9/2/18

Νύχτα Τσικνοπέμπτης: Μια πολύ διδακτική ιστορία


Αποτέλεσμα εικόνας για μασκαράδες

«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης; Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη;

Θαρρείς και δεν την κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος με κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, να αμαρτήσουν όσο γί­νεται περισσότερο. Γιατί απόψε είναι Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από το σπίτι του».Αυτά σκεφτότανε ο παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.- ’Α, παπαδιά μου, το κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στη γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα.Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.- Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.

Στο σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πια τα μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ο παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε και κείνος νά πάει για ύπνο,όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στον παπα-Θανάση.

– Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.

– Γιατί φοβάσαι; την καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μας κτυπούν τέτοια ώρα τηήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις το σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.

– Ναι, μα απόψε…

Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.

– Πάτερ μου, με συγχωρείτε πού ήρθα τέ­τοια ώρα, όμως η μάνα μου πεθαίνει και ζητά να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.

Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρό­λο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τα δάκρυά του δίχως ντροπή να τρέχουν.

– Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, και γω πάω ως την εκκλησία να πάρω τη θεία Κοινωνία και έρχομαι αμέσως.

’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.

– Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γ ιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»

Η παπαδιά μιλούσε και κείνος την κοίταζε αυστηρά.

– Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου;’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.

Ντύθηκε ο παπα-Θανάσης και βγήκε στο δρό­μο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δεν τον απασχολούσαν καθόλου οι μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του.Ένα μόνο τόν απασχολούσε, να προλάβει να δώσει το «φάρμακο της αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.

Πήρε με δέος στα χέρια του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και ξαναβγήκε στό δρόμο. Δεν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε να προλάβει.Σέ μιά στροφή του δρόμου άκουσε γέλια και φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Την ευχή σου Δέσποτα!», μα δεν γύρισε να κοιτάξει. Και τότε, δεν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μια παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν να τον σταματήσουν.

– Συνάδελφε, που πάμε;

Ένας νεαρός μασκαρεμένος σε παπά, με χνώτο που μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στο χέρι ένα σταυρό. Τα ’χασε ο παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε την επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.

‘Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μι­λήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;

– Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!

Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίτα­ξε χωρίς νά μιλα.

– Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τρά­βηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί…

– Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.

– Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.’Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλ­ληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.

Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο.Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;

– Πάτερ, Πάτερ!

Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμά­τη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.

– Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και… καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν… δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο…

Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.

– Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.

Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.

Ναι, ο Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.

– Πάτερ, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ο νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ο παπα-Θανάσης κλείδωνε το ναό, αφήνοντας ξανά μέσα το Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ο βοη­θός σας, το παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχω­ρήσει ο θεός για την ιεροσυλία πού έκανα.- Άμποτε, παιδί μου, να το φορέσεις το ράσο κι αληθινά, είπε ο παπα-Θανάσης και τον ευλόγησε με τα δυο του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τον Ίδιο τον Κύριο. Και παράξενο ο παπα-Θανάσης είχε τη σιγουριά πώς αυτό θα γινό­ταν κάποια μέρα! Και ακόμα πιο παράξενο την ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ο νεαρός.

Πηγή: www.pronews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: