7/11/20

Ἐγκύκλιος Ἐκ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ σκοπό τήν παραμυθία καί ἐνίσχυση τῶν πιστῶν ἐν ὄψει τῶν ὑγιειονομικῶν περιοριστικῶν μέτρων

 


«Τέ­κνα ἐν Κυ­ρίῳ ἀ­γα­πητά,

Οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅσο δυ­να­τοί κι ἄν εἶ­ναι, αἰ­σθά­νον­ται τήν ἀ­νάγκη κά­που νά ἀ­κουμ­πή­σουν ὅ­ταν τούς συν­τα­ράσ­σουν οἱ δο­κι­μα­σίες τῆς ζωῆς. Ἡ ἀ­νάγκη αὐτή γί­νε­ται ἐν­το­νό­τερη τώρα πού βρι­σκό­μα­στε ἀν­τι­μέ­τω­ποι μέ τήν σο­βαρή ἔ­ξαρση τῆς παν­δη­μίας τοῦ κο­ρω­νοϊοῦ. Τοῦ ἰοῦ, πού ἐδῶ καί ἀρ­κε­τούς μῆ­νες ἀ­πει­λεῖ ἐ­πι­κίν­δυνα τήν ἀν­θρω­πό­τητα χω­ρίς νά κά­νει δι­α­κρί­σεις. Τοῦ ἰοῦ, πού ἦρθε καί ἄλ­λαξε ρι­ζικά τήν κα­θη­με­ρι­νό­τητα τῶν ἀν­θρώ­πων, μέ πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ἐμ­πό­δια, ἀ­παι­τή­σεις, στε­ρή­σεις, οἱ ὁ­ποῖες ὅλο καί ἐν­τεί­νον­ται. Βέ­βαια τά ἐ­ρω­τή­ματα δι­αρ­κῶς πλη­θαί­νουν. Γι­ατί δο­κι­μά­ζε­ται ἡ ἀν­θρω­πό­τητα; Γι­ατί ὁ Θεός ἀρ­γεῖ; Τί φταίει; Ὅσο ἡ ἀ­πάν­τηση ἀρ­γεῖ, τόσο πε­ρισ­σό­τερο ἐλ­λο­χεύει ὁ κίν­δυ­νος τοῦ δι­χα­σμοῦ καί τῆς ἀ­πό­γνω­σης.

Τό ἴ­διο βα­σα­νι­στικό ἐ­ρώ­τημα ἀ­πηύ­θυνε καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πρός τόν Θεό γιά νά λά­βει τήν ἀ­πάν­τηση: «Ἀρ­κεῖ σοι ἡ χά­ρις μου. Ἡ γάρ δύ­να­μίς μου ἐν ἀ­σθε­νείᾳ τε­λει­οῦ­ται»[1]. Ὅσο κι ἄν φαί­νε­ται ἀν­τι­φα­τικό αὐτό, ἡ δύ­ναμη τοῦ Θεοῦ φα­νε­ρώ­νε­ται μέσα στήν ἀ­δυ­να­μία τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐτό γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στούς Κο­ριν­θί­ους.

Τρεῖς φο­ρές πα­ρε­κά­λεσε τόν Κύ­ριο νά τόν ἀ­παλ­λά­ξει ἀπ­ό τήν ἀρ­ρώ­στια καί ἡ ἀ­πάν­τησή του ἦ­ταν: «Σοῦ ἀρ­κεῖ ἡ χάρη μου».

Εἶ­ναι δυ­να­τόν, μέσα ἀπό τήν ἀ­δυ­να­μία τοῦ ἀν­θρώ­που νά φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ δύ­ναμη τοῦ Θεοῦ; Ὅσο κι ἄν αὐτό φαί­νε­ται γιά τήν ἀν­θρώ­πινη λο­γική ἀν­τι­φα­τικό, στήν πρα­γμα­τι­κό­τητα δί­νει μία ἀ­πάν­τηση στό ἐ­ρώ­τημα τοῦ κάθε ἀν­θρώ­που.

Ἡ λύση βρί­σκε­ται στήν λέξη χάρη. «Σοῦ ἀρ­κεῖ ἡ χάρη μου». Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἕνα νέο πρῖ­σμα, ὑπεράνω τῆς ἀν­θρώ­πινης λο­γικῆς, ἡ ὁ­ποία θέ­λει ὅλα νά τά κα­τα­λά­βει. Μέ τήν χάρη ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τόν πόνο ὡς δω­ρεά, τήν ἀρ­ρώ­στια σάν εὐ­και­ρία γιά προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, τίς τα­λαι­πω­ρίες σάν ἀ­νύ­ψωση σέ μία σφαῖρα ἄλ­λης βι­ο­τῆς. Ὁπωσ­δή­ποτε, αὐτό δέν εἶ­ναι εὔ­κολο γιά τίς ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις, μᾶλ­λον ἀ­δυ­να­μίες, ἀλλά εἶ­ναι δυ­νατόν μόνο μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.

Εἶ­ναι ἡ ὥρα νά με­τα­τρέ­ψουμε τήν δική μας ἀ­δυ­να­μία σέ δύ­ναμη. Μέ τήν χάρη νά αὐ­ξή­σουμε τήν πί­στη μας στόν Τρι­α­δικό Θεό. Νά συν­δέ­σουμε συ­νει­δητά τήν ζωή μας μέ τήν ζωή τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Νά καλ­λι­ερ­γή­σουμε τίς ἀ­ρε­τές τῆς ὑ­πο­μο­νῆς, τῆς τα­πεί­νω­σης καί, κυ­ρίως, τῆς με­τά­νοιας πού θά μᾶς ὁ­δη­γή­σει στήν λύ­τρωση. Ἡ προ­σευχή μας νά γί­νει καρ­δι­ακή, ἔν­τονη, τα­κτική γιά ὅ­λους τούς συ­ναν­θρώ­πους μας, ἰ­δι­αί­τερα γιά τό ἰ­α­τρικό καί νο­ση­λευ­τικό προ­σω­πικό πού βρί­σκε­ται στήν πρώτη γραμμή τῆς μά­χης γιά νά βο­η­θή­σουν τόν πά­σχοντα ἄν­θρωπο. Ἄς προ­σευ­χό­μεθα γιά τήν ἴ­αση τῶν ἀν­θρώ­πων πού τούς ἐ­πι­σκέ­φθηκε ἡ ἀ­σθέ­νεια, οἱ ὁ­ποῖ­οι μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι τῆς δι­πλα­νῆς πόρ­τας.  Ἄς προ­σευ­χό­με­θα γιά ὅ­σους στε­ρή­θη­καν ἀ­γα­πη­μέ­να πρό­σω­πα ἐξ αἰ­τί­ας τῆς παν­δη­μί­ας. Ἄς προ­σευ­χό­με­θα γιά τούς νέ­ους μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι, μέ­σα ἀ­πό αὐ­τήν τήν δυ­σκο­λί­α τῆς παν­δη­μίας, μπο­ροῦν νά ὡ­ρι­μά­σουν συ­νει­δη­το­ποι­ών­τας πώς τί­ποτε δέν εἶ­ναι αὐ­το­νό­ητο σέ αὐ­τόν τόν κό­σμο. Ἄς προ­σευ­χό­μεθα γιά τίς ψυ­χές ὅ­σων ἔ­φυ­γαν γιά τόν οὐ­ρανό, λόγῳ αὐ­τῆς τῆς φο­νι­κῆς ἴ­ω­σης. Ἡ ἁ­γι­α­στική χάρη θά μᾶς βο­η­θή­σει νά ἀ­να­πτύ­ξουμε ὑ­ψηλό αἴ­σθημα ἀ­το­μι­κῆς εὐ­θύ­νης, ἀλλά καί ἀ­πο­λύ­του σε­βα­σμοῦ στόν συ­νάν­θρωπο. 

Οἱ πιστοί δι­και­ο­λο­γη­μένα ζη­τοῦμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀπό κά­ποια ἀ­σθέ­νεια, ἀπό πόνο ἤ τα­λαι­πω­ρία. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς ἀ­πάν­τηση μᾶς δί­νει τήν δυ­να­τό­τητα νά ἀν­τέ­ξουμε. Ἀ­να­ζη­τοῦμε τήν ἀ­σφά­λεια κοντά στόν Θεό, ἀλλά καί στήν ποι­μαί­νουσα Ἐκ­κλη­σία, ἡ ὁ­ποία ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται κυ­ρίως γιά τήν ὑ­γεία τῆς ψυ­χῆς, ἀλλά δέν ἀδι­α­φο­ρεῖ γιά τήν ὑ­γεία τοῦ σώ­μα­τος τῶν πι­στῶν. Τό σῶμα εἶ­ναι ναός τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος. Σέ αὐτό τό πλαί­σιο, ἡ Ἐκ­κλη­σία δί­νει με­γάλη προ­σοχή στά πο­ρί­σματα τῆς ἰ­α­τρι­κῆς, ἀ­να­φο­ρικά μέ δύ­σκολα δι­λή­μματα βι­ο­η­θι­κῆς, ὅ­πως με­τα­μο­σχεύ­σεις, ἀν­τι­με­τώ­πιση παν­δη­μίας καί ἄλλα, τά ὁ­ποῖα  ἰ­α­τρικά πο­ρί­σματα σέ­βε­ται, ὅ­ταν δέν στε­ροῦν ἀπό τούς ἀν­θρώ­πους τήν σω­τη­ρία.    

Τό «ἀγ­κάθι» στό σῶμα τοῦ Παύ­λου, ὅ,τι κι ἄν ἦ­ταν αὐτό, δέν ἐμ­πό­δισε τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λικό του ἔργο πού ἐ­κτεί­νε­ται σέ ὅλη τήν τότε οἰ­κου­μένη, δέν στα­μά­τησε τήν συγ­γραφή τῶν ἐ­πι­στο­λῶν του. Δέν τόν ἐμ­πό­δισε νά ἐ­πι­σκε­φθεῖ, ξανά καί ξανά, τίς Ἐκ­κλη­σίες πού ἵ­δρυσε. Δέν τόν ἐμ­πό­δισε νά γρά­φει ἐ­παι­νε­τικά λό­για γιά τούς χρι­στι­α­νούς πα­ρα­λῆ­πτες τῶν ἐ­πι­στο­λῶν ἤ γιά τούς συ­νερ­γά­τες του. Ὁ Παῦ­λος δέν ἄ­φησε τήν πι­κρία του γιά τόν δικό του πόνο νά ἐ­πη­ρε­ά­σει τήν συμ­πε­ρι­φορά του πρός τούς ἄλ­λους.

Ἔτσι καί ἐ­μεῖς, με­τα­τρέ­πον­τας τήν ἀ­δυ­να­μία σέ δύ­ναμη μπο­ροῦμε νά μήν ἀ­φή­σουμε τί­ποτα νά στα­θεῖ ἐμ­πό­διο στόν δρόμο γιά τήν Βα­σι­λεία τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

Ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος, συμ­πά­σχουσα καί συ­να­γω­νι­ζό­μενη μέ τούς πι­στούς, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει μαζί μέ τόν Ἀ­πό­στολο Παῦλο: «τίς ἀ­σθε­νεῖ, καὶ οὐκ ἀ­σθενῶ; τίς σκαν­δα­λί­ζε­ται, καί οὐκ ἐγώ πυ­ροῦ­μαι; εἰ καυ­χᾶ­σθαι δεῖ, τά τῆς ἀ­σθε­νείας μου καυ­χή­σο­μαι. Ὁ Θεός καί πα­τήρ τοῦ Κυ­ρίου ἡμῶν Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ οἶ­δεν, ὁ ὢν εὐ­λο­γη­τὸς εἰς τούς αἰ­ῶ­νας, ὅτι οὐ ψεύ­δο­μαι»[2].

Λαέ τοῦ Θεοῦ ἠ­γα­πη­μένε, «ἀν­δρί­ζου, καί κρα­ται­ού­σθω ἡ καρ­δία σου, καί ὑ­πό­μει­νον τόν Κύ­ριον»[3], γιά νά ἀκούσεις τήν στορ­γική φωνή τοῦ Ἀρ­χη­γοῦ τῆς Ζωῆς καί Τε­λει­ω­τοῦ τῆς πίστεώς μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ: «ἀπαλείψω πᾶν δάκρυον ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν»[4]».

β) τήν ἀποστολή πρός τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς Κ.Υ.Α., ἡ ὁποία πρόκειται νά ἐκδοθεῖ καί ἀφορᾷ στά νέα περιοριστικά μέτρα (lockdown) πού θά ἐπιβληθοῦν ἀπό 7ης ἕως 30ῆς Νοεμβρίου 2020.

 

Ἐκ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

 

 [1] Β΄ Κορ. 12, 9

[2] Β΄Κορ. 11, 29-31

[3] Ψαλμ. 26, 14

[4] Ἀποκαλ. 7, 17

Δεν υπάρχουν σχόλια: