6/10/11

Ἀναζητώντας τὸ ἀληθινὸ φῶς (Μιὰ ἀληθινὴ ἱστορία)


Ἕνας λαϊκὸς ἱεροκήρυκας, θεολόγος, ταξίδεψε κάποτε ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ γιὰ ἕνα νησάκι τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ. Θὰ μιλοῦσε στὸν κεντρικὸ ἱερὸ Ναὸ τῆς πόλεως τὸ βράδυ στὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ πρωὶ στὴν θεία Λειτουργία.

Ὁ Ναὸς ἦταν φροντισμένος, περικαλλὴς ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικά, εἶχε πολὺ ὡραῖες βυζαντινὲς εἰκόνες, τέμπλο, ὅλα ὅλα ὡραῖα. Τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ ἱεροκήρυκας ἀφοῦ προσκύνησε τὶς εἰκόνες, χαιρέτησε τὸν χορὸ τῶν ἱεροψαλτῶν καὶ πρόσεξε ὅτι κάποιος ἦταν τυφλὸς στὸ χορό. Προχώρησε πρὸς τὸ Ἱερό, ὁ κόσμος ἦταν λίγος. Ὁ ἱερέας τὸν ἀνέμενε, τὸν καλοδέχτηκε, κι ἐκεῖνος ἀφοῦ ἀσπάστηκε τὸ χέρι του, ἀσπάστηκε καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ κάθισε σὲ μιὰ ἄκρη τοῦ Ἱεροῦ.

Ὁ Ἑσπερινὸς ἔχει ἀρχίσει. Ὅλα εἶναι σεβαστικά, ὁ ἱερέας ψάλλει μὲ τὴν ἁπαλὴ καὶ φυσικὴ φωνή του, οἱ ψάλτες σὲ χαμηλοὺς τόνους, τὸ θυμιατὸ γλυκά-γλυκὰ ἀντιφωνεῖ στοὺς ἱεροψάλτες. Ὅλα μοιάζουν μὲ τὸν ὕμνο τοῦ Ἑσπερινοῦ, «Φῶς ἱλαρόν». Ὁ ἥλιος στὴν δύση του χύνει τὸ γλυκό του φῶς, σὲ λίγο θὰ δώσει τόπο στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τῶν ἄστρων. Ὁ βασιλεύων ἥλιος εἶναι σὰν νὰ ἀγκαλιάζει τὸ μεσοπέλαγο νησάκι.


Ὁ Ἑσπερινὸς προχωρεῖ, καὶ στὴν ὥρα του ὁ ἱεροκήρυκας κάνει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀρχίζει τὸ κήρυγμα: «Θὰ δοῦμε ἀπόψε ἕνα στίχο τοῦ Ψαλτηρίου», λέει ἀρχίζοντας. «“Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς”. Μὲ τὸ δικό σου δηλαδὴ Φῶς, Θεέ μου, θὰ βλέπουμε. Βλέπουμε μὲ τὸ φυσικὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Βλέπουμε μὲ τὸ φῶς τῶν κεριῶν, τῶν λυχναριῶν, τῶν καντηλιῶν. Βλέπουμε καὶ μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς.

Μὴν ἀμφιβάλλετε ὅτι τὸ παλάτι τοῦ Δαβὶδ εἶχε τὸν τελειότερο φωτισμὸ γιὰ τὴν ἐποχή του. Ὅμως γιατί ζητᾶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ; Ὁ Δαβὶδ ζητοῦσε πάντοτε τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ τί νὰ κάνει, πῶς νὰ διοικεῖ τὸν στρατό, πῶς νὰ φροντίζει γιὰ τὸν λαό του, πῶς νὰ καθοδηγεῖ τὸ σπίτι του. Αὐτὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τώρα νὰ ἔλθουμε στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὴν ἐποχή μας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γράφει: Ὁ Δαβὶδ ἦταν καὶ προφήτης· μὲ τὸν στίχο αὐτὸ προανήγγειλε ἀπὸ τότε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ στείλει ὡς φῶς πνευματικὸ τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸ πήραμε ὅλοι μας μὲ τὸ Χρῖσμα μετὰ τὴν Βάπτισή μας καί σὲ κάθε Λειτουργία μετὰ τὴν θεία Κοινωνία ψάλλουν οἱ ψάλτες «Εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν», δηλαδὴ τὸν Χριστό, «ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον».

Τελείωσε τὸ κήρυγμα καὶ ὁ ἱεροκήρυκας μπῆκε στὸ ἱερό. Μπῆκε καὶ ἕνας ἐπίτροπος καὶ εἶπε στὸν ἱερέα κάτι. Ὁ Ἑσπερινὸς τελείωσε καὶ ὁ ἱερέας λέει στὸν ἱεροκήρυκα: «Θὰ ἔλθει ἕνας κύριος τυφλός, ποὺ θέλει νὰ σᾶς μιλήσει· σᾶς παρακαλῶ νὰ τὸν ἀκούσετε. Ἐγὼ θὰ πάω στὸ γραφεῖο· ὅταν τελειώσετε, θὰ σᾶς δῶ».

Σὲ λίγο μπαίνει μέσα ὁ τυφλός, συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα ἀγόρι τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἀνεψιό του ἀπὸ ἀδελφή. «Θεῖε», τοῦ λέει, «θὰ περιμένω ἔξω». «Ναί», τοῦ λέει, «νὰ περιμένεις νὰ πᾶμε σπίτι». Ἄρχισε ὁ τυφλός:

«Θὰ σᾶς πῶ κοντολογὶς τὴν ἱστορία μου. Ἐδῶ γεννήθηκα, ἐδῶ βαπτίστηκα, ἐδῶ πῆρα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως εἴπατε. Ὅταν τελείωσα τὸ σχολεῖο καὶ μπῆκα στὸ Πολυτεχνεῖο, μὲ ἔπιασε κάτι. Ἡ γνώση ἡ γνώση, ἔλεγα, τί ἄλλο ὑπάρχει; Ἄρχισα δειλὰ στὴν ἀρχὴ νὰ νυχτοπερπατῶ στοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας. Ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀγγλία καὶ Γερμανία, ἐκεῖ περπατοῦσα ἄφοβα αὐτοὺς τοὺς δρόμους.

Μιὰ μέρα πῆγα ἀπὸ περιέργεια στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Λονδίνου. Ἦταν Κυριακή, ἦταν ἡ στιγμὴ τοῦ κηρύγματος. Μιλοῦσε στὸν ἄμβωνα τοῦ Ναοῦ ἕνας κήρυκας ἱερέας, σεμνός. Ὁ λόγος του ἦταν σὰν τὴν ψιλὴ σιγανὴ βροχούλα, ἔπεφτε εἰρηνική, σταθερή. Τὰ λόγια του μὲ συντάραξαν. Μιλοῦσε γιὰ τὸν Ἄσωτο, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ τελικὰ ζοῦσε μὲ τοὺς χοίρους, ἔτρωγε τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄ… σωτος, τί σημαίνει αὐτό; ὅτι ὁ ἄσωτος δὲν ἔχει σωτηρία, δὲν ἔχει τόπο στὸν Παράδεισο. Ὅμως ὁ νέος ἄφησε τοὺς χοίρους, γύρισε στὸ σπίτι του, τὸν καλοδέχτηκε ὁ πατέρας του. Τὸν ἔβαλε πάλι στὸ σπίτι, δηλαδὴ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ κεῖ στὸν Παράδεισο.

Δὲν ἄντεξα νὰ καθίσω στό Ναὸ περισσότερο, πῆρα δρόμο καὶ ἔφυγα κλαίγοντας. Γύρισα στὴν Ἑλλάδα, ἀγκάλιασα τὴ μάννα μου, τῆς λέω «μάννα, πήγαινέ με στὸν Πνευματικὸ τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Γύρισα, σοῦ λέω, δὲν εἶμαι ἄσωτος!» Μὲ πῆγε κλαίγοντας καὶ αὐτὴ καὶ ἐγώ. Ὁ Πνευματικὸς μὲ ἄκουσε, ἔκλαψε κι αὐτός. Κάποτε μὲ ἄφησε καὶ κοινώνησα, τώρα κοινωνῶ καὶ ψάλλω.

Ἔπιασα δουλειά. Κάποια στιγμὴ ἔπεσε, λές, κεραυνὸς στὸ κεφάλι μου, πονοκέφαλος φοβερός, πῆγα παντοῦ, Ἑλλάδα ἐξωτερικό. Διαπίστωσαν ὅτι ἔχω ὄγκο στὸ κεφάλι. Ἄρχισα νὰ χάνω τὸ φῶς μου, τέλος τὸ ἔχασα. Κανεὶς ἀπ’ τοὺς γιατροὺς δὲν ἤθελε νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν θεραπεία μου». Ἔκλαιγε ὁ τυφλὸς καὶ ὁ ἱεροκήρυκας. «Ἀκοῦστε», μοῦ λέει, «πήγαινα μὲ τὰ δυό μου μάτια στὸν γκρεμὸ καὶ εἶπε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πάρω τὰ μάτια μήπως ἀρχίσει νὰ βλέπει. Ναί, τώρα βλέπω, δὲν εἶμαι ἄσωτος, βλέπω, βλέπει ἡ ψυχή μου».

Πέρασαν χρόνια. Πόσα; Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθηκε σὲ ἕνα νησὶ στὸ Ἰόνιο Πέλαγος. Τώρα ἔχει λίγες ψιχάλες ἄσπρες στὸ κεφάλι του. Θὰ μιλήσει στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς πρωτεύουσας τοῦ νησιοῦ τὸ βράδυ. Εἶπε τὰ ἴδια ποὺ εἶχε πεῖ κάποιο Σάββατο στὸν Ἀργοσαρωνικό, μὲ προσθήκη τὴν συζήτηση μὲ τὸν τυφλό. Δὲν εἶπε τὸ ὄνομα τοῦ τυφλοῦ στὸ κήρυγμα. Τὸ κήρυγμα τελείωσε. Ὁ κόσμος φεύγει χαιρετώντας. Ἕνα ζευγάρι περιμένει διακριτικὰ νὰ φύγει ὁ κόσμος, πλησιάζουν τὸν ἱεροκήρυκα.

«Καλησπέρα σας», λέει ὁ σύζυγος, «ἡ σύζυγός μου σᾶς γνωρίζει. Εἶναι ἀπὸ τὸ νησάκι τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ ὅπου πήγατε κάποιο Σάββατο καὶ μιλήσατε. Εἶναι τὸ μικρότερο παιδὶ τοῦ ξενοδόχου ποὺ σᾶς φιλοξένησε, καὶ τὸ μεσημέρι σᾶς πῆρε ὁ πατέρας γιὰ φαγητὸ στὸ σπίτι τους.

Πῆρε ἀμέσως τὸ λόγο ἡ σύζυγος: «Ἤμουν κι ἐγὼ στὴν ὁμιλία τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς. Χαρήκαμε τότε ποὺ ὁ πατέρας μου σᾶς ἔφερε στὸ τραπέζι. Τώρα ὅλοι φύγαμε ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔχουμε παντρευτεῖ. Ἔμεινε μόνο ὁ μικρὸς ἀδελφός μου καὶ ἀνέλαβε τὰ ξενοδοχεῖα. Αὔριο φεύγω μὲ τὸν σύζυγό μου γιὰ τὸ νησάκι μας. Στὸν Ναὸ ποὺ μιλήσατε τότε, θὰ γίνει τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ Σωτήρη. Πέθανε κοινωνημένος καὶ λέγοντας: “Πήγαινα μὲ τὰ δυό μου μάτια στὸ χοιροστάσιο τῆς ἁμαρτίας. Εἶπε ὁ Θεός, θὰ τοῦ πάρω τὰ μάτια μήπως ἀρχίσει νὰ βλέπει. Ναί, τώρα δὲν εἶμαι ἄσωτος. Τώρα βλέπω. Βλέπω! Ὁ Θεὸς μὲ παίρνει στὸ σπίτι του, στὴν Βασιλεία του”».

Ἔκλαιγε τὸ ζευγάρι καὶ ὁ ἱεροκήρυκας. Χρόνια, χρόνια στὴν θύμησή του ἦταν ἡ ἱστορία αύτή. «Κύριε», λέει ἡ σύζυγος, «μᾶς ἄφησε ὁ Σωτήρης ἕνα ἴχνος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Νὰ μᾶς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ ἀκολουθήσουμε». «Ναί», εἶπε ὁ ἱεροκήρυκας, «νὰ τὸ ἀκολουθήσουμε».

ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ» τ. 2027, 15.07.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: