7/8/22

Ο ληστής - Υπ.

 


«Τα χάπια του είναι εδώ. Στις 10 να του δώσεις μισή μπανάνα κι ένα αχλάδι. Το μεσημεράκι να φάει νωρίς. Μη του δώσεις όμως από το δικό μας, ίσως τον πειράξει. Το δικό του φαγητό είναι στο τάπερ με το μπλε καπάκι στο ψυγείο. Ζέστανέ το στο φούρνο μικροκυμάτων. Να το ζεστάνεις όμως, όχι να το βάλεις στην Κόλαση! Μην τον αφήσεις να κοιμηθεί αμέσως μετά το φαγητό! Βάλε του να δει καμιά εκπομπή στην τηλεόραση, να ξεχαστεί. Για ό,τι άλλο προκύψει, κάνε μου αναπάντητη στο κινητό. Μην το κλείσεις αμέσως! Άσε το να χτυπήσει δυο φορές και θα σε πάρω». Η κυρία Χριστίνα είπε όλες τούτες τις φράσεις με μια ανάσα.  Ύστερα έσκυψε, φίλησε βιαστικά στο κεφάλι τον ηλικιωμένο άνθρωπο πού ’στεκε αμίλητος και ανέκφραστος, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το σεκρετέρ, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε.

Η Σούζυ, η νεαρή γυναίκα που έκανε συντροφιά στον παππού και ταυτόχρονα μαγείρευε, έπλενε, καθάριζε, όσο έλειπαν οι δικοί του από το σπίτι, έκατσε νωχελικά στην πολυθρόνα, δίπλα στο κρεβάτι του. Έβγαλε από την τσέπη το κινητό της, το άνοιξε μηχανικά, ύστερα το έκλεισε και το ξανάβαλε στην τσέπη. Έχει καιρό τώρα που ο γαμπρός του παππού άλλαξε τον κωδικό του wifi και δεν της τον έδωσε.

Τη θυμάμαι με φρίκη εκείνη τη μέρα. Είχε κάνει βιντεοκλήση στη μητέρα της κι εκείνη της έβαλε τα δυο παιδιά της να της τραγουδήσουν το τραγούδι που θα έλεγαν στη γιορτή του σχολείου τους. Με κόπο συγκρατιόταν να μην κλάψει. Η μικρή της κόρη με μια φωνή βελούδινη, μεταξένια τραγουδούσε στα Φιλιπιννέζικα ένα παραδοσιακό τραγούδι «Μαζεύω τις στάλες τις χαράς μου για όταν θα γυρίσεις από την ξενιτιά». Κόμπος έγινε στο λαιμό η λαχτάρα της και τα μάτια της λαμπύριζαν παράξενα. Σαν τέλειωσε το τραγούδι και αντάλλαξαν ψηφιακές αγκαλιές και φιλιά, έκλεισε το τηλέφωνο με την ίδια πάντα φράση «θα έλθω σύντομα αγάπες μου». Ύστερα μάζεψε τα κομμάτια της και έκανε αναζήτηση στο YouTube  όσα παραπονιάρικα τραγούδια της πατρίδας της θυμόταν. Τραγούδια της ξενιτιάς, του αποχωρισμού… Έβαλε την ένταση στο φουλ κι έκλαιγε με την ψυχή της. Η αλήθεια είναι πως τα δυο παιδιά της ζούσαν πριγκιπικά με τα χρήματα που τους έστελνε. Ούτε όμως, το ιδιωτικό σχολείο που πήγαιναν ούτε οι ευκαιρίες που είχαν ήταν τόσο δυνατές για να γείρει η ζυγαριά που ’χε βαρύνει από τον καημό της να τα δει από κοντά. Κάποια στιγμή στέρεψε το κλάμα, κουράστηκε η ψυχή κι έκλεισε το κινητό της. Τότε ήταν που άκουσε τον παππού να βογκάει. Έτρεξε αλαφιασμένη στο δωμάτιό του και τον βρήκε ανάσκελα ανάμεσα στο κρεβάτι και την πολυθρόνα. Όταν κατάφερε και τον σήκωσε, τον κοίταξε έντρομη. Αλλά ο παππούς χαμογελούσε. «Ευτυχώς» της είπε. «Δεν έπαθα τίποτα». Όταν ήρθε η κόρη του από τη δουλειά, στην αρχή τής το έκρυψε. Αλλά το μελανό σημάδι λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα του δεξιού χεριού μαρτυρούσε την προσπάθειά του να προστατέψει το κεφάλι του την ώρα που έπεφτε και κάθε απόπειρα να μην μαθευτεί το γεγονός ήταν μάταιη.

Η κυρία Χριστίνα έγινε έξαλλη. Απαιτούσε να μάθει όλες τις λεπτομέρειες του ατυχήματος. Και τις έμαθε, αφού η Σούζυ στην προσπάθειά της να κρυφτεί, έπεσε σε αντιφάσεις. Η τιμωρία ήταν άμεση και αυστηρή. «Για να μη σε στείλω από κει που ήρθες, το wifi θα κοπεί» της είπε εκνευρισμένα. Και το ίδιο βράδυ ο κύριος Πάνος, ο γαμπρός του παππού, άλλαξε τον κωδικό και τον έκανε ισχυρό, πολύ ισχυρό, με γράμματα, αριθμούς και σύμβολα. Η Σούζυ που φοβόταν πολύ χειρότερα, δεν ανησύχησε με τούτη την απαγόρευση. Την άλλη μέρα πήρε μια κάρτα από το περίπτερο και μια χαρά πλοηγήθηκε στον κόσμο του internet. Και ξανάβαλε τα παραπονιάρικα τραγούδια στο YouTube. «Κι ας τρώνε πολλά δεδομένα …» μουρμούρισε. Μόνο που η ένταση τώρα ήταν πιο χαμηλή. Η κάρτα ωστόσο, σώθηκε σε τρεις μέρες και αναγκάστηκε να βάλει καινούργια. Με το ρυθμό και το νταλκά που είχε, έφαγε τρεις κάρτες σε μια βδομάδα. Τότε συνειδητοποίησε πως είχε ξοδέψει ένα ποσό που δεν λογάριαζε και θα έστελνε μετρούσε λιγότερα χρήματα στον υπάλληλο της Western Union από όσα έδινε συνήθως. Μέχρι να βρει λύση έκανε υπομονή. Έλεγε καμιά κουβέντα παραπάνω με τον παππού, έβλεπε καμιά χαζοεκπομπή στην τηλεόραση και περνούσε η ώρα του μεσημεριού.

Σήμερα ο παππούς ήταν πεσμένος. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες ούτε ήθελε τηλεόραση. Προσπάθησε να του πιάσει την κουβέντα. «Το διπλανό σπίτι ξενοικιάστηκε. Ήρθαν άλλοι τώρα. Μα δεν είναι ξένοι. Ένας παπάς ήρθε με μια γυναίκα και τρία παιδιά».

Ο παππούς άξαφνα σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε έντονα. «Ναι, για το διπλανό σπίτι σου μιλάω» είπε εκείνη. «Το airbnb». «Ναι, κατάλαβα» είπε εκείνος. «Το ΑΤΜ». Η Σούζυ δεν γέλασε. Ήξερε πως ο παππούς δεν το είχε με τα αγγλικά και δυσκολευόταν πολύ να αποστηθίσει ακρωνύμια που έχουν εισβάλλει δυναμικά στην καθημερινότητα τα τελευταία χρόνια. Το μόνο που κατάφερε να λέει σωστά ήταν το ΑΤΜ, από τον καιρό που ένα πρωί όλη η χώρα ξύπνησε με κλειστές τράπεζες και ξεροστάλιαζαν όλοι στα μηχανήματα ανάληψης για να πάρουν τα λίγα χρήματα που επέτρεπε το σύστημα. Τότε έδωσε στην κόρη του την καταχωνιασμένη κάρτα του για να πάρει ως συνδικαιούχος, όσα χρήματα μπορούσε από τη σύνταξή του. Από τότε όλα τα ξένα ακρωνύμια τα έλεγε ΑΤΜ. Και όλοι το είχαν συνηθίσει και κανείς δεν  γελούσε.

Η είδηση που του έφερε η Σούζυ τον αναστάτωσε. Το διπλανό τους σπίτι από τότε που χτίστηκε ήταν προορισμένο να στεγάσει ξένους. Βλέπεις η κωμόπολη στην οποία ζούσαν είχε παγκοσμίως ισχυρό brand name από τα αρχαία που βρέθηκαν στις ανασκαφές των αρχών του 20ου αιώνα κι όλη η ζωή τους περιστρεφόταν γύρω από τον τουρισμό. Αυτή ήταν η βαριά βιομηχανία της περιοχής τους. Ολάκερες οικογένειες ζούσαν από αυτή: ξεναγοί, υπάλληλοι ξενοδοχείων, εργαζόμενοι εστίασης, ιδιοκτήτες καταστημάτων με souvenir, ταξιτζήδες, ιδιοκτήτες αμαξών κι ένα σωρό άλλα επαγγέλματα, όσα η ευφυία -ή και η κουτοπονηριά- του Νεοέλληνα εφευρίσκει.

Στο διπλανό σπίτι, ένα γουστόζικο τεσσάρι με κήπο, μπάρμπεκιου και τεράστια αυλή με μουριές, έμεναν συνήθως οικογενειάρχες κάθε εθνικότητας που είχαν όνειρο ζωής να γνωρίσουν από κοντά ένα από τους πιο διάσημους αρχαιολογικούς χώρους του πλανήτη και να περάσουν 3-4 μέρες με εκδρομούλες και επισκέψεις στα πέριξ αξιοθέατα. Παπάς, όμως πρώτη φορά έτυχε ένοικος στο σπίτι.

«Άκουσα να μιλάνε και κατάλαβα πως έρχονται από μακριά, από την Αμερική» συμπλήρωσε η Σούζυ σαν είδε το ενδιαφέρον του παππού για τον νέο τους γείτονα.

«Έχουν έλθει μέρες;» ρώτησε εκείνος.

«Ήλθαν προχτές» απάντησε η Σούζυ, θέλοντας να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά πως δεν της ξεφεύγει τίποτα από τη γειτονιά ούτε καλό ούτε ύποπτο.

«Άραγε θα φύγουν αμέσως;»

«Θα τους ρωτήσω» είπε με σιγουριά η Σούζυ.

«Πώς; Αφού ούτε καλημέρα δεν έχετε πει» απάντησε ο παππούς.

Η Σούζυ το εννοούσε πως θα βρει τρόπο να μάθει και το πέτυχε. Το ίδιο μεσημέρι βγήκε από την πόρτα της κουζίνας και βλέποντας πίσω από το φράχτη ένα μικρό κοριτσάκι να παίζει αμέριμνα στην κούνια, της είπε τάχα αδιάφορα:

«Welcome!»

«Γεια» απάντησε με αθωότητα κείνο στα ελληνικά και δυο αθώα γαλανά μάτια στράφηκαν προς το σπίτι.

«Ντάντυ, ένα κορίτσι».

«Καλημέρα πάτερ! Ευλογείτε!» χαιρέτησε η Σούζυ με σεβασμό, κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση. Είχε μάθει από τα αφεντικά της να σέβεται τα πιστεύω του άλλου, ακόμα κι αν δεν ταιριάζουν με τα δικά της.

Η συνέχεια ήταν προκλητικά ευνοϊκή. Ο παππούλης με μεγάλη χαρά αποδέχθηκε το γεγονός πως από την τρίτη μέρα γνωρίστηκε με τους γείτονες ή τέλος πάντων με την υπηρέτρια. Έμαθε στη συνέχεια την ύπαρξη του παππού, μα δίσταζε να ζητήσει να τον δει. Του έστειλε μόνο χαιρετίσματα και μια εικονίτσα της Παναγίας, ευλογία -λέει- από το Μοναστήρι στην Αριζόνα.

Ο παππούς που δεν είχε ιδέα αν στην Αριζόνα υπήρχε μοναστήρι, ενθουσιάστηκε όταν πήρε την εικονίτσα.

«Πες του να έλθει αύριο εδώ!» είπε στη Σούζυ.

Εκείνη συννέφιασε απότομα. «Κι αν το μάθει η κυρία; Πως ήλθε ξένος άνθρωπος στο σπίτι; Α πα πα! Φοβάμαι…»

«Πες του και θα σου δώσω μεγάλο δώρο!» είπε αυθόρμητα εκείνος, δίχως να πολυσκεφτεί τι έταζε.

«Τι θα μου δώσεις;» είπε βαριεστημένα εκείνη. «Λεφτά δεν έχεις, λογαριασμούς, κάρτες, όλα τα έχει η κυρία. Τα κοσμήματα της μακαρίτισσας τα έχει φυλαγμένα καλά. Τι θα μου δώσεις;»

«Πες του να ’ρθει και δε θα βγεις ζημιωμένη» της είπε σοβαρά.

Λίγο η περιέργεια, λίγο η λαχτάρα της μήπως βρεθεί ξανά ανέξοδος τρόπος επικοινωνίας με τα παιδιά της, η Σούζυ κανόνισε και ο νέος γείτονας χτύπησε την πόρτα τους το επόμενο πρωί. Τον συνόδευε η πρεσβυτέρα, μια νεαρή όμορφη κοπέλα που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό τους παιδί.

Τους έμπασε γρήγορα στο σπίτι και τους πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του παππού. Εκείνος ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και με λαχτάρα φίλησε το χέρι του παππούλη. «Δόξα τω Θεώ!» είπε ανακουφισμένος. Και κάνοντας νόημα στη Σούζυ να τους αφήσει μόνους στράφηκε προς τον ιερέα και είπε σιγανά, ψιθυριστά: «Έχω πατήσει τα 93. Όπου να ’ναι έρχεται το express να με πάρει. Έχω όμως μια εκκρεμότητα. Ο Θεός σε έστειλε. Θέλω να εξομολογηθώ».

Ο νεαρός ιερέας που δεν περίμενε την τροπή της επίσκεψης, τον κοίταξε ίσια στα μάτια κι η καλοσύνη όλη της ψυχής του είχε ανέβει ως τα εκεί και ξεχείλιζε.

«Πότε;» ψιθύρισε.

«Τώρα, μπορείς;» είπε παρακαλετά ο παππούς.

Ο ιερέας έκανε νόημα στην πρεσβυτέρα. Εκείνη έφυγε βιαστικά κι όταν γύρισε κρατούσε μια μικρή πάνινη τσάντα που ’ταν μέσα τυλιγμένο το πετραχήλι. Ύστερα αθόρυβα βγήκε από το δωμάτιο και πήγε προς το σαλόνι που ήταν η Σούζυ.

Ο ιερέας με αργές κινήσεις φόρεσε το πετραχήλι. Ψιθύρισε μια προσευχή κι ύστερα κατέβασε τα μάτια.

«Είμαι ληστής» είπε θαρρετά ο παππούς. «Έχω ληστέψει πολύ κόσμο, πολλούς πλούσιους κι αμέτρητους φτωχούς».

Ο ιερέας δεν μίλησε. Με κατεβασμένα μάτια μόνο άκουγε. Μόνο το δεξί του χέρι χώθηκε στην τσέπη του ράσου κι αναδεύτηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα τα χείλη κινήθηκαν ανεπαίσθητα στο ρυθμό των δακτύλων που κόμπο – κόμπο μετρούσαν τα δάκρυα μιας ψυχής και δέονταν γι’ αυτήν.

«Εργάστηκα 35 χρόνια στην Πολεοδομία, την πιο διεφθαρμένη υπηρεσία του δημοσίου, όπως λέει ο κόσμος και όχι άδικα. Στην αρχή ήμουν ένα απλός υπάλληλος. Ύστερα με τα χρόνια το δεξί χέρι του προϊσταμένου. Στη δουλειά και στην παγαποντιά. Εκείνος έκανε τις ρεμούλες κι εγώ ήμουν ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα σ’ εκείνον και στον κόσμο.

»Εκατοντάδες, χιλιάδες υποθέσεις. Από τις πιο απλές ως τις πιο δύσκολες. Δεν υπήρχε ταρίφα. Όσο πιο γρήγορα έπρεπε να βγει η απόφαση, τόσο ανέβαινε το κόστος του “γρηγορόσημου”. Δεν ήθελε κάποιος να πληρώσει; Ε, τότε θα αργούσε πολύ, πάρα πολύ η υπόθεσή του: μήνες, χρόνια. Μέχρι να έλθει παρακαλετός και να πει: “Όσα θέλετε, σας τα δίνω, αρκεί να βγει η απόφαση”.

»Την πρώτη φορά που πήρα χρήματα μού φάνηκε πως είχαν βγει από το φούρνο. Έκαιγαν. Τα χέρια μου ιδρώσανε. Ήταν 200.000 δραχμές, όταν ο μισθός μου ήταν 100.000 δραχμές. Δυο μηνιάτικα, έτσι για πλάκα, δώρο! Δεν ήξερα τι να πω στη γυναίκα μου που ήταν και θεοφοβούμενη. Τα έκρυψα. Έπειτα ήρθαν κι άλλα λεφτά. Κάποια στιγμή δεν ήξερα τι να τα κάνω. Έπρεπε να τα φανερώσω. Τότε έσκασε το οικόπεδο στην παραλία. Το είχε κατασχέσει η τράπεζα από έναν κακομοίρη που δεν είχε λεφτά να πληρώσει το δάνειο, γιατί τον σχολάσανε απ' τη δουλειά του. Μας ειδοποίησε ο διευθυντής της Τράπεζας -που είχε μεγάλη υποχρέωση στον δικό μου προϊστάμενο- και το χτύπησα σε πλειστηριασμό (ο Θεός να τον κάνει πλειστηριασμό!) Το φανέρωσα στη γυναίκα μου σαν δήθεν ευκαιρία και της είπα πως πήρα δάνειο από τη δουλειά.

»Στη συνέχεια έβαλα μπρος το σπίτι. Όλοι οι μηχανικοί ήταν δικοί μας. Οι άδειες βγήκαν αμέσως -κι ας ήταν στη ζώνη του αιγιαλού- και με ελάχιστη χρέωση. Ο μηχανικοί, οι εργολάβοι έκαναν τις πιο οικονομικές τιμές. Ας έκαναν κι αλλιώς, θα κοβόντουσαν με το μαχαίρι οι απαιτήσεις των πελατών τους. Όλοι κι όλα ήταν στο μεγάλο κόλπο.

»Η μεζονέτα χτίστηκε, διακοσμήθηκε, επιπλώθηκε, έγινε του κουτιού. Με τα χρήματα του απλού λαού. Που τους τα έφαγα σιγά - σιγά επί ολόκληρα χρόνια. Η γυναίκα μου ήταν περήφανη για μένα, δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό».

Εδώ ο παππούς έκανε μια μικρή παύση, σαν το αεροπλάνο που σταματά για λίγο στον τελικό διάδρομο απογείωσης, παίρνει φόρα κι αφήνει ό,τι γήινο πίσω του.

«Το Σεπτέμβρη του '95 έγινε ο μεγάλος σεισμός. Οι σεισμολόγοι όλα τα χρόνια έλεγαν για επικίνδυνα και σαθρά εδάφη που ήταν ακατάλληλα για οικοδομές, αλλά ποιος τους άκουγε; Όλα τα σπίτια που ’χαν χτιστεί δίπλα στην αμμουδιά τσακίστηκαν, κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα. Το δικό μου δε στάθηκε εξαίρεση. Όταν φτάσαμε -μας είχε βρει ο σεισμός στο δρόμο- η στέγη με τα κεραμίδια είχε γείρει κι είχε ακουμπήσει στο γκαζόν. Πόρτες, παράθυρα, έπιπλα είχαν γίνει ένα με τους γκρεμισμένους τοίχους.

»Τότε ξύπνησα για πρώτη φορά. Τότε είπα “αυτό ήταν η τιμωρία μου”. Η γυναίκα μου μόλις αντίκρισε το θέαμα σταυροκοπήθηκε και ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα. Η μοναχοκόρη μας έφυγε βρίζοντας. Μόνο εγώ ήμουν απολύτως ατάραχος. Ήξερα πως αυτό το σπίτι χτίστηκε στο σαθρό έδαφος της αδικίας κι ήταν η μοίρα του να χαθεί.

»Όσα δεν χάλασε ο σεισμός, τα αποτελείωσε η θάλασσα. Ένα δυνατό μπουρίνι μπήκε και αφάνισε ό,τι είχε απομείνει. Το κύμα ταξίδεψε τα οικοδομικά υλικά, τα έπιπλα κι όλα τα απομεινάρια της αδικίας, σαν αν ήθελε να τα εξαλείψει από προσώπου γης.

»Το (τότε) Υπουργείο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος αρνήθηκε να καταβάλλει αποζημιώσεις για έκνομες οικοδομικές πράξεις. Τώρα στο -μη πλέον οικοδομήσιμο- οικόπεδο έχουν κάνει κατοικία γλαροπούλια που παίζουν αμέριμνα μέσα στις καλαμιές που έχουν καλύψει τα πάντα.

»Θα μπορούσε να έχει τελειώσει εδώ η ιστορία της αδικίας. Αν δεν συνέβαινε κάτι που με τάραξε συθέμελα. Ήταν ένα βράδυ πριν από ενάμιση χρόνο. Δεν είχα ύπνο. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι, όταν θυμήθηκα πως η συγχωρεμένη η γυναίκα μου -μας άφησε εδώ και τέσσερα χρόνια- τα βράδια πριν τηνε πάρει ο ύπνος έβαζε σιγανά κι άκουγε έναν εκκλησιαστικό ραδιοφωνικό σταθμό  που ’χε αναμετάδοση στην περιοχή μας. Άνοιξα το λοιπόν, το μικρό ραδιοφωνάκι που ’ταν ακόμα ακουμπισμένο στο κομοδίνο της. Ήταν συντονισμένο στην ίδια συχνότητα από τότε. Χαμήλωσα την ένταση για να μην ενοχλήσω τους υπόλοιπους στο σπίτι και έστησα αυτί.

»Μια γλυκιά γυναικεία φωνή συνομιλούσε με κάποιον ηλικιωμένο κύριο που φαινόταν πως είχε μεγάλη μόρφωση, όχι μονάχα ανθρώπινη. Δεν κατάλαβα αμέσως για ποιο πράγμα μιλούσαν, θυμάμαι όμως πως τινάχτηκα σαν άκουσα τον ηλικιωμένο κύριο να λέει στη γυναίκα: “Παιδί μου, ξεχνάμε πως άλλο είναι η ανθρώπινη δικαιοσύνη κι άλλο το δίκιο του Θεού. Ο ληστής που ’ναι χωμένος στη φυλακή για χρόνια όταν αποφυλακιστεί, θα είναι εντάξει με τον ανθρώπινο νόμο. Με το Θεό όμως, δεν έχει κλείσει λογαριασμό. Και ίσως τον περιμένει ο Θεός και του παρατείνει τα χρόνια, για να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία μετάνοιας. Για να μη χαρεί ο διάβολος σαν σταθεί η ταλαίπωρη ψυχή του μπροστά στο θρόνο του Πανάγαθου”.

»Παππούλη μου, εκείνη την ώρα ένιωσα πως για μένα τα έλεγε ο ηλικιωμένος σοφός κύριος. Πως ήταν ένα σημάδι και μου έλεγε: “Πέρασες τα 90 κι ακόμα χρωστάς στο Θεό”. Ταράχτηκα. Εκείνη τη νύχτα ένιωσα πως ο Θεός με άφησε να ζήσω ως τα τώρα, για να προλάβω και να πω το μεγάλο κρίμα μου πριν το χώμα αφανίσει την ύπαρξή μου.

»Πρέπει να σου πω, πως μετά το σεισμό ξεκίνησα να πηγαίνω εκκλησία, να εξομολογούμαι, να μεταλαβαίνω. Αυτό όμως, το μεγάλο κρίμα δεν μπορούσα να το πω. Φοβόμουν. Ο τόπος εδώ είναι μικρός. Ο παπάς, καλός δε λέω, αλλά … Ο γαμπρός μου είναι ο τωρινός προϊστάμενος της Πολεοδομίας. Η κόρη μου έχει δικό της τεχνικό γραφείο. Τα δυο παιδιά τους σπουδάζουν στο Πολυτεχνείο. Φαντάζεσαι τι θα γινόταν αν -ὅ μοι γένοιτο- του ξέφευγε του παπά και έλεγε κάτι;

»Παρακαλούσα την Παναγία να στείλει κάποιον που να μην ξέρει κανέναν εδώ και να πάω να εξομολογηθώ. Και περίμενα … Περίμενα … Μήνες … ενάμιση χρόνο».

«Πόσο καιρό έχεις να κοινωνήσεις;» διέκοψε ήσυχα ο ιερέας.

«Από τότε που ξεκίνησε η πανδημία. Δεν με αφήνουν. Φοβούνται μην κολλήσω. Έτσι που μου ’ρχεται κάποια μέρα να πω της κοπέλας να καλέσει ένα ταξί και να πάω κρυφά. Μα … ούτε και να νηστέψω μπορώ. Εκείνοι κανονίζουν τα πάντα για μένα. Τι τρώω, τι φάρμακα παίρνω, τι κάνω …»

Ο παππούς σταμάτησε και κοίταξε στα μάτια τον ιερέα. Ύστερα τα έκλεισε σαν να του ’πε: «Τώρα η σειρά σου».

Δεν μίλησε για πολύ ο ιερέας. Μόνο στο τέλος είπε τονίζοντας μια - μια τις λέξεις: «Μπάρμπα Σπύρο, την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ, πήγα και βρήκα τον ιερέα της ενορίας σας. Χάρηκε πολύ και μάλιστα μεθαύριο που είναι του Σωτήρος, με παρακάλεσε να  λειτουργήσω στην ενορία σας, γιατί πρέπει να φύγει με την παπαδιά στην Αθήνα, για ένα θέμα υγείας της και το είχε έγνοια που θα άφηνε την ενορία χρονιάρα μέρα. Μετά τη Λειτουργία θα έλθω εδώ να σε κοινωνήσω».

Ο παππούς τον κοίταξε χωρίς να μιλά. Με έκπληξη και ευγνωμοσύνη συνάμα. Ο ιερέας έγειρε και άπλωσε το πετραχήλι απαλά πάνω στο γέρικο κεφάλι του παππού…

Την Παρασκευή 6 Αυγούστου του 2021, ανήμερα του Σωτήρος ο παππούς που περίμενε ενάμιση χρόνο αυτή τη στιγμή, μετέλαβε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».

Ύστερα, πιστός στην υπόσχεσή του, άνοιξε το μπλε χοντρό βιβλίο που ’χε στη Βιβλιοθήκη του και πήρε από μέσα 530€, όσα είχε προλάβει να κρύψει προτού η μονάκριβη θυγατέρα του ελέγχει ολοκληρωτικά τη ζωή του. «Έλα» είπε στη Σούζυ. «Πάρε κι εσύ το δώρο σου και σ’ ευχαριστώ πολύ!»

Εκείνη δεν πίστευε στα μάτια της. Το ποσό ήταν υπερβολικά μεγάλο για την εξυπηρέτηση που του έκανε. Ύστερα άρχισε να αναρωτιέται και να ψάχνει απαντήσεις. «Πού τα βρήκε τόσα χρήματα ο παππούς; Μήπως υπήρχαν πολλά χρήματα στο σπίτι;» Αυτά κι άλλα πολλά τριβέλιζαν το μυαλό της κι απάντηση ικανοποιητική δεν έβρισκε. Η απορία έδωσε τη θέση της στην πονηριά κι η πονηριά στην θρασύτητα.

«Θα μου δώσεις κι άλλα!» του είπε ξεδιάντροπα την άλλη μέρα.

«Μα πού να τα ’βρω;» είπε εκείνος απορημένος.

«Αν δεν μου δώσεις, θα σε μαρτυρήσω ότι έχεις λεφτά κι ότι έφερες τον παπά μέσα στο σπίτι».

Ο παππούς είπε ήσυχα: «Όσα είχα στα έδωσα. Τι θα πεις για τον ιερέα; Ότι εσύ του άνοιξες την πόρτα;».

Η Σούζυ ένιωσε πως χάνει έδαφος και δεν το ήθελε με τίποτα. Αποφάσισε να βγάλει τον άσσο από το μανίκι και να τον ρίξει στο τραπέζι.

«Άκουσα τι είπες στον παπά». Ο άσσος ήταν ψεύτικος, ανύπαρκτος, τίποτα δεν είχε ακούσει, μόνο καταλάβαινε πως ο παππούς είπε κάτι σημαντικό στον παπά.

Στο άκουσμα της φράσης ο παππούς πάγωσε. Δεν τον ένοιαζε να μαθευτεί το κρίμα του. Εξάλλου, όλα τα χρόνια κάποιοι της πιάτσας σιγοψιθύριζαν πως η Πολεοδομία δεν ήταν και η πιο διάφανη υπηρεσία του Δημοσίου. Το γαμπρό του και την κόρη του όμως… Δεν ήθελε με τίποτα να τους καταστρέψει. «Μικρό χωριό, κακό χωριό» λέει ο λαός. Μικρή ήταν η πόλη τους. Το παραμικρό όμως, έκανε το γύρο στις γειτονιές και τα καφενεία και συζητιόταν μέχρι να έλθει κάτι άλλο που θα το σκέπαζε.

Η ύαινα σκάναρε το φόβο στα μάτια του θύματος και έριξε τη χαριστική βολή: «Αν δεν μου δώσεις κι άλλα χρήματα μέχρι τη Δευτέρα, εγώ θα τα πω όλα».

Την Κυριακή έφυγε για το καθιερωμένο ρεπό της. Ο παππούς ήταν αμίλητος και σκεφτικός. Είχε φτάσει βράδυ και ακόμα δεν ήξερε τι να κάνει. Βυθισμένος στις σκέψεις του δεν άκουσε το τηλέφωνο που χτύπησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα όταν η τσιριχτή φωνή της θυγατέρας του τον αφύπνισε: «Και τι θα κάνω εγώ τώρα; Ποιος θα κάτσει μαζί του όλο το πρωί; Αλίμονό μου!»

Από τα μισόλογα και τις αντιδράσεις της κατάλαβε πως η Σούζυ, ύστερα από την Κυριακάτικη έξοδό της μαζί με άλλες ομοεθνείς της, παραπάτησε και στραμπούληξε άσχημα το πόδι της. Την είχαν μεταφέρει εσπευσμένα στο Νοσοκομείο όπου της τοποθέτησαν γυψονάρθηκα, τον οποίον θα αφαιρούσαν μετά της Παναγίας!

Είδε κι έπαθε να πείσει τη θυγατέρα του πως δεν χρειαζόταν να πάρει κι άλλη άδεια για να τον προσέχει, πως δεν θα κουνούσε ρούπι από το κρεβάτι (ας είναι καλά οι πάνες ακράτειας!), πως θα έπαιρνε τα φάρμακά του την ώρα που θα του τηλεφωνούσε, πως θα έτρωγε το φαγητό από το ταπεράκι που ήταν δίπλα του στο τραπεζάκι, πως αν συνέβαινε το παραμικρό θα τους έπαιρνε τηλέφωνο (είχε γίνει μέσα σε μια μέρα ο καλύτερος μαθητής στη χρήση των προεπιλεγμένων κλήσεων του κινητού του), πως θα ήταν ένας υπάκουος και φρόνιμος παππούς… Δέχτηκε εκείνη. Κανείς ωστόσο, στο σπίτι δεν είχε αναρωτηθεί γιατί τις τελευταίες μέρες είχε μια ανεξήγητη χαρά και μια γαλήνη.

Ξημέρωσε η Παρασκευή 13  Αυγούστου του 2021. Ο παππούς Σπύρος είχε πλέον μάθει μια χαρά το μάθημά του. Δεν κουνούσε από το κρεβάτι του κι ήταν όλοι ήσυχοι πως δεν θα πάθαινε τίποτα, μέχρι να επιστρέψει η Σούζυ.

Έκανε την προσευχή του, πήρε το πρωινό του, τα φάρμακά του κι ύστερα με μια διάθεση ανεξήγητη κι έναν ενθουσιασμό μικρού παιδιού, έβαλε τον αγαπημένο του σταθμό να ακούσει. Μα ως φαίνεται, είχε κάποιο πρόβλημα ο αναμεταδότης και δεν μπορούσε  να ακούσει καθαρά τι λέγανε.

Έκλεισε το ραδιόφωνο. Έπιασε να σιγοψέλνει. Τα τραγούδια της Μεγάλης Μάνας. Σαν τότε που ήταν μικρό παιδί και τον έπαιρνε η δική του γιαγιά από το χέρι να ακούσουν την Παράκληση στην εκκλησιά του χωριού τους. Τότε που ήταν όλα αθώα. Τότε, που μαζί με τα χείλη του ακουμπούσε και την ψυχή του στο εικόνισμα της Παναγιάς το πνιγμένο από τα άνθια.

«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε …». Πήρε βαθιά ανάσα για να συνεχίσει.

«…Γεθσημανῆ τῷ χωρίῳ …»

Έκανε μια μεγάλη παύση, μα ήθελε πολύ να συνεχίσει.

«… κηδεύσατέ μου το σῶμα». Τώρα η ανάσα του είχε γίνει κοφτή και γρήγορη. Σταμάτησε το ψάλσιμο κι έλεγε τα λόγια συλλαβιστά.

«… καὶ σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου …»

Σταμάτησε απότομα, σαν να μην είχε άλλη αντοχή. Ήθελε όμως, τόσο πολύ να αποτελειώσει το τραγούδι της Μάνας!

Έκανε μια ύστατη προσπάθεια.

«… παράλαβέ μου το πνεῦμα».

Έκανε τρεις κοφτές εκπνοές.

Ύστερα έγειρε ήσυχα το κεφάλι. Σαν πουλάκι. Ανάμεσα στο ντιβάνι και τον τοίχο. Δίπλα από την χάρτινη εικονίτσα Της, την πνιγμένη με τα άνθια της μετανοίας του.


Υπ.

Αφιερωμένο σε εκείνους που «ξεφορτώνουν αδιάκοπα ουρανό»(*) στις ψυχές μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: