Δεν το φανταζόταν ο Παντελής ότι εκείνο το καυτό απόγευμα, στη σκάλα του αεροδρομίου της Λευκωσίας, ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τον πατέρα του.
Δεν το φανταζόταν ότι, πηγαίνοντας να σπουδάσει στην Αθήνα, Σεπτέμβρη του 1973, η τελευταία εικόνα του πατέρα του θα έμενε εκείνο το αποχαιρετιστήριο μακρινό χαιρέτισμα.
Πού να το φανταστεί…
Πού να φανταστεί ότι λίγους μήνες μετά, στις 5:30 το χάραμα της 20 του Ιούλη, τη μαύρη εκείνη χρονιά του 1974, θα έφταναν οι Τούρκοι στην Κερύνεια.
Θα σκότωναν. Θα έκαιγαν. Θα βίαζαν. Θα ρήμαζαν.
Πού να το φανταστεί…
Πού να φανταστεί ότι εκείνες τις μαύρες μέρες ο πατέρας του θα έτρεχε να σώσει γυναίκα και κόρη, θα εγκλωβιζόταν, θα πιανόταν αιχμάλωτος, θα εκτελούνταν.
Πού να το φανταστεί…
Για χρόνια, πολλά χρόνια, δεν γνώριζαν. Ήταν ο «αγνοούμενος».
Λίγες σκόρπιες πληροφορίες μάθαιναν από ’δω κι εκεί.
«Ο Κωνσταντής έτρεξε να βάλει και τη μάνα σου πα’ στο φορτηγό να φύουν, εν ημπορούσεν η Κακουλού[1] μανισιή της[2], είχε στραμπουλιγμένο πόδι.»
«Τον Κωνσταντή είδα τον στον καφενέν μαζί με τους άλλους που επιάσαν οι Τούρτζοι.»
«Εσκοτώσαν τους ούλους… Εσυνάξαν[3] τους στο γκαράζ του Παυλίδη τζαι επαίξαν[4] τους.»
Δεν το φανταζόταν ο Παντελής ότι σ’ εκείνο το φοιτητικό κατευόδιο ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τον πατέρα του. Ότι μετά θα του ’μενε μόνο μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία του, για να δίνει μορφή στις μνήμες μιας ζωής.
Μια φωτογραφία τού δείξανε και τότε που τον κάλεσαν, ασπρομάλλη πατέρα και παππού ο ίδιος πια, να του πουν πως ανάμεσα στα οστά ενός ομαδικού τάφου «αναγνωρίστηκε» ο πατέρας του.
Ο πατέρας του…
Λίγα θρύμματα, λίγα οστά. Ένα από τον ώμο και δυο από τις παλάμες.
Του ’δώσαν και μια φωτογραφία τους.
Τη δίπλωσε, τη φίλησε, τη φύλαξε.
Πού να το φανταστεί…
Μαρία Νουβάκη-Κωνσταντίνου
[1] Κακουλού: Κυριακή.
[2] Μανισιή της: μόνη της.
[3] Εσυνάξαν: μαζέψαν, συγκεντρώσανε.
[4] Επαίξαν: πυροβολήσαν.
*Η παραπάνω ιστορία είναι απόλυτα αληθινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου