του, ὁ φυσικὸς ἑαυτός του. Τὸν λύγισε τὸ φιλότιμο καὶ ἡ εὐθύνη του. Γονάτισε. Ἔλειωσε. Γιὰ κάποια χρόνια ἀχρηστεύθηκε.

Τελικὰ ἡ ψυχή του ἔδωσε ζωή στὸ σῶμα καὶ ξαναγεννήθηκε ἐκ τῆς τέφρας τῆς δοκιμασίας του. Ἐπανέκαμψε. Ἕνας ἄλλος Σεβαστιανός, πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὸν προηγούμενο, πιὸ ὁρμητικὸς ἀπὸ τὸν παλιό, πολὺ πιὸ νέος ἀπ’ ὅ,τι στὴν ἄλλοτε νεανικὴ ἡλικία του. Στὸ μεταξὺ κατασκευάστηκε καὶ ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο τὸν Α΄ ὁ Προσκυνηματικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στὴν Κόνιτσα. Δὲν εἶναι τόσο ὅτι ὅλα ἔγιναν πολὺ ὄμορφα καὶ γρήγορα, οὔτε ὅτι ἀποδείχθηκε ἡ δραστηριότητά του καὶ ἡ ἀνταπόκριση τῶν ἀρχῶν καὶ τοῦ κόσμου. Εἶναι ὅτι δημιουργήθηκε ἕνας ἐμβληματικὸς ναὸς γιὰ νὰ στεγάζει τὸ ἀναγεννητικὸ κήρυγμα τοῦ σύγχρονου Πατροκοσμᾶ καὶ νὰ δώσει ἐλπίδα στὸν ἀναστεναγμὸ τοῦ φυλακισμένου ποιμνίου, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βλέπει, γιατὶ τοῦ σφράγισαν τὰ μάτια• μόνο λίγο μποροῦσε νὰ ἀκούει, γιατὶ ἡ φωνὴ τοῦ Σεβαστιανοῦ ἦταν πολὺ δυνατὴ καὶ ἔφτανε μακριά• καὶ περισσότερο μποροῦσε νὰ φαντάζεται καὶ νὰ ὀνειρεύεται, γιατὶ ἡ ψυχὴ καὶ ἡ πίστη του ἦταν ἀκόμη ζωντανές.

Ὁ ἀγώνας του γιὰ τὰ δικαιώματα καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς Βορείου Ἠπείρου μετέφεραν τὴν Κόνιτσα ἀπὸ τὴν ἀφάνεια στὴν ἐπικαιρότητα καὶ ἀπὸ τὴν περιφέρεια στὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος, συσπειρώνοντας ὅλον τὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς πατρίδας μας γύρω ἀπὸ ἕνα θέμα εὐρείας ἐθνικῆς σημασίας, ἀναντίλεκτης ἀνθρωπιστικῆς σπουδαιότητος καὶ ἐμφανῶν πνευματικῶν προεκτάσεων.

Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἐξελέγη Μητροπολίτης, Ὑπέρτιμος καὶ Ἔξαρχος Βορείου Ἠπείρου, καθὼς ἡ ἄνοδός του στὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Δρυϊνουπόλεως συνέπεσε μὲ τὴν συνταγματικὴ ἀπαγόρευση τῆς θρησκείας καὶ τῆς θείας λατρείας στὴν Ἀλβανία, καθιστώντας την τὴν μοναδικὴ χώρα στὸν κόσμο ποὺ νομικὰ θέσπισε κάθε ἀναφορὰ στὸν Θεὸ ποινικὸ ἀδίκημα, ὑποσχέθηκε ἄνευ ὅρων ἀγώνα ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων τῶν σκλαβωμένων Βορειοηπειρωτῶν ἀδελφῶν μας. Ἀφοῦ ὀργάνωσε τὴ Μητρόπολή του, ἀφοῦ ἰσχυροποίησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ βάση του, ἀφοῦ οἰκοδόμησε τὸ σῶμα τῶν πιστῶν συνεργατῶν του, ἀνέδειξε τὸ Βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα στὴν πολιτικὴ σκηνὴ καὶ τὸ ἔκανε σημαία καὶ λάβαρο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα του. Ἡ Κόνιτσα τῆς ἀφάνειας ἔγινε γνωστὴ σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Ἔδεσε μὲ ἐπιτυχία τὴν φιλοπατρία μὲ τὴν πίστη καὶ ἔδωσε στὸ ἐθνικὸ θέμα χριστιανικὴ διάσταση. Τὸν πολέμησαν μὲ ὅπλα τὴ συκοφαντία, τὴν παραπλάνηση, τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς ἐκφοβισμοὺς καὶ δὲν πτοήθηκε. Προσπάθησαν νὰ τὸν ξεγελάσουν, νὰ τὸν κολακεύσουν, νὰ τοῦ ὑποσχεθοῦν. Τὸν κατηγόρησαν ὡς ἀναρμόδιο. Δὲν τὰ κατάφεραν. Τὸν ἀποκάλεσαν ἐθνικιστή, φασίστα καὶ πατριδοκάπηλο σὲ μέρες ποὺ ἡ ἀντεθνικὴ προπαγάνδα ἀπέκτησε θεσμικὴ πολιτικὴ κατοχύρωση. Ὁ ἄνθρωπος τῆς γενικευμένης ἀναγνώρισης στὴν κοινωνία τῶν Ἰωαννίνων ἀπέκτησε ἐχθροὺς μέσα στὴν Κόνιτσα καὶ ἀνάμεσα στὰ κατευθυνόμενα ἀπὸ σκοπιμότητες καὶ συμβιβασμοὺς ὄργανα τῶν βορειοηπειρωτῶν τῆς ἐλεύθερης πατρίδας, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦσαν νὰ ξεχάσουν τοὺς σκλαβωμένους συγγενεῖς τους παρὰ νὰ ἀκούσουν τὸν ἀναστεναγμό τους ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Σεβαστιανοῦ. Ὅμως «τόξον δυνατῶν ἠσθένησεν καὶ οἱ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν».

Ὁ ἤρεμος, πρᾶος καὶ ἁγνὸς ἡρωισμὸς καὶ ἡ τόλμη του ἐνέπνευσαν νέα παιδιὰ καὶ τὰ συσπείρωσαν κοντά του. Ἡ νεολαία του χωρὶς καμμία ἀμφιβολία ἢ ἀνόητη ὑπερβολὴ ἦταν ὅχι πολυάριθμη ἀλλὰ ἡ δυνατότερη νεολαία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Γιατὶ δὲν στηριζόταν στὴν ὀργὴ τοῦ ἀδικημένου οὔτε στὴν ἀγανάκτηση καὶ τὸν ἐγωισμὸ τοῦ φανατισμένου ποὺ φιλοδοξει νὰ γίνει ἥρωας. Τὸ θεμέλιό της ἦταν καθαρὰ πνευματικό. Εἶχε πίστη στὸν Χριστό, ἀνιδιοτέλεια, πάθος γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ δίκαιο, ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ξεχασμένο καὶ σκλαβωμένο. Ἡ ΣΦΕΒΑ δὲν κατέβηκε στὸν δρόμο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει κάποιες σκοπιμότητες ἢ νὰ προβάλει τὸ φιλόδοξο ὅραμα ἑνὸς φαντασμένου Ἱεράρχη, οὔτε ἀργότερα ὁ ΠΑΣΥΒΑ ὀργάνωσε συνέδρια γιὰ νὰ βροῦν ἀντικείμενο ἐνασχόλησης κάποιοι παροπλισμένοι ἐκπαιδευτικοί, στρατηγοὶ καὶ διπλωμάτες. Ὅλα γίνονταν γιὰ ἕναν ἱερὸ σκοπό• γιὰ νὰ ἀκουσθεῖ ἡ φιμωμένη φωνὴ τῶν βορειοηπειρωτῶν ἀδελφῶν μας καὶ νὰ ὁμολογηθεῖ στὸν ναρκωμένο κόσμο μας ἡ πίστη στὸν Χριστό. Ὁ Σεβαστιανὸς αὐτοανακηρύχθηκε πρέσβυς τῶν ἀδικημένων, ἐκπρόσωπος τῶν σκλαβωμένων, κραυγὴ τῶν προδωμένων, παρηγορία τῶν πονεμένων, ἀνύστακτος προστάτης τῶν διωκομένων καὶ μόνιμος πονοκέφαλος τῶν ἔνοχα συμβιβασμένων πολιτικῶν καὶ δῆθεν ἰσχυρῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Πάντα πρᾶος καὶ δυναμικὸς μαζί. Ταπεινὸς καὶ σεμνὸς παρὰ τὴ δημόσια προβολή του, ἀκούραστος παρὰ τὴν ἀσθενικὴ φύση του, ἱεραποστολικὸς καὶ μοναχός ταυτόχρονα. Ἡ μυστικὴ κραυγὴ τῆς καρδιᾶς του πιὸ εὔλογη ἀπὸ τὸ χαρισματικὸ στόμα του. Ἕνας πονεμένος ἄρχοντας μὲ ἐκεῖνο τὸ ἔξυπνο χαμόγελο, ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ ἀλάνθαστης σκέψης. Λεβέντης πραγματικός!

Μὲ τὰ ὑλικὰ εἶχε ἰδιάζουσα σχέση. Ἀνοιχτοχέρης, φιλόξενος, δοτικὸς στοὺς ἄλλους, ὁλοκληρωτικὰ αὐτοπροσφερόμενος. Καθόλου νοσηρὰ προστατευόμενος καὶ ἀσφαλιζόμενος. Ὁ ἴδιος ὀλιγαρκής, καὶ ὄχι μόνον. Φτωχὸς κατ’ ἐπιλογήν. Τὰ ροῦχα του πάντα στὸ ὅριο τῆς φθορᾶς. Ἀπὸ ἀρχιερατικά τὰ ἀναγκαῖα. Εἶχα τὴν εὐλογία, τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του νὰ διανυκτερεύσω στὸ κελλί του. Κελλὶ ἀσκητῆ, οὔτε κἂν συνήθους μοναχοῦ. Μιὰ κουρελοῦ στὸ πάτωμα. Ἕνα κρεβάτι σιδερένιο νοσοκομειακό, παλαιοῦ τύπου μὲ σοῦστες, στρῶμα βαμβακερό, πατημένο, σκεπασμένο μὲ μιὰ ὑφαντὴ παλιὰ κουβέρτα. Μιὰ ξυλόσομπα κυλινδρικὴ μαντεμένια. Λίγα ράφια μὲ τὰ ἀπαραίτητα βιβλία, Καινὴ Διαθήκη, Προσευχητάρι, Ὡρολόγιο κ.λπ. Κανὰ δυὸ εἰκόνες ἁπλές. Ἕνας μικρὸς σταυρός. Ἀπέναντι στὸν τοῖχο κρεμασμένα δύο ζωστικά παλιά, τὸ ἕνα ἐμφανῶς ξεθωριασμένο, καὶ ἕνα παντελόνι, τὸ ὁποῖο ὅταν ἀργότερα τὸ κληρονόμησα διαπίστωσα ὅτι ἦταν λειωμένο καὶ μπαλωμένο. Εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ σχίζεται. Ἕνα δωμάτιο γεμᾶτο ἀλήθεια, χωρὶς κανένα βάρος ματαιότητος. Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύονταν ὁ κόσμος τὰ χρήματα καὶ τὶς οἰκονομίες του, αὐτὸς ποὺ διαχειριζόταν ἑκατομμύρια δραχμές, αὐτὸς ποὺ τάιζε καὶ ἔντυνε χιλιάδες πεινασμένους, δὲν εἶχε οὔτε σκέψη νὰ κρατήσει κάτι γιὰ τὶς ὑποτιθέμενες ἀνάγκες του.

Στὶς μέρες του, ἡ Κόνιτσα εἶδε κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε φαντασθεῖ. Τὰ ξενοδοχεῖα της γέμιζαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Σεβαστιανοῦ, τὰ μαγαζιὰ λειτουργοῦσαν χάρις σ’ αὐτόν. Στὴν ἀξέχαστη κηδεία του περισσότεροι ἀπὸ 12.500 ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς Ἑλληνικῆς γῆς καὶ ὄχι μόνον, ἔτρεξαν νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἀναγνώρισή τους στὸν ἥρωα καὶ πατέρα τους, στὸ πρότυπο καὶ παράδειγμά τους.
Πέρασαν εἴκοσι χρόνια ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, καὶ ἡ ζωή του δὲν μπορεῖ νὰ διαγραφεῖ ἀπὸ τὴν ὀθόνη τῶν ἀναμνήσεών μας. Γεγονότα, περιστατικά, συζητήσεις, λόγια, ἐντυπώσεις ἔρχονται καὶ ἐπανέρχονται ἐνισχυμένα μέσα μας. Ρίχνοντας μιὰ ματιὰ στὴ σύγχρονη πραγματικότητα, ζῶντας μιὰ ὕπουλη πνευματικὴ ὑποδούλωση κάτω ἀπὸ ἐξαιρετικὰ ἀπειλητικὲς συνθῆκες γιὰ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἔθνους μας, ψάχνοντας ἀπεγνωσμένα κι ἐμεῖς γιὰ τὴν παρηγοριὰ μιᾶς ἀνάλογης προφητικῆς παρουσίας στὶς μέρες μας, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ μεγάλοι εἶναι σπάνιοι καὶ ἀδιάδοχοι, καὶ ὅτι τέτοιοι δὲν γεννιῶνται ἀπὸ μόνοι τους, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοὺς δίνει ὅποτε καὶ σὲ ὅποιους Ἐκεῖνος κρίνει. 

Ὡστόσο, ἐμεῖς πρὶν καταρρεύσουμε ἀπὸ ἀπογοήτευση γιὰ τὴ σημερινή μας παρακμή, κρατιόμαστε πάνω στὸν ἀντίλαλο τῆς δυνατῆς φωνῆς του στὸ Μαυρόπουλο καὶ στὴν κοιλάδα τοῦ Δρίνου ποταμοῦ κάθε Πάσχα: «Κουράγιο, ἀδελφοί μας Βορειοηπειρῶτες, μὴν ἀποκάμνετε! Δὲν εἶσθε μόνοι. Κοντά σας εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ Θανάτου, ὁ Ἀναστὰς Κύριος. Αὐτὸς πιστεύομεν ἀκραδάντως, σύντομα θὰ δώσει καὶ τὴν ἰδικήν σας ἀνάστασιν, τὴν ἀνάστασιν τῆς Βορείου Ἠπείρου. Καὶ ὅλοι μαζὶ ἐν ἀγαλλιάσει θὰ ψάλλουμε τὸν νικητήριο παιᾶνα: Χριστὸς Ἀνέστη καὶ ἡ Βόρειος Ἤπειρος Ἀνέστη!».

Κι ἐμεῖς, ὅσοι κρατᾶμε τὴν πίστη, τὴν ὁμολογία καὶ τὴν προσευχή μας, δὲν ἀποκάμνουμε, γιατὶ πιστεύουμε ὅτι ὁ Σεβαστιανὸς ζεῖ. Μόνο ποὺ ἐμεῖς ζῶντας στὰ ἑλληνοχώρια τῆς γήινης σκλαβιᾶς μας, μὲ σβησμένα τὰ φῶτα τῶν πνευματικῶν πόθων μας, σὰν ἄλλοι φοβισμένοι βορειοηπειρῶτες, ἀκοῦμε ἀπὸ τὸ Μαυρόπουλο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καθὼς αὐτὸς γιορτάζει τὸ αἰώνιο Πάσχα στὶς κορυφές της, στεντόρια τὴ φωνή του νὰ ἀντηχεῖ στὰ αὐτιά μας παρηλλαγμένη: «Κουράγιο περιλειπόμενοι, ἀδελφοί μου, ὅσοι κρατιέστε στὴν πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὴν ἀγάπη στὴν Ἑλλάδα, μὴν ἀποκάμετε μὲ ὅσα βλέπετε. Δὲν εἶσθε μόνοι. Κοντά σας εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ Θανάτου, ὁ Ἀναστὰς Κύριος. Σύντομα θὰ περάσει ὁ πνευματικὸς διωγμός καὶ ὅλοι μαζὶ ἐν ἀγαλλιάσει θὰ ψάλλουμε τὸν νικητήριο παιᾶνα: Χριστὸς Ἀνέστη καὶ ἡ Ἑλλάδα μας κι ὁ κόσμος μας Ἀνέστη!».

* Παρουσίαση στἠν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 30.11.2014 καὶ στὴν Κόνιτσα,14.12.2014 (20 ἐτῶν ἀπὸ τῆς κοιμήσεως τοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: