Κάποια Δευτέρα έψησα στο φούρνο ένα σωρό τυρόπιτες.
Δεν πρόλαβα να αναστενάξω «Για ποιον έκανα τόσες;» και με επισκέφτηκε μια οικογένεια με πολλά παιδιά. Προς μεγάλη μου χαρά τα επτά παιδιά «καθάρισαν» γρήγορα τις τυρόπιτες, ενώ οι γονείς δεν τις άγγιξαν...
– Τουλάχιστον γευτείτε μία, επέμενα εγώ...
Έτσι γίνεται σε αυτήν την ηλικία, τα θέλεις όλα. Θυμήθηκα πως πριν από έναν χρόνο, ο Βασίλης μιλούσε με την αδελφούλα του στην όχθη του ποταμού, το δειλινό...
...ενώ εγώ άκουσα τυχαία τη συζήτησή τους.
– Ακούγεται πως θα γίνουν διωγμοί, είπε ο Βασίλης, ναι θα πρέπει να πεθάνουμε για τον Χριστό.
– Φοβάμαι το αίμα, ψιθύρισε η αδελφούλα του.
– Δεν είναι τίποτα, ο Κύριος θα μας βοηθήσει, δεν είμαστε Ιούδες για να τον προδώσουμε...
Να λοιπόν που έφτασε για τον νεαρό χριστιανό ο καιρός εκείνος των αοράτων διωγμών, όταν πλησιάζει την ψυχή η αχρειότητα της κόλασης και προσπαθεί να την καταπιεί.
Μόνος σου δεν μπορείς να αντέξεις και στην πνευματική μάχη των παιδιών μπαίνουν και οι γονείς, νηστεύοντας γι’ αυτούς τις Δευτέρες.
Η νηστεία της Δευτέρας, υποχρεωτική για τους μοναχούς, είναι αφιερωμένη σύμφωνα με την παράδοση, στις Ουράνιες Ασώματες Δυνάμεις, στους Αρχαγγέλους και στους Αγγέλους που μας προστατεύουν.
Σήμερα τα παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο των πειρασμών δυσκολεύονται και πολλοί Ορθόδοξοι γονείς νηστεύουν κάθε Δευτέρα. Η νηστεία για τη σωτηρία του πλησίον είναι μια παλαιά ορθόδοξη συνήθεια...
Στο ημερολόγιό μου, το 1988, βρήκα μια σημείωση για τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο...
«Η νηστεία είναι το όπλο του χριστιανού. Όταν ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος Παβλώβ ρωτήθηκε πώς μπορεί να εξηγήσει το θαύμα που βγήκε αλώβητος από τον πόλεμο, ο στάρετς απάντησε πως τον προστάτευε η προσευχή της μητέρας του η οποία όλα τα χρόνια του πολέμου κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή νήστευε με πλήρη ασιτία».
Τότε άκουσα για πρώτη φορά περί πλήρους ασιτίας και σκεφτόμενη να το μοιραστώ με την φίλη μου, την ζωγράφο Έλενα Εβδοκίμοβα, της τηλεφώνησα...
– Ναι, μου απάντησε η Λένα, η γιαγιά μας έτσι έσωσε τέσσερα παιδιά. Η κόρη της ήταν νοσοκόμα και πήγε στο μέτωπο, όπως και οι τρεις γιοι της. Σε όλη την διάρκεια του πολέμου η γιαγιά όλες τις Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές νήστευε με πλήρη ασιτία, ούτε μια σταγόνα νερό δεν έπινε. Και οι τέσσερις επέστρεψαν από τον πόλεμο σώοι, αλλά η γιαγιά συνέχισε να νηστεύει...
– Μητέρα, της έλεγαν τα παιδιά, γυρίσαμε ζωντανοί. Γιατί συνεχίζεις την νηστεία;
– Από ευγνωμοσύνη στον Θεό, απάντησε η γιαγιά. Δείξτε μου μια οικογένεια που να γύρισαν από το μέτωπο τέσσερα μέλη της ζωντανά! Θα νηστεύω μέχρι να πεθάνω για να ευχαριστήσω τον Θεό!
Έτσι νήστεψε η γιαγιά μέχρι να πεθάνει...
– Τουλάχιστον γευτείτε μία, επέμενα εγώ...
– Μα δεν πεινάμε, δεν πολυέχουμε όρεξη...
– Έχετε, έχετε! φώναξαν τα παιδιά. Η μαμά κι ο μπαμπάς νηστεύουν τη Δευτέρα, επειδή ο Βασίκα καπνίζει!
– Μπορεί να καπνίσει με την ησυχία του, είπε ο πατέρας, του το επέτρεψε ο πνευματικός.
– Μα δεν καπνίζω! άρχισε να κλαίει ο Βασίκα. Εσύ τουλάχιστον, μαμά, μη νηστεύεις τη Δευτέρα.
– Πολύ μεγάλη τιμή να νηστεύω για σένα, του απάντησε η μητέρα, αλλά τυροπιτάκι ωστόσο δεν πήρε. Ήταν προφανές πως οι γονείς νήστευαν, δηλαδή έκαναν μια ειδική νηστεία κάθε Δευτέρα.
Για να γίνω κατανοητή, θα τα αναφέρω όλα με τη σειρά. Μια μέρα, ο πατέρας πρόσεξε πως ο γιος του ο αγαπητός, ο Βασίλης, δεν μυρίζει πια γάλα, αλλά καπνό. Εκείνος το αναγνώρισε τίμια:
– Μπαμπά, προσπάθησα, αλλά στην τάξη μου και τα κορίτσια καπνίζουν, μερικοί έχουν και σχέση. Έτσι έμενα με πειράζουν! Είμαι το μαύρο πρόβατο, κατάλαβέ με. Επίτρεψέ μου να καπνίζω μόνο για να με αφήσουν ήσυχο!
Ο πνευματικός του Βάσια, μαθητή της έκτης, άκουσε την διήγηση περί «μαύρου προβάτου» και πήρε μία απρόσμενη απόφαση:
– Εντάξει, Βασίλη, κάπνισε, αλλά με έναν μόνο όρο, για κάθε τσιγάρο θα κάνεις τριάντα μετάνοιες. Συμφωνείς;
Ο Βάσια πολλαπλασίασε γρήγορα τον αριθμό των τσιγάρων με το τριάντα και διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένος:
- Δηλαδή εξακόσιες μετάνοιες για ένα βρωμοπακέτο; Δεν ξανακαπνίζω!
– Αλλά θέλεις τόσο πολύ να συμμορφωθείς και να είσαι «μάγκας;»
– Έχετε δίκιο, πάτερ, εγώ όλα τα θέλω, να είμαι και άγιος, να είμαι και «μάγκας»....
– Έχετε, έχετε! φώναξαν τα παιδιά. Η μαμά κι ο μπαμπάς νηστεύουν τη Δευτέρα, επειδή ο Βασίκα καπνίζει!
– Μπορεί να καπνίσει με την ησυχία του, είπε ο πατέρας, του το επέτρεψε ο πνευματικός.
– Μα δεν καπνίζω! άρχισε να κλαίει ο Βασίκα. Εσύ τουλάχιστον, μαμά, μη νηστεύεις τη Δευτέρα.
– Πολύ μεγάλη τιμή να νηστεύω για σένα, του απάντησε η μητέρα, αλλά τυροπιτάκι ωστόσο δεν πήρε. Ήταν προφανές πως οι γονείς νήστευαν, δηλαδή έκαναν μια ειδική νηστεία κάθε Δευτέρα.
Για να γίνω κατανοητή, θα τα αναφέρω όλα με τη σειρά. Μια μέρα, ο πατέρας πρόσεξε πως ο γιος του ο αγαπητός, ο Βασίλης, δεν μυρίζει πια γάλα, αλλά καπνό. Εκείνος το αναγνώρισε τίμια:
– Μπαμπά, προσπάθησα, αλλά στην τάξη μου και τα κορίτσια καπνίζουν, μερικοί έχουν και σχέση. Έτσι έμενα με πειράζουν! Είμαι το μαύρο πρόβατο, κατάλαβέ με. Επίτρεψέ μου να καπνίζω μόνο για να με αφήσουν ήσυχο!
Ο πνευματικός του Βάσια, μαθητή της έκτης, άκουσε την διήγηση περί «μαύρου προβάτου» και πήρε μία απρόσμενη απόφαση:
– Εντάξει, Βασίλη, κάπνισε, αλλά με έναν μόνο όρο, για κάθε τσιγάρο θα κάνεις τριάντα μετάνοιες. Συμφωνείς;
Ο Βάσια πολλαπλασίασε γρήγορα τον αριθμό των τσιγάρων με το τριάντα και διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένος:
- Δηλαδή εξακόσιες μετάνοιες για ένα βρωμοπακέτο; Δεν ξανακαπνίζω!
– Αλλά θέλεις τόσο πολύ να συμμορφωθείς και να είσαι «μάγκας;»
– Έχετε δίκιο, πάτερ, εγώ όλα τα θέλω, να είμαι και άγιος, να είμαι και «μάγκας»....
Έτσι γίνεται σε αυτήν την ηλικία, τα θέλεις όλα. Θυμήθηκα πως πριν από έναν χρόνο, ο Βασίλης μιλούσε με την αδελφούλα του στην όχθη του ποταμού, το δειλινό...
...ενώ εγώ άκουσα τυχαία τη συζήτησή τους.
– Ακούγεται πως θα γίνουν διωγμοί, είπε ο Βασίλης, ναι θα πρέπει να πεθάνουμε για τον Χριστό.
– Φοβάμαι το αίμα, ψιθύρισε η αδελφούλα του.
– Δεν είναι τίποτα, ο Κύριος θα μας βοηθήσει, δεν είμαστε Ιούδες για να τον προδώσουμε...
Να λοιπόν που έφτασε για τον νεαρό χριστιανό ο καιρός εκείνος των αοράτων διωγμών, όταν πλησιάζει την ψυχή η αχρειότητα της κόλασης και προσπαθεί να την καταπιεί.
Μόνος σου δεν μπορείς να αντέξεις και στην πνευματική μάχη των παιδιών μπαίνουν και οι γονείς, νηστεύοντας γι’ αυτούς τις Δευτέρες.
Η νηστεία της Δευτέρας, υποχρεωτική για τους μοναχούς, είναι αφιερωμένη σύμφωνα με την παράδοση, στις Ουράνιες Ασώματες Δυνάμεις, στους Αρχαγγέλους και στους Αγγέλους που μας προστατεύουν.
Σήμερα τα παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο των πειρασμών δυσκολεύονται και πολλοί Ορθόδοξοι γονείς νηστεύουν κάθε Δευτέρα. Η νηστεία για τη σωτηρία του πλησίον είναι μια παλαιά ορθόδοξη συνήθεια...
Στο ημερολόγιό μου, το 1988, βρήκα μια σημείωση για τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο...
«Η νηστεία είναι το όπλο του χριστιανού. Όταν ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος Παβλώβ ρωτήθηκε πώς μπορεί να εξηγήσει το θαύμα που βγήκε αλώβητος από τον πόλεμο, ο στάρετς απάντησε πως τον προστάτευε η προσευχή της μητέρας του η οποία όλα τα χρόνια του πολέμου κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή νήστευε με πλήρη ασιτία».
Τότε άκουσα για πρώτη φορά περί πλήρους ασιτίας και σκεφτόμενη να το μοιραστώ με την φίλη μου, την ζωγράφο Έλενα Εβδοκίμοβα, της τηλεφώνησα...
– Ναι, μου απάντησε η Λένα, η γιαγιά μας έτσι έσωσε τέσσερα παιδιά. Η κόρη της ήταν νοσοκόμα και πήγε στο μέτωπο, όπως και οι τρεις γιοι της. Σε όλη την διάρκεια του πολέμου η γιαγιά όλες τις Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές νήστευε με πλήρη ασιτία, ούτε μια σταγόνα νερό δεν έπινε. Και οι τέσσερις επέστρεψαν από τον πόλεμο σώοι, αλλά η γιαγιά συνέχισε να νηστεύει...
– Μητέρα, της έλεγαν τα παιδιά, γυρίσαμε ζωντανοί. Γιατί συνεχίζεις την νηστεία;
– Από ευγνωμοσύνη στον Θεό, απάντησε η γιαγιά. Δείξτε μου μια οικογένεια που να γύρισαν από το μέτωπο τέσσερα μέλη της ζωντανά! Θα νηστεύω μέχρι να πεθάνω για να ευχαριστήσω τον Θεό!
Έτσι νήστεψε η γιαγιά μέχρι να πεθάνει...
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ. ~ ΝΙΝΑ ΠΑΒΛΟΒΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου