Η προτομή του Πατρινού Ευεργέτη Θ. Τριάντη που κλάπηκε... |
Το έλλειμμα
πολιτισμού στη σημερινή Ελλάδα
Για έναν ακόμη
λόγο θρηνούμε πάνω στα ερείπια της χαμένης ευημερίας: γιατί ξεμάθαμε να κλαίμε.
Χάσαμε τη μεγάλη αυτή αρετή που μας χαρακτήριζε ως λαό σε όλη την ιστορική
διαδρομή μας: τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουμε τη θλίψη με αξιοπρέπεια, με
ισορροπία, με αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό μελαγχολίας και προσδοκίας που ξεκινά
από την αρχαιοελληνική παράδοση του «μέτρου», περνά από την χριστιανική
εγκαρτέρηση και φτάνει ως τη λαϊκή σοφία του δημοτικού τραγουδιού και των
τοπικών παραδόσεων. Είναι λογικό∙ όταν μαθαίνει κανείς σε μια ζωή όπου όλα
είναι (ή φαίνονται….) λαμπερά, χαρούμενα και ευχάριστα, τότε η υπερβολή
συνοδεύει την εξαίρεση και η απόγνωση αντικαθιστά την αυτογνωσία και τον
προβληματισμό. Το κακό, βέβαια, είναι ότι αυτή η λάμψη ήταν φαντασιακή,
πλασματική, εξαρτημένο αντανακλαστικό στις «μικροχαρές» που επιτηδείως
«πλασάρονταν» για να καλύψουν την απουσία αληθινής χαράς: η βιτρίνα της
παρουσίας σε «μοδάτα» κλαμπ και Μύκονο (ή η φαντασιακή «μέθεξη» στη χλιδή μέσα
από τα υποκατάστατα των πρωτοτύπων) αντικαθιστούσε τις απλές καθημερινές χαρές,
αυτές που είχαν θρέψει γενιές ολόκληρες εξισορροπώντας τα υλικά ελλείμματα και
νοηματοδοτώντας την ουσία της ύπαρξης.
Δεν είναι ένα
ζήτημα ψυχολογικής τάξεως, στην ουσία του∙ είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτισμικών
προτύπων και επιλογών. Η τέχνη του «ευ ζην» είναι πάνω απ’ όλα βιωμένο
πολιτιστικό απήχημα παρά τεχνική διευθέτηση επιλογών και γούστων. Γι’ αυτό και
ο πολιτισμός δεν ταυτίζεται με τις «κανονικότητες» των «ελίτ» και των «εστέτ»:
τέτοιες επιβεβλημένες κανονικότητες οδήγησαν τους άκρως «πολιτισμένους»
Γερμανούς του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στα φρικωδέστερα εγκλήματα της σύγχρονης
εποχής. Αντίθετα, η πολιτισμική καταξίωση έχει να κάνει με ξεκάθαρες και καταξιωμένες
στη συλλογική συνείδηση επιλογές ποιοτήτων, προτύπων και αξιών. Εδώ βρίσκεται
και το δράμα του σύγχρονου Έλληνα.
Η γέννηση της
μετεπαναστατικής Ελλάδας, πέρα από μια θριαμβευτική επάνοδο στο ιστορικό
προσκήνιο ενός ξεχασμένου και καταπιεσμένου λαού (όπως την είδε ο ρομαντικός
φιλελληνισμός και εξακολουθεί να υπερτονίζει η σχολική ιστοριογραφία),
σηματοδότησε και τη δημιουργία ενός τεράστιου ψυχολογικού και πολιτισμικού
χάσματος: τη σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που ήμασταν (με τα καλά του και τα κακά
του, με τις προσμείξεις και τα δάνεια και τις τουρκικές επιρροές έστω) και
ανάμεσα σε αυτό που κληθήκαμε να γίνουμε (το προπαγανδιστικά «καλό» όραμα τους
εξευρωπαϊσμού της χώρας). Έτσι, ο Κοραής και ο Ψυχάρης κλήθηκαν να αντιπαλέψουν
τους Κολλυβάδες και τους Παπουλάκους της παραδοσιακής αθωότητας∙ και το όραμα
του εξευρωπαϊσμού (όχι φιλοευρωπαϊσμού) που εξέφρασαν, επενδυμένο με το κύρος
της υπεροχής που το συνόδευε, συνεχίστηκε ως τις μέρες μας από δεκάδες
στοχαστές σπουδασμένους στη Δύση και από το αόρατο νήμα που συνδέει τους
διάφορους πολιτικοκοινωνικούς «εκσυγχρονισμούς» - από τον Τρικούπη και το
Βενιζέλο ως το Σημίτη.
Πρόκειται για
μια πραγματική υπεροχή πολιτισμών και θεσμών που αξίζει να ακολουθήσουμε;
Πρόκειται για ένα κούφιο ιδεολογικό κατασκεύασμα που δόλια κάποιοι προσπαθούν
να μας επιβάλουν; Ούτε το ένα ούτε το άλλο – απλώς, για μια ακόμη φορά, ο
ελληνικός λαός βιώνει με ένταση τις συνέπειες μιας διχοστασίας. Ασφαλώς και η
δυτική πολιτισμική παράδοση έχει να επιδείξει αξιοθαύμαστα επιτεύγματα, που θα
ήταν και σκόπιμο και αναγκαίο να αποκτήσουμε και εμείς – αλλά με κρίση και
σύνεση, επιλέγοντας και όχι μιμούμενοι. Αναμφίβολα η προεπαναστατική μας
παράδοση εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την ιστορία και τον πολιτισμό που ζυμώθηκε
αξεδιάλυτα με το λαό μας για δεκάδες αιώνες – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει
να οδηγηθούμε σε έναν μυωπικό αυτοθαυμασμό που θα αγνοεί τις αδυναμίες μας και
θα μας βαυκαλίζει με την ψευδαίσθηση του περιούσιου.
Το κακό είναι
ότι όλα αυτά δεν έγιναν αφορμή γόνιμης σύνθεσης, αλλά αφετηρία άγονης
αντιπαράθεσης. Και το χειρότερο, ότι αυτή η αντιπαράθεση δεν έγινε, έστω, με
όρους πολιτισμικής ανταλλαγής ή ακόμη και υποταγής, αλλά με την απομόνωση ενός
και μόνο κύριου προτάγματος: της επίτευξης των όρων υλικής ευημερίας της Δύσης.
Ούτε τον πολιτισμό τους πήραμε κατά την ουσία του (μόνο τις επιφανειακές του
εκδηλώσεις που μιμηθήκαμε στο έπακρο), ούτε τις προϋποθέσεις που τους οδήγησαν
στην ευμάρεια διαμορφώσαμε. Νομίσαμε, ειδικά από το 1980 και μετά, ότι η
συμβολική ένταξή μας «στον πυρήνα της Ευρώπης» αρκούσε για να γευτούμε όσα (σε
υλικό επίπεδο) οι ιστορικές συγκυρίες μας στέρησαν. Και… θελήσαμε να κόψουμε
δρόμο: να γίνουμε ευρωπαίοι στη χλιδή και την επίδειξη (δηλαδή αρχοντοχωριάτες
νεόπλουτοι) χωρίς να κοπιάσουμε. Και, βέβαια, να διατηρήσουμε τον «ελληνικό
τρόπο» του φραπέ και της ραστώνης (κακέκτυπο ή, στη θετική του εκδοχή,
κατάλοιπο της κοινοτικής παράδοσης και των συλλογικών θεσμών), νομίζοντας ότι
ως «περιούσιος λαός» δεν θα φτάσουμε στην ώρα της πληρωμής. Αλλά… μας πήραν είδηση
και, φυσικά, το εκμεταλλεύτηκαν κιόλας.
Και τώρα, πώς
προσερχόμαστε στη συνάντησή μας με τη νέα πραγματικότητα που ζοφερή σκιάζει το
μέλλον; Με το τεράστιο αυτό πολιτισμικό κενό, τη φοβερή αυτή σύγχυση
προσανατολισμών, προτύπων και αξιών, με ένα διάχυτο κενό πολιτισμικής
ανθρωπολογίας. Αυτό είναι το μείζον· αυτή είναι η πρόκληση που καλούμαστε να
αντιμετωπίσουμε. Αυτό θα είναι και το μέγιστο κέρδος από την κρίση: να
διαμορφώσουμε την αυτόνομη, την αυτοδύναμη πολιτισμική περπατησιά μας που θα
νοηματοδοτεί τη ζωή μέσα στις αναπόδραστες αντιφάσεις του καπιταλιστικού
κόσμου. Τα λογιστικά ελλείμματα είναι αστεία μπροστά στην τρύπα του πολιτισμού
μας…
2 σχόλια:
Εξαιρετικό κείμενο.Λέει αλήθειες.
δύσκολα μας τα λες...
κάτι πιο απλό;
Δημοσίευση σχολίου