Κι όλο κρύβεσαι. Κι όλο νιώθεις ένοχος γιατί θέλει άλλα η ψυχή σου, αλλά ο κόσμος δεν σε αφήνει να θέλεις κι εσύ τα ίδια.
Ντρέπεσαι να πεις πως νηστεύεις, μην πούνε.
Νέος άνθρωπος θα σου πούνε, διαβασμένος και να νηστεύεις. Μη μου πεις πως πας και στην εκκλησία;
Ε όχι και στην εκκλησία.
Είσαι κολλημένος σαν τους άλλους;
– Όχι δεν είμαι…
Μην μου πεις ότι προσεύχεσαι;
Ακούτεεεεε ο φίλος μου προσεύχεται…
– Που και που όχι συνέχεια…
Κι εσύ έχεις κοκκινήσει και να ανοίξει καλύτερα η γη να σε καταπιεί.
Έτσι όπως πας θα μας πεις ότι πας κι εσύ γονατιστός στην Τήνο…
Τι κατάντια Θεέ μου .
Όχι στην Τήνο…
Κι εκείνος λέει κι εσύ δεν μπορείς να ανοίξεις το στόμα σου.
Κι εκείνος ακόμα λέει.
Κι ο «φίλος» που ανέλαβε εργολαβικά να σου «ανοίξει» τα μάτια σου, σού τονίζει.
– Ξύπνα για το καλό σου… Όσο είναι νωρίς. Εγώ σε αγαπάω και στα λέω.
Ντροπιασμένος σκύβεις το κεφάλι και δεν μπορείς να αρθρώσεις λέξη.
Κι όταν το σήκωσες ο φίλος σου έμοιαζε σίγουρος πως σου την έκλεψε την ελπίδα.
Μα εκεί στην άκρη του ώμου του ένα πρόσωπο οικείο και γλυκό, στεκόταν και σε κύτταζε, και η ματιά Του ίδια σαΐτα σου σημάδευε την καρδιά.
Στο χε πει.
– Κάθε φορά που θα είσαι σίγουρος με τον εαυτό σου, θα Με αρνείσαι τρεις φορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου