Αφηγείται ο Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος
Είχε στο Άγιον Όρος ένα Ρώσο μοναχό. Ο καημένος μεθούσε. Τον μάζευαν από τους δρόμους. Τον πρόλαβα και εγώ αυτόν. Τον κορόιδευαν οι κοσμικοί όταν τον έβλεπαν μεθυσμένο καμιά φορά. Πηγαίναμε στον Άγιο Παΐσιο και λέγαμε τι θα γίνει γέροντα με αυτό τον άνθρωπο, πάει και στο λεωφορείο που έρχεται ο κόσμος και τον βλέπουν μεθυσμένο . Ήμουν και εγώ σκανδαλισμένος μαζί του.
Κοίταξε μας λέει, μην σκανδαλίζεσαι, αυτό το γεροντάκι είναι ενάρετο, αλλά να τι συμβαίνει. Επειδή είναι γέρος και κάνει πολύ κρύο και δεν έχει ξύλα να ζεσταθεί ο καημένος, πάει και πίνει λίγο κρασί, πίνει, πίνει κρασί να ζεσταθεί και από το πολύ κρασί μεθά κιόλας. Να τον βλέπεις με συμπάθεια, έχει αρετή.
Και ξέρετε αυτό το γεροντάκι, πράγματι ήταν όπως έλεγε ο γέροντας (Παΐσιος), διότι ενώ ήταν περιφρονημένος και όλοι τον αποφεύγαμε και μάλιστα είχε στο Άγιον Όρος κάτι ξυλάδες και του έλεγαν κάτι επίθετα ξέρω γω, έτυχε να έρθει στο μοναστήρι μας να γηροκομηθεί τις τελευταίες μέρες και αυτό το γεροντάκι προέβλεψε τον θάνατό του.
Θυμάμαι ήταν Σάββατο και είχα περάσει από εκεί στο γηροκομείο που είχαμε στο μοναστήρι και τον φροντίζαμε και μου λέει την Δευτέρα θα πεθάνω. Λέω τι ώρα παππού; Λέει 10.10 με το βυζαντινό δηλαδή, την ώρα του εσπερινού, είναι γύρω στις 4 απογευματινή. Λέω καλά. Και μου λέει να ειδοποιήσω τον υποτακτικό του που έμενε στην Ιβήρων ότι θα πεθάνει και αυτός την ίδια μέρα, θα φύγουμε μαζί.
Ε λέω, τι θα του πούμε τώρα; Θα του πούμε, θα τον πάρουμε τηλέφωνο να του πούμε ότι την Δευτέρα θα πεθάνεις; Όχι μπρε λέει. Αυτός ήταν και Ρώσος. Όχι μπρε. Να πεις να ετοιμαστεί να φύγουμε, να έρθει να συγχωρεθούμε, να του δώσω την ευχή μου, να μου δώσει την ευχή, να φύγουμε. Ε τέλος πάντων, πράγματι του είπαμε ότι ξέρεις, ο γέροντας λέει ότι θα πεθάνετε την Δευτέρα.
Εκείνος ήταν Ρουμάνος. Άλλος απλώς εκείνος. Λέει ναι, αλήθεια; Να έρθω να πάρω την ευχή του γέροντα. Ασπάστηκαν, φιλήθηκαν. Λέει τι ώρα θα πεθάνουμε; Η ώρα 10. Πέρασε το Σάββατο. Εξομολογήθηκε το Σάββατο, κοινώνησε την Κυριακή, κοινώνησε την Δευτέρα. Το μεσημέρι ξαναπαίρνω. Λέω παππού θα φύγεις; Λέει, ακόμα δεν είναι 10. Χτύπησε για τον εσπερινό και εγώ έμεινα πάνω.
Ο παππούλης ήταν στο κρεβάτι, γεροντάκι και άρχισε να ψυχορραγεί. Όταν τελείωσε ο εσπερινός, άνοιξε τα μάτια του και τα χέρια του και λέει. Νατο το Παναγία! Και αμέσως πέθανε. Είδε την Παναγία μπροστά του και η Παναγία πήρε την ψυχή του. Αυτού του ανθρώπου παιδιά, που οι άλλοι τον έβλεπαν σαν μπεκρή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου