7/8/23

Αλεξανδρεύς: Για μια Μεταμόρφωση που δεν ήρθε (ακόμα)

 


Για μια Μεταμόρφωση που δεν ήρθε  (ακόμα)

Το εκκλησάκι της κατασκήνωσης ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Μικρό κι απέριττο, με χτιστό μόνο το ιερό κι ένα υπόστεγο να υποδηλώνει τον κυρίως ναό μπλεκόταν με τα μεγάλα πεύκα που το περιτριγύριζαν.

Το γνώρισα σαν πήγα πρώτη φορά στην κατασκήνωση. Δωδεκαετής. Ήταν λίγο πρωτόγνωρη η αίσθηση για μένα. Ένας ναός αλληλοπεριχωρούμενος με τη φύση. Χωρίς χτιστά όρια. Με το μάτι σου να μπορεί να απλωθεί στα πεύκα ή στη θάλασσα που βούιζε εκεί αποκάτω. Με το ψάλσιμο να ανακατεύεται με τα τζιτζίκια. Με τα ηλεκτρικά φώτα να εξαφανίζονται μπροστά στις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούσαν το σύδεντρο. Ήταν ο ναός μας! «Το εκκλησάκι μας». Με το υποκοριστικό να δηλώνει την αγάπη και την κτητική αντωνυμία τη σχέση. Ποτέ δεν κατάλαβα ποιος κατακτούσε ποιον: Ήμασταν δικοί του ή ήταν δικό μας;

Κι από κοντά το απολυτίκιό του. «Μετεμορφώθης εν τω όρει…»  Όλοι μαζί το ψέλναμε. Έμοιαζε σαν εμβατήριο. Σαν σάλπισμα νίκης που θεωρούσαμε ότι αχνοφαινόταν ήδη στον ορίζοντα. «Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως Σου το αΐδιον». Θες γιατί με την επανάληψη το ήξεραν όλοι, θες γιατί κάθε χρόνο το πανηγύρι του ναού συνέπιπτε με την κατασκηνωτική μας περίοδο τούτο το τροπάριο «με» θα τολμήσω να πω «μας» σφράγισε. Το παράπονο του αιτήματος εισχωρούσε ξεκάθαρα στην μελωδία της φράσης.

Μα γρήγορα η παιδική μας βεβαιότητα για την Μεταμόρφωσή μας που θα ρχοταν σύντομα, δυναμωμένη μάλιστα από την παραίνεση του αρχηγού, του ομαδάρχη, του πνευματικού υποχώρησε μπροστά στη λαίλαπα της εφηβείας. Αλλά και πάλι έβαζε πλάτη ο εφηβικός ενθουσιασμός, να ξαναφουντώσει εκείνη τη φλόγα. Ναι, ναι! Δεν ήταν βέβαια παίξε γέλασε η κατάκτηση της Μεταμόρφωσης. Δεν ανέβαινες με δυο δρασκελιές στο Θαβώρ μα πάλι… Ήμασταν ακόμα στην αρχή. Όσο το πρώτο ψηφίο της ηλικίας παραμένει το ένα, άντε και στη στροφή του δυο, έχεις ακόμα ελπίδες, έχεις ακόμα ψευδαισθήσεις…

Ύστερα οι πολλοί αποχωρούσαν. Μαθητική ήταν τότε η κατασκήνωση και μένανε μονάχα όσοι θα συνέχιζαν ως ομαδάρχες. Αυτοί πλέον μάθαιναν στους νέους κατασκηνωτές το «Μετεμορφώθης». Και το τραγούδαγαν μαζί τους. Με ενθουσιασμό. Με δύναμη. Και με παράπονο στο «λάμψον».

Γύρω μας, παλαιότεροι κατασκηνωτές με άσπρα ή γκριζωπά μαλλιά, γονείς των νέων κατασκηνωτών. Στα δικά τους χρόνια, λέει, δεν ήταν ούτε το ιερό του ναού χτισμένο. Ένα τραπέζι για Άγια Τράπεζα εκεί μπροστά και τίποτε άλλο.  Τώρα ενώνονταν με μια φωνή στο απολυτίκιο και η φωνή τους αποκτούσε ξαφνικά έναν εφηβικό ενθουσιασμό. Και σταθερά το παράπονο στη φθορά του ήχου: «Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς…»

Τότες δεν ήξερα. Τότε δεν είχα τις απορίες που μου γεννήθηκαν αργότερα. Τότε χαιρόμουν τον ενθουσιασμό τους. Κι ας ήταν από καιρό το πρώτο της ηλικίας τους ψηφίο 3 ή 4. Η δύναμη του τροπαρίου καλά κρατούσε. Και με συνέπαιρνε σταθερά. Μα, σιγά σιγά, έπαιρνε μορφή μέσα μου ο δρόμος προς το Θαβώρ.  Χτιζόταν λίγο-λίγο όπως χτίστηκε πρώτα το ιερό, έπειτα η σκεπή του κυρίως ναού αντικαθιστώντας τη σκεπή με κολώνες από ντέξιον. Όπως έγινε, τελικά, ένα άλλος ναός, κανονικός και πλήρης, ένας ναός όπως στην πόλη, χωρίς καμιά έκπληξη πια. Χωρίς καμιά αλληλοπεριχώρηση με τη φύση, χωριστός, με σαφή όρια. Με ψευτοχρυσωμένους πολυελαίους αντί για τις διαπεραστικές ακτίνες του ήλιου και με μοντέρνο ενισχυτή. Α! και το τροπάριο, το αγαπημένο απολυτίκιο των παιδικών μου χρόνων ερχόταν πια δεύτερο. Ο νέος ναός είχε άλλη αφιέρωση και το τροπάριο του ναού της Μεταμορφώσεως μπήκε δεύτερο στη σειρά. Σαν το απαραίτητο κομπλιμάν και στον άλλο συμπέθερο μετά τα παινέματα στον πρώτο.

Με πονούσε διπλά. Και που δεν μεταμορφωθήκαμε και που παρατήσαμε εκείνο το πρώτο όνειρο. Κείνον το πρώτο τόπο που σάρκωνε τις ελπίδες μας για Θέωση. (Η λέξη στα χρόνια της πρώτης μου εφηβείας μας ήταν άγνωστη). Γύρω μου φίλοι και αδελφοί, η μεγαλύτερη ορατή σερμαγιά από τα χρόνια της εφηβείας ως σήμερα μεγάλωναν, γίνονταν αυτοί πια πατέρες παιδιών, της αγκαλιάς πρώτα, του δημοτικού έπειτα. Οι πιο βιαστικοί είχαν ήδη παιδιά-κατασκηνωτές. Και, όρκο παίρνω, παρόλο που και στο κανονικό απολυτίκιο του ναού που στέγαζε τώρα τις προσευχές μας έψελναν με ζέση, σαν ξεκίναγε εκείνο το «Μετεμορφώθης» βγάζανε κάτι άλλο. Εκείνοι μόνο. Η νέα γενιά των κατασκηνωτών απλά ακολουθούσε.

Εκείνοι όμως ήξεραν. Ήξεραν πως δεν μεταμορφωθήκαμε με την εφηβική βιασύνη των πρώτων μας κατασκηνωτικών εμπειριών. Μα καθώς τους αγκαλιάζω σήμερα με το βλέμμα μου, σήμερα της Μεταμορφώσεως που μια και μοναδική φορά μέσα στο χρόνο λειτουργιέται ξανά εκείνο το Θαβώρ της παιδικής κι εφηβικής μας ηλικίας, καθώς ακουμπώ το βλέμμα και την καρδιά μου στα πρόσωπα τους που στολίστηκαν πια με ρυτίδες ξέρω πως κι αυτοί κι εγώ ελπίζουμε ακόμα σε μια μεταμόρφωση. Αργή κι επώδυνη. Και ίσως γι αυτό πιο δική μας.

Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως Σου το αΐδιον. Πρεσβείαις της Θεοτόκου, Φωτοδότα, ΔΟΞΑ Σοι!


Αλεξανδρεύς

Δεν υπάρχουν σχόλια: