Δὲν
μπορῶ νὰ κλείσω μάτι! Δὲν μὲ πιάνει ὁ ὕπνος μὲ τίποτε! Τί φοβερὸ μαρτύριο! Νὰ
νυστάζεις καὶ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ κοιμηθεῖς. Νὰ πέφτεις κατάκοπος στὸ κρεβάτι καὶ
νὰ μὴν μπορεῖς νὰ κλείσεις μάτι. Νὰ ὑποφέρεις ἀμέτρητες νύχτες περιμένοντας μέσα
στὸ σκοτάδι πότε νὰ ξημερώσει.
Στὴν
ἐποχή μας τὸ πράγμα ἔχει παραγίνει. Ἀμέτρητοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ φοβερὸ
μαρτύριο τῆς ἀϋπνίας. Κι ὅταν τὸ πρωὶ σηκώνονται, κουβαλοῦν μαζί τους σῶμα
κουρασμένο, μυαλὸ θολωμένο καὶ ψυχὴ ταλαιπωρημένη ἀπὸ τὴν ἀϋπνία.
Δὲν
εἶναι μικρὸ τὸ μαρτύριο τῆς ἀϋπνίας. Ὁ ὕπνος ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀνάγκες
τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ὁ ὕπνος εἶναι
γλυκύτερος καὶ ἀναγκαιότερος ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀπόλαυση καὶ χρησιμότερος ἀπὸ κάθε τροφή...
Δὲν εἶναι τόσο σπουδαῖο νὰ κοιμᾶσαι πάνω σὲ ἁπαλὸ στρῶμα, ὅσο τὸ νὰ κοιμᾶσαι ἐπειδὴ
νυστάζεις» (PG 54, 674). «Ὁ ὕπνος τῆς νύχτας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα φάρμακα.
Θεραπεύει
ἀρρώστιες καὶ μᾶς ἁπαλλάσσει ἀπὸ
μύριους πόνους καὶ κόπους. Δὲν ἀποτελεῖ φάρμακο μόνο γιὰ τὸ σῶμα μας ἀλλὰ καὶ
γιὰ τὴν ψυχή, γιατὶ ἀναπαύει τὶς πονεμένες ψυχές (PG 49, 98).Τί φταίει ὅμως καὶ
δὲν μᾶς πιάνει ὁ ὕπνος, δὲν μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὰ βλέφαρά μας, νὰ κοιμηθοῦμε;
Ἕνας λόγος εἶναι τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ζωῆς μας. Εἶναι διάφορα θέματα ποὺ φαντάζουν ἄλυτα καὶ
μᾶς δημιουργοῦν ἔνταση καὶ νευρικότητα, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴ νύχτα.
Αὐτὰ μᾶς κάνουν νὰ ἀσχολούμαστε στὸ κρεβάτι μὲ λογαριασμοὺς ἢ νὰ
προγραμματίζουμε τὰ σχέδια τῆς ἄλλης ἡμέρας. Κατ’ ἀνάγκην κατόπιν στριφογυρίζουμε
στὸ κρεβάτι, πάσχουμε, ὑποφέρουμε, γινόμαστε κουρέλι.
Ὅταν μάλιστα ὅλα αὐτὰ συνδυάζονται μὲ τὸ στρές, τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀγωνία
ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ψυχή μας ὅλη τὴν ἡμέρα, τότε τὰ πράγματα δυσκολεύουν ἀκόμη
περισσότερο. Ἂν τὴν ἡμέρα ἔχουμε ἀγωνία γιὰ τὸ πῶς θὰ προλάβουμε τὶς δουλειές,
πῶς θὰ πληρώσουμε τοὺς λογαριασμούς, πῶς θὰ τὰ βγάλουμε πέρα, τότε παραλύουμε τελείως. Ἡ ὑπερκόπωση, σωματικὴ καὶ ψυχική, δὲν
ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερο ὕπνο ἀλλὰ σὲ ἀϋπνία.
Ὑπάρχουν
βέβαια καὶ περιπτώσεις ποὺ οἱ ἄνθρωποι χρειάζονται ἰατρικὴ βοήθεια καὶ
φαρμακευτικὴ ὑποστήριξη. Ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχουν παθολογικὰ αἴτια,
πῶς μποροῦμε νὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα τῆς ἀϋπνίας;
Αὐτὸ
ποὺ πρέπει κυρίως νὰ καταλάβουμε εἶναι ὅτι ὅλη μας ἡ ζωὴ εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ζητᾶ καθημερινὰ νὰ τὴν ἐναποθέτουμε στὰ
χέρια τοῦ Θεοῦ! «Πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», μᾶς λέει. Ὁλάκερη
τὴ ζωή μας νὰ τὴν παραθέτουμε μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριό μας.
Εἶναι
χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ περνοῦσε φοβερὴ
δοκιμασία, ὅπου κινδύνευε νὰ θανατωθεῖ, ἐμπιστευόταν ἀπόλυτα τὴ ζωή του στὸν Θεὸ
κι ἔγραφε στὸν 3ο Ψαλμό: «Ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί
μου» (γ΄ 6-7). Στὶς δύσκολες δηλαδὴ στιγμὲς ποὺ περνῶ δὲν ἔχασα τὸ θάρρος μου
καὶ τὴν εἰρήνη μου, ἀλλὰ μολονότι μὲ ἔχουν κυκλώσει τόσοι ἐχθροί, κοιμήθηκα τὴ
νύχτα ἥσυχος μὲ ἤρεμο καὶ βαθὺ ὕπνο. Καὶ τὸ πρωὶ σηκώθηκα γεμάτος θάρρος καὶ ἐλπίδα,
διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος θὰ μὲ βοηθήσει καὶ θὰ μὲ προστατεύσει.
Ἀλλὰ
καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου εἶναι πολὺ διδακτικό. Ἐκεῖνος, ἐνῶ ἦταν ἐπὶ
μέρες φυλακισμένος στὰ δεσμωτήρια τοῦ Ἡρώδη, τὴν τελευταία νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴν ὁρισμένη
ἡμέρα τῆς θανατικῆς του ἐκτελέσεως, κοιμόταν ἀτάραχος. «Τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ
Πέτρος κοιμώμενος». Καὶ ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ γεγονὸς λέγοντας: «Δὲς
τὸν Πέτρο πῶς κοιμᾶται καὶ δὲν βρίσκεται σὲ ἀγωνία καὶ φόβο. Ἀκριβῶς ἐκείνη τὴ
νύχτα ποὺ τὴν ἑπομένη ἐπρόκειτο νὰ ὁδηγηθεῖ στὸν θάνατο, κοιμόταν. Διότι εἶχε ἀφήσει
τὰ πάντα στὸν Θεό». Ἕνα μόνο βῆμα τὸν χώριζε ἀπὸ τὸν θάνατο, αὐτὸς ὅμως ἦταν εἰρηνικός.
Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια θὰ γράψει πρὸς τοὺς πιστούς: «Πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν
ἐπιρρίψαντες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 7). Ὅλες δηλαδὴ
τὶς ἀγωνίες σας ἀφῆστε τες μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο, διότι Αὐτὸς νοιάζεται γιὰ
σᾶς.
Θὰ
μπορούσαμε ἐμεῖς ἄραγε νὰ μοιάσουμε ἔστω καὶ λίγο στὸν ἀπόστολο Πέτρο ἢ στὸν
βασιλιὰ Δαβίδ; Νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὰ βάσανά μας καὶ τὰ
προβλήματα τῆς κάθε ἡμέρας στὸν Κύριό μας; Ἂς τὸ κάνουμε.
Καὶ μὲ θερμὴ προσευχὴ νὰ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ πάρει ἀπὸ πάνω μας τὸ μαρτύριο τῆς ἀϋπνίας
ἢ τουλάχιστον νὰ μᾶς κρατᾶ εἰρηνικοὺς κατὰ τὶς δύσκολες ὧρες τῆς ἀϋπνίας μας.
Ἡ
Ἐκκλησία μας στὸ ἱερὸ Εὐχολόγιο ἔχει εἰδικὴ εὐχὴ γιὰ τὸν
ὕπνο. Ἀλλὰ καὶ στὸ ἱερὸ Ἀπόδειπνο προσευχόμαστε καθημερινὰ
στὸν Κύριο νὰ χαρίσει σὲ μᾶς ποὺ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κοιμηθοῦμε,
«ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς» καὶ «ὕπνον ἐλαφρόν». Μὲ πίστη λοιπὸν καὶ προσευχὴ
νὰ πέφτουμε κάθε βράδυ νὰ πλαγιάσουμε. Καὶ ὁ ἅγιος Θεὸς θὰ εἰρηνεύει τὴν καρδιά
μας, θὰ ἔρχεται νὰ μᾶς συντροφεύει στοργικὰ στὶς τυχὸν ὧρες τῆς ἀϋπνίας μας καὶ
θὰ μᾶς χαρίζει ὕπνο γλυκὺ καὶ εἰρηνικό.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας λένε ὅτι ἄλλος βασικὸς λόγος ποὺ μπορεῖ νὰ
προκαλέσει ἀϋπνία, εἶναι τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη. Ὑπάρχουν
ἀσφαλῶς καὶ πολλοὶ ἄλλοι λόγοι ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προκαλοῦν ἀϋπνία καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους
μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουμε καμιὰ εὐθύνη.
Τὰ
πάθη ὅμως εἶναι ἡ πιὸ σοβαρὴ αἰτία ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπομακρύνει τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὴν
ψυχή μας καὶ τὸν ὕπνο ἀπὸ τὸ σῶμα μας. Λέει σχετικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος ὅτι «τὰ πάθη καταστρέφουν ἀκόμη καὶ τὴν ἀνάπαυση ποὺ δίνει ἡ φύση
μας, καὶ ἀφαιροῦν τελείως τὸν ὕπνο μας.
Ἀντίθετα
ὅσοι εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ πάθη ἔχουν εἰρηνικὴ ζωὴ καὶ τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα».
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ ἀπολαμβάνοντας τέτοια εἰρήνη ἔλεγε: «Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ
τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἐλπίδι κατῴκισάς
με» (Ψαλ. δ΄ [4] 9). «Θὰ κοιμηθῶ δηλαδὴ ἥσυχος καὶ εἰρηνικός, μὲ τὴν ἐλπίδα μου
ἀκλόνητη σὲ Σένα, καὶ θὰ χορτάσω ὕπνο, διότι Ἐσύ, Κύριε, μοῦ προσφέρεις τὴν προστασία
Σου».
Ἀλλὰ
καὶ οἱ Παροιμίες τοῦ Σολομῶντος ἀναφέρουν ὅτι ὁ εἰρηνικὸς ἄνθρωπος, ποὺ τηρεῖ τὶς
ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν πέφτει νὰ κοιμηθεῖ, θὰ κοιμᾶται εὐχάριστα: «Ἐὰν καθεύδῃ,
ἡδέως ὑπνώ σει» (γ΄ 24). Ἀντίθετα οἱ ἀσεβεῖς δὲν μποροῦν νὰ κλείσουν μάτι,
διότι «ἀφῄρηται ὁ ὕπνος αὐτῶν, καὶ οὐ κοιμῶν ται» (δ΄ 16).
Χαρακτηριστικὸ
παράδειγμα εἶναι αὐτὸ τοῦ βασιλιᾶ Δαρείου, τὸν ὁποῖο ἐκβίασαν καὶ ἀναγκάστηκε νὰ
ρίξει τὸν προφήτη Δανιὴλ στὸ λάκκο τῶν λεόντων· κατόπιν, ἀναστατωμένος ἀπὸ τὶς τύψεις
του, «ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἄδειπνος... καὶ ὁ ὕπνος ἀπέστη ἀπ’
αὐτοῦ» (Δαν. ς΄ 18). Ἐπέστρεψε στὸ ἀνάκτορό του καὶ ἀπὸ τὴ βαθιά του λύπη καὶ τὸν
ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς του ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ χωρὶς νὰ φάει τίποτε, καὶ ὁ ὕπνος
τὸν ἐγκατέλειψε. Ἔμεινε ὅλη τὴ νύχτα ἄϋπνος μέσα στὴν ἀγωνία καὶ τὴν ἀναστάτωση.
Στὸ
βιβλίο τῆς Σοφίας Σειρὰχ πάλι διαβάζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ
τὰ πάθη του δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθεῖ, διότι κυριαρχοῦν στὴν καρδιά του ἡ
παραφορά, ἡ ζήλεια, ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ἀναστάτωση, οἱ ἀντιπάθειες καὶ οἱ
φιλονικίες· τελευταῖος δὲ νυκτερινὸς ἐπισκέπτης τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται ὁ
φόβος τοῦ θανάτου, ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀναπαυθεῖ καθόλου οὔτε τὴ μέρα οὔτε τὴ
νύχτα. Ἀλλὰ κι ὅταν καταφέρει νὰ κοιμηθεῖ ἔστω καὶ γιὰ λίγο, δὲν ἔχει ἥσυχο ὕπνο,
διότι ταράζεται ἀπὸ τοὺς ἐφιάλτες του» (μ΄ 5-6).
Κι
ἀλήθεια πῶς νὰ κλείσει μάτι ὁ φθονερός, ὅταν ὅλη τὴ νύχτα σκέφτεται πῶς θὰ
βλάψει αὐτὸν ποὺ φθονεῖ; Πῶς νὰ κλείσει μάτι ὁ πλεονέκτης ὅταν ὅλη τὴ νύχτα σὰν
τὸν ἄφρονα πλούσιο σκέφτεται πῶς θὰ μεγαλώσει τὶς ἐπιχειρήσεις του καὶ θὰ αὐξήσει
τὰ κέρδη του; Πῶς νὰ κλείσει μάτι ὁ ἐγκληματίας, ὅταν ὅλη τὴ νύχτα τὸν
βασανίζουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεώς του;
«Οἱ
ἄνθρωποι», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ποὺ εἶναι αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν τους, ὅπως
οἱ φθονεροί, οἱ ζηλιάρηδες, οἱ πλεονέκτες, πουθενὰ δὲν μποροῦν νὰ εἰρηνεύσουν· ἀκόμη
καὶ στὸ κρεβάτι τους ὑποφέρουν ἀπὸ τὰ βέλη τῶν παθῶν τους· καὶ γι’ αὐτὸ αἰσθάνονται
μέσα τους καὶ γύρω τους διαρκῶς θορύβους, κραυγές, θρήνους καὶ ἄλλα πολλά. Ἐνῶ
οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται νὰ καταπολεμοῦν τὰ πάθη τους, κι ὅταν εἶναι ξύπνιοι
χαίρονται τὴ ζωή τους, ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα ἀπολαμβάνουν τὸν ὕπνο μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση».
Διότι ὁ Κύριος χαρίζει «τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ ὕπνον» (Ψαλ. ρκς΄ [126] 2).
Φυσικὰ
δὲν εἶναι μόνο τὰ πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ ἢ τῆς σαρκολατρίας ποὺ μᾶς κάνουν νὰ
χάνουμε τὸν ὕπνο μας. Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι δυστυχῶς ἔχουμε
μάθει στὶς καταχρήσεις, στὴν πολυφαγία, στοὺς πολλοὺς καφέδες, στὴν ἄστατη ζωή,
καὶ ὑποφέρουμε. Ἰδιαιτέρως ἡ βραδινὴ πολυφαγία καὶ ἡ μέθη
μποροῦν νὰ μᾶς κρατήσουν ἄγρυπνους καὶ ἀνειρήνευτους ὅλη τὴ νύχτα. Γι’ αὐτὸ καὶ
οἱ ἱερoὶ Πατέρες μᾶς συνιστοῦν νὰ μὴν εἴμαστε κοιλιόδουλοι. Ἰδιαιτέρως δὲ τὸ
βράδυ νὰ τρῶμε λίγο γιὰ νὰ ἔχουμε καλὸ ὕπνο. «Ὁ καλὸς ὕπνος ἔρχεται μὲ μισογεμισμένο
στομάχι», γρά φει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 60, 133). Καὶ στὴ Σοφία Σειρὰχ
διαβάζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τρώει λίγο τὸ βράδυ «ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ οὐκ ἀσθμαίνει»
(λα΄ 19).
Καθὼς
λοιπὸν ὅλοι θέλουμε νὰ ἔχουμε ὕπνο γλυκό, εἰρηνικό, ξεκούραστο, ἂς καταλάβουμε
πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὅτι χάνουμε κυρίως τὸν ὕπνο μας, ὅταν εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν
μας, ἀφοῦ ἔχουμε ἔτσι ἀνάστατη τὴν ψυχή μας. Καὶ βέβαια, ὅταν ἔχουμε ἀϋπνίες, ἀκόμη
κι ὅταν δὲν φταῖμε γι’ αὐτές, ἀντὶ νὰ στριφογυρίζουμε στὸ κρεβάτι, νὰ καταφεύγουμε
στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ κοιμηθοῦμε εἶναι νὰ στραφοῦμε μέσα
στὴ νύχτα στὸν Θεό. Καὶ νὰ Τὸν παρακαλοῦμε ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ κλείσουμε
μάτι, νὰ μᾶς φέρει Ἐκεῖνος «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς», «ὕπνον ἐλαφρὸν καὶ
πάσης σατανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον». Καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς θὰ γίνει ἵλεως
καὶ στὴ δική μας ταλαιπωρία. Καὶ θὰ ἔρχεται νὰ μᾶς συντροφεύει στοργικὰ τὶς ὧρες
τῆς ἀϋπνίας καὶ νὰ μᾶς χαρίζει ὕπνο γλυκὺ καὶ εἰρηνικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου