7/9/12

Πρόσκληση διά-λόγου μεταξύ φίλων... - Δ. Πάνου





Terror vacui

Θρηνούν πολλοί - και δικαίως – για την απότομη και κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου μας. Κανείς δεν το περίμενε, ζωές και προσδοκίες διαμορφώθηκαν πάνω σε μια επίπλαστη ευημερία, και τώρα… κλάμα!

Ασφαλώς και δεν είναι καθόλου αστείο να σχεδιάζεις μια ζωή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όλα αυτά που είχες κατά νουν να χάνονται και να σου μένουν μόνο… οι υποχρεώσεις ή οι ελπίδες που διαψεύστηκαν. Το σοκ δεν είναι μικρό, και η αντιμετώπισή του, όπως έχουν διαπιστώσει αρκετοί από εμάς, δεν είναι καθόλου εύκολη. Για την ακρίβεια, δεν είναι εύκολη γιατί δεν αφορά μόνο τα οικονομικά μεγέθη της απώλειας, αλλά κυρίως τις ψυχικές και ηθικές παραμέτρους της.

Η ελληνική κοινωνία σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να προσποιείται ότι έχει καταπτοηθεί από την οικονομική απώλεια: έτσι είχε μάθει τόσα χρόνια, να σταθμίζει τα πάντα με όρους οικονομικούς, αγνοώντας ότι υπάρχουν και άλλες διαστάσεις στην προσωπική και συλλογική ευημερία. Και τώρα που θα χρειαζόταν να αντλήσει δυνάμεις από κάτι διαφορετικό, πέρα από το «πόσα κονομάω, πού διασκεδάζω, τι αμάξι αγοράζω», άρχισαν τα δύσκολα. Οι κοινωνικές και ατομικές δυνάμεις που μπορούσαν στο πρόσφατο παρελθόν (για να αναφερθούμε σε εμπειρίες ανθρώπων που ακόμη ζουν) να στηρίξουν την υπομονή απέναντι στη φτώχεια, την επίμονη αντίσταση απέναντι στον ισχυρό εχθρό ή κατακτητή, το όραμα της δημιουργίας μετά τον πόλεμο, την ικανότητα να ξεκινά κανείς από το μηδέν μετά από απρόοπτα και καταστροφές, έχει αντικατασταθεί σήμερα από μια αδιανόητη παθητικότητα που συνοψίζεται στο «τι κάνουν οι άλλοι για μένα» και όχι στο «τι κάνω εγώ για τον εαυτό μου» - για να μην αναφερθούμε στην απουσία του «τι κάνω ή τι θυσιάζω εγώ για τους άλλους»…


Αναμφίβολα, τα περιθώρια για πρωτοβουλία και δημιουργία σήμερα φαίνονται πιο περιορισμένα από άλλοτε: η δομή της σημερινής οικονομίας με τα παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά της προκαλεί δέος και παραλύει σε μεγάλο βαθμό την ελπίδα της ανόδου. Αυτό που για δεκαετίες ήταν η κινητήρια δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος (κατά την προσφυή ανάλυση των κοινωνιολόγων της Σχολής της Φραγκφούρτης και ιδίως του Μαρκούζε), η επιτυχημένη δηλαδή καλλιέργεια στις μεσαίες τάξεις των δυτικών κοινωνιών της προσδοκίας ανόδου και (υλικής) αναβάθμισης των συνθηκών ζωής, αίφνης αποδεικνύεται φρούδα ελπίδα: η νέα γενιά δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα επωφεληθεί από την περιβόητη «κοινωνική κινητικότητα» με μια άνοδο προς τα πάνω, αλλά στην καλύτερη περίπτωση θα αγωνίζεται να διατηρήσει τα κεκτημένα των γονέων της.

Αδιέξοδο; Ίσως για πολλούς η κατάσταση να δείχνει αναπόδραστη – προς τα εκεί άλλωστε οδηγούν τη σκέψη τόσο οι καταστροφολογικές θεωρήσεις του προβλήματος, όσο και οι στενά οικονομομετρικές εκτιμήσεις για την πιθανή «σωτηρία» της χώρας. Τι νόημα θα είχε η ζωή πολλών, αν πράγματι όλα κατέρρεαν; Και πόσο σωτήρια θα ήταν μια σωτηρία που απλώς θα επανέφερε την οικονομική σταθερότητα ή έστω και το βιοτικό επίπεδο εκεί που βρισκόταν; Όσο οι διέξοδοι που προτείνονται στηρίζονται στις αρχές που έκαναν την κοινωνία μας μια κοινωνία εστιασμένη στο όραμα της ατομικής – άναρχης και χωρίς όρια – οικονομικής ανόδου, τόσο το πρόβλημα θα διαιωνίζεται και θα διευρύνεται: ο «τρόμος του κενού» θα παραμονεύει…

Κακά τα ψέματα: πάντα στη ζωή θα υπάρχουν απρόοπτα και πάντα η πρόκληση θα είναι να μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στην όμορφη όσο και τραγική πραγματικότητα που διαμορφώνει αυτή η απροσδιοριστία της ζωής μας. Καλομάθαμε, νομίζοντας ότι «η ιστορία τελείωσε» και πως πια δεν μας μένει τίποτε άλλο από το να απολαμβάνουμε τη συνεχή ανοδική πορεία της ζωής μας. Στην πραγματικότητα είχαμε πέσει θύματα της ψευδαίσθησης ότι εμείς (δηλαδή αυτά που έχουμε, τα οποία θεωρήσαμε ότι συγκροτούν αυτό που είμαστε) είχαμε γίνει άτρωτοι. Κι όταν είδαμε πόσο ευάλωτοι ήμασταν (εμείς οι ίδιοι, αφού ταυτιστήκαμε με αυτά που είχαμε) είδαμε την πραγματικότητα σαν μια τρομακτική απειλή: απειλή γιατί, πάνω απ’ όλα, μας έδειξε πόσο κούφιοι είμαστε. Κι όταν το διαισθανθήκαμε, αρχίσαμε να πανικοβαλόμαστε προ του κενού. Ο «τρόμος του κενού» παρέλυσε τη βούληση και την κρίση. Προφανώς: μέχρι να καλύψουμε το κενό, ο τρόμος που αυτό προκαλεί θα είναι το κυρίαρχο αίσθημα, η κύρια ανησυχία μας - και θα προσπαθούμε να φτιασιδώνουμε αυτόν τον τρόμο με «κοινωνικούς αγώνες» ή «εξυγιαντικές προσπάθειες», χάνοντας το μείζον. Ακόμη κι αν δεν τα «φάγαμε μαζί», όλοι πέσαμε θύματα, λιγότερο ή περισσότερο, της ίδιας παραισθησιογόνου πλάνης…


Ο Δ. Πάνου είναι φιλόλογος, Msc
 

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ωραία η ανάλυησ και οι διαπιστώσεις... να περιμένουμε και την συνέχεια;;;

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε πολύ!!

Εκπληκτικό κείμενο!

Ανώνυμος είπε...

Μου αρέσει πολύ η γραφή αυτή. ποιος είναι ο κύριος;

Ανώνυμος είπε...

Δημήτρη Πάνου σε ευχαριστούμε!
Πάντως απο την κατασκήνωση του Αθαμανίου Άρτης δεν έχεις αλλάξει. Παραμένεις καταπέλτης...

Ανώνυμος είπε...

καινούργια συνεργασία ΑΚΥΡΑ;

ΑΓΚΥΡΑ (Κατασκήνωση) είπε...

Ο Δημήτρης Πάνου είναι φιλόλογος Msc, κατοικεί και διδάσκει στην Αθήνα. Έχει την καλοσύνη να μας στέλνει κείμενά του που ευχαρίστως θα δημοσιεύουμε.