21/12/21

Ν. Κατσιάπη: Τα δώρα της ζητιάνας

 


Μικρές ιστορίες του χθες και του σήμερα


Βγήκε από την πόρτα του διαμερίσματος, κλείδωσε βιαστικά και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Στα χέρια της κρατά το καροτσάκι της λαϊκής, την τσάντα της ανακύκλωσης και το τσαντάκι «μπανάνα». Πρέπει επειγόντως να φυτρώσει ένα τρίτο χέρι κάπου ανάμεσα στον ώμο και στο θώρακα, μπας και καταφέρει και κουμπώσει τη μπανάνα γύρω από τη μέση της. Στη λαϊκή δεν κυκλοφορεί ποτέ με τσάντα ώμου ούτε φυσικά με το πορτοφόλι και το κινητό στο χέρι. Όλο και κάποιος ζητιάνος θα βρεθεί από το πουθενά για να καταλήξει το πορτοφόλι στο … πουθενά. Κάποια στιγμή επιτέλους τα καταφέρνει! Έτοιμη πλέον, πατάει με δύναμη το μπουτόν του ασανσέρ.

Περιμένει … Περιμένει κι άλλο … Το μπουτόν δε λέει να ανάψει κόκκινο. Ξαναπατά με δύναμη και σχεδόν ταυτόχρονα, με διαφορά dt, το μάτι της πέφτει στο μικρό χαρτάκι που ’χει κολλήσει με ένα λευκοπλάστ η διαχειρίστρια η Διαμάντω που ’ναι -τι άλλο;- αποκλειστική νοσοκόμα στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο της πόλης τους. Διαβάζει: «ΒΛΑΒΙ» - το ι με γιώτα!  Δεν ξέρει με τι από όλα συγχύστηκε περισσότερο, με τη βλάβη ή με την ανορθογραφία (έχει ένα θεματάκι με δαύτη, τόσο που στα διαγωνίσματα της Φυσικής διορθώνει εκτός από του Νόμους του Νεύτωνα και τα ορθογραφικά λάθη των μαθητών!).

Πρέπει να κατέβει σκαλιά πέντε ορόφων! «Για να δούμε αν είμαι καλή στην προπαίδεια» λέει με το νου της. 5Χ20=100, 5Χ2=10, 100+10=110! Χριστέ μου! Γιατί πρέπει να κατέβει εκατόν δέκα σκαλιά; Και γιατί πρέπει τα Σάββατα το ασανσέρ να παθαίνει «ευλάβεια» (έτσι το ’λεγε η συγχωρεμένη η θεια η Μαρουσώ όταν ήθελε να τους χαλαρώσει σε στιγμές έντασης); Ούτε η ανάμνηση της θειας Μαρουσώς ούτε η σκέψη της ευκαιρίας για Γυμναστική δεν κατάφεραν να της φτιάξουν τη διάθεση. Και καλά το κατέβασμα. Πώς θα ανεβάσει στην επιστροφή στον 5ο όροφο δύο κιλά μανταρίνια, ενάμιση κιλό σπανάκι, λίγες καυκαλήθρες (το ξέρει δεν έχουν βάρος, αλλά αν γείρουν από τη σακούλα και πέσουν και αναγκαστεί να τρέξει να τις πιάσει;), μισό κιλό πράσο, τρία κιλά πατάτες, ένα λάχανο κι ένα κουνουπίδι;

Έχει κατέβει ήδη έναν όροφο, αλλά από τα νεύρα της δεν το πήρε χαμπάρι. Ούτε που της πέρασε από το μυαλό πως μπορεί σε μια ώρα που θα έχει γυρίσει από τη λαϊκή, μπορεί να έχει έλθει ο ασανσεράς και η «ευλάβεια» να έχει λήξει μαζί με τη «ΒΛΑΒΙ» της Διαμάντως. Αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως. Η πιο μικρή δυσκολία μεγεθύνεται, τόσο που της μαυρίζει τα πάντα.

Κατέβηκε άλλον έναν όροφο. Έχει κατέβει ήδη τέσσερα σκαλιά και πάει να ακουμπήσει το πόδι της στο μεγάλο τριγωνικό σκαλί για να βρεθεί στο οπτικό της πεδίο η εξώπορτα της Λίνας. Μια γνώριμη φωνή ακούγεται πίσω από την βαριά πόρτα ασφαλείας. «Α, εσείς είστε;». Είναι ο μικρός γιος της Λίνας. Τον ξέρει καλά, γιατί εκτός από συγκάτοικο τον έχει και μαθητή στο Β2.     

Δεν έχει τη συνήθεια να στήνει αυτί, μα ούτε κι είναι πρέπον να βρεθεί φάτσα – φόρα με τον Άγγελο του Β2 και την άγνωστη που, ως φαίνεται, είναι έξω από την πόρτα και περιμένει. Αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι η άγνωστη επισκέπτρια να μπει μέσα. Περιμένει υπομονετικά με το πόδι σχεδόν μετέωρο, ένα τσακ πριν το μεγάλο τριγωνικό σκαλί στο γύρισμα της σκάλας.

Ο Άγγελος, ο γιος της Λίνας έχει να φανεί μια βδομάδα στην τάξη. Ο διευθυντής τούς ενημέρωσε πως το self test του βγήκε θετικό. Εκείνη φρόντισε το ίδιο απόγευμα να του στείλει το powerpoint με τα μαθήματα της Φυσικής και της Βιολογίας, καθώς και το βίντεο με το πείραμα που κάνανε στη Χημεία. Μαζί κι ένα ζεστό σημείωμα με περαστικά, ευχές και λοιπά. «Να ’στε καλά κυρία» της απάντησε σχεδόν αμέσως το παιδί. «Νοσούμε όλοι, η μαμά που είναι διπλά εμβολιασμένη, ο μπαμπάς που φοβάται να κάνει το εμβόλιο κι εμείς τα παιδιά που κάνουμε συνεχώς self test. Ευτυχώς ο παππούς και η γιαγιά είναι υγιείς».  «Σημασία έχει να γίνετε όλοι καλά και σύντομα!» του απάντησε. Θύμισε στον εαυτό της για άλλη μια φορά να μην σχολιάσει τίποτα και για κανέναν τούτη την περίοδο που δοκιμάστηκε η πίστη, η ανοχή, η αντοχή, η αδελφικότητα όλων… Και προ παντός να μην κλέψει την κρίση από το μεγάλο Αφεντικό εκεί πάνω. Έχει τα χάλια της, το ξέρει, ας μην προσθέσει ένα κρίμα ακόμα στην πλάτη της.

Τούτος ο διχασμός της έχει κοστίσει πολύ. Μήνες τώρα μετρά απώλειες φίλων. Δεν θέλει να χάσει χωρίς λόγο κι άλλους και προ παντός δεν θέλει να ρίχνει νερό στο μύλο του μισόκαλου που κάνει τρελό πανηγύρι με τη διχόνοια που ’χει ξεσπάσει στην Εκκλησία. 

Τώρα θυμήθηκε πως δεν έκανε ούτε ένα τηλεφώνημα στη Λίνα που ήταν για εκείνην κάτι παραπάνω από συγκάτοικος. «Και τις να της πω;» βιάστηκε να απαντήσει μόνη της. «Δεν μπορώ ούτε να της κάνω τίποτα, είναι σαν να την κοροϊδεύω … Άσε που μπορεί να είναι στο κρεβάτι, μπορεί να νιώθει αδυναμία, κόπωση … Δεν θα έχει όρεξη για κουβέντες… Εξάλλου αν γινόταν -ο μη γένοιτο- κάτι κακό, θα το μάθαινα από τον Άγγελο που με ενημερώνει κάθε μέρα αφού πάρει το mail με το ‘τι κάναμε σήμερα’».

«Παιδί μου, δεν χρειάζεται να μου ανοίξεις. Ακούμπησα εδώ στο χαλάκι δυο φρουτάκια που πήρα από τη λαϊκή και λίγη σουπίτσα που έφτιαξα το πρωί. Πάρε τα σαν φύγω». Τέντωσε τα αυτιά της. Ο Άγγελος πίσω από την πόρτα δεν απάντησε ή απάντησε τόσο χαμηλόφωνα που δεν το άκουσε εκείνη.

Η άγνωστη γυναίκα κατέβηκε αργά-αργά τις σκάλες. Εκείνη άκουγε τα βήματά της να κατεβαίνουν μ’ έναν παράξενο ρυθμό τα σκαλιά του 3ου, να κοντοστέκονται στο πλατύσκαλο του 2ου κι ύστερα να συνεχίζουν στα σκαλιά του 1ου. Τότε αποφάσισε κι εκείνη να κατέβει. Κοίταξε την κλειστή πόρτα του διαμερίσματος της Λίνας. Ο Άγγελος προφανώς είχε πάει να πληροφορήσει τη μητέρα του για την επίσκεψη της γυναίκας και δεν ακουγόταν καθόλου.

Έριξε μια ματιά στο χαλάκι της εξώπορτας του διαμερίσματος. Μια σακούλα με τέσσερεις μπανάνες ήταν παραταγμένη δίπλα σε μια άλλη με οκτώ πορτοκάλια χυμού, από δίπλα ένα μαρούλι, και μια σακούλα με ένα τάπερ διάφανο που δεν έκρυβε το περιεχόμενό του: ένα κομμάτι από στήθος κοτόπουλου με σουπίτσα. Πιο κει μια χαρτοσακούλα με τέσσερα αυγά και -τώρα έγειρε το κεφάλι πιο πολύ- μια χαρτοπετσέτα.

Καλά, τα φαγητά ήταν όλα υπολογισμένα για τέσσερεις μερίδες, το καταλάβαινε. Αλλά η χαρτοπετσέτα τι ρόλο έπαιζε; Με εμφανή τον κίνδυνο να ανοίξει η πόρτα και να ξεπροβάλλει το κεφάλι του Άγγελου μαζί μ’ ένα έκπληκτο «κυρία εσείς;», το ρίσκαρε κι έσκυψε κι άλλο. Πάνω στη χαρτοπετσέτα ήταν γραμμένες μόνο τρεις λέξεις: «ΣΑς ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΙ». Ακριβώς έτσι, με ένα παράταιρο σίγμα τελικό και μ’ ένα γιώτα στο τέλος.

Σηκώθηκε γρήγορα. Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες. Ούτε που κατάλαβε το βάρος από το καροτσάκι της λαϊκής κι ούτε την ενοχλούσε η ξέχειλη τσάντα της ανακύκλωσης. Σε ένα λεπτό και κάτι βρέθηκε στον δεύτερο, σε άλλο ένα λεπτό στον πρώτο όροφο και σε μισό λεπτό στο ισόγειο. Η κεντρική εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη και ίσα που πρόλαβε να δει μια γνώριμη φιγούρα: τη Βαρβάρα! 

Η Βαρβάρα έχει μια μονογονεϊκή οικογένεια με τέσσερα μικρά παιδιά και μηδενικό εισόδημα. Μηδενική ήταν και η γκρίνια της για όλα αυτά της έτυχαν χωρίς να φταίει σε τίποτα. Είναι μονίμως με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια αξιοπρέπεια στο βάδισμα -κι ας έχει λίγο πιο κοντό το αριστερό της πόδι- μακριά από όλα τα στερεότυπα που έχουμε για τους ενδεείς ή ενδεείς».

Η Λίνα είναι μόνιμη αρωγός του πορτοφολιού και της ψυχής της Βαρβάρας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που επιστράτευε γνωριμίες και φιλίες για να συμπληρώσει κάποια ανάγκη της Βαρβάρας.

Άφησε το καρότσι της λαϊκής σε μια εσοχή, κάτω από τα ρολόγια της ΔΕΗ. Η τσάντα της ανακύκλωσης έγειρε τόσο, που έπεσε θεαματικά κάτω και γέμισε ο γύρω τόπος από άδεια κουτάκια Coca Cola και χαρτιά από διάφορες συσκευασίες.

Άνοιξε με βιασύνη την πόρτα και μόλις πρόλαβε να δει τη Βαρβάρα να στρίβει στη γωνία. Προχώρησε γρήγορα. Έστριψε στη γωνία και τάχυνε το βήμα. Μετά από λίγο την έφτασε. Στεκόταν ακριβώς πίσω της λαχανιασμένη, μα τότε ήταν που συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε γιατί το έκανε όλο αυτό.

Περπάτησε πίσω της για μερικά λεπτά ακόμα. Η Βαρβάρα ανυποψίαστη προχωρούσε. Πέρασαν δυο-τρία λεπτά ακόμα. Και τότε, στα ξαφνικά έκανε μεταβολή και γύρισε γρήγορα πίσω.

Έφτασε στην πόρτα της πολυκατοικίας, άνοιξε στα γρήγορα και βρήκε δυο ασανσεράδες να λένε τα δικά τους. Τους είπε μια βιαστική «καλημέρα» και ανέβηκε τις σκάλες. Τώρα στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα της Λίνας. Τα δώρα της «ζητιάνας» (έτσι έλεγαν τη Βαρβάρα οι ξιπασμένες νεόπλουτες που έχουν τη μεζονέτα στον 6ο) δεν ήταν πια στο πατάκι. Άνοιξε τη μπανάνα που ’χε στη μέση της. Πήρε από το πορτοφόλι της όλα τα χαρτονομίσματα που ήταν τακτοποιημένα στη θήκη. Τα δίπλωσε. Έψαξε για χαρτί. Γέλασε με την ιδέα τού να ψάχνει χαρτί σε ένα μικρό τσαντάκι, αλλά πού ξέρεις! (Επαγγελματική «διαστροφή» να μη λείπουν από τις τσάντες και τα τσαντάκια των εκπαιδευτικών τουλάχιστον ένα στυλό κι ένα σημειωματάριο…) Ξανάβαλε το χέρι της μέσα και στα ψαχουλευτά ακούμπησε ένα χαρτομάντιλο. Τύλιξε προσεκτικά τα χαρτονομίσματα. Χτύπησε θαρρετά το κουδούνι. Κύλησαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής. Ύστερα άκουσε βήματα να έρχονται προς την πόρτα. Η τρυπούλα από το ματάκι της πόρτας σκοτείνιασε, δείγμα πως κάποιος κοιτούσε από το εσωτερικό του διαμερίσματος. 

«Κυρία εσείς;» ακούστηκε η φωνή του Άγγελου. 

«Ναι, αγόρι μου» απάντησε. 

«Δεν χρειάζεται να ανοίξεις» συνέχισε. 

«Κάτω από το χαλάκι, έχω κάτι για τη μαμά. Ξέρει εκείνη … Θα καταλάβει» είπε κι έχωσε το χαρτομάντιλο κάτω από το μπεζ πατάκι με τη φράση «Home, sweet home». 

Το παιδί περίμενε πίσω από την κλειστή πόρτα μέχρι να βεβαιωθεί πως η καθηγήτριά του απομακρυνόταν με ασφάλεια. 

«Και να της πεις ότι αγαπώ πολύ τη Βαρβάρα, με όλα τα ι, η και υ του κόσμου» είπε εκείνη δυνατότερα και κατέβηκε πεταχτά τις σκάλες.


Νίκη Κατσιάπη


_______________


Η Νίκη Κατσιάπη είναι εκπαιδευτικός. Από τις εκδόσεις «Έαρ» κυκλοφορεί το βιβλίο της «Μια στάλα Ουρανός».


Δεν υπάρχουν σχόλια: