8/2/12

27ο Παιδαγωγικό Συνέδριο - Η εισήγηση του κ. Ιατρού Γ., δικηγόρου


Στις 24 Σεπτεμβρίου 1834 εν μέσω Βαυαροκρατίας διεξήχθη ενώπιον του «εν Ναυπλίω Εγκληματικού Δικαστηρίου» μία περίεργη δίκη. Κατηγορούμενοι δύο δικαστές: o Αναστάσιος Πολυζωίδης από το Μελένικο της Μακεδονίας (σημερινής Νότιας Βουλγαρίας) και ο Ζακυνθινός Γεώργιος Τερτσέτης. Οι κατηγορίες που τους αποδόθηκαν βαρύτατες, με κυριότερη ότι στις 23 Μαΐου 1834 o πρώτος ως πρόεδρος και ο δεύτερος ως μέλος του «εν Ναυπλίω Πενταμελούς Εγκληματικού Δικαστηρίου» αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση κατά των Θ. Κολοκοτρώνη, Δ. Πλαπούτα, Κίτσου Τζαβέλλα και λοιπών αγωνιστών.
 

Στην απολογία του που αποτελεί τρανό μνημείο της νομικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου και, που φυσικά, δεν διδάσκεται σε καμία εν Ελλάδι νομική σχολή ή Σχολή Δικαστών, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης αναφέρει εμφατικά πως «...Η έννοια του δικαίου είναι σχετική. Από τόπο σε τόπο, αλλάζει. Το δίκαιο για να είναι δίκαιο, έχει ανάγκη από ιθαγένεια. Από εθνισμό». Η έννοια του εθνισμού που είχε πρωτοδιατυπωθεί το 1826 από τον συγγραφέα και πολιτικό Νικόλαο Σπηλιάδη στα «Απομνημονεύματά» του, δηλώνει την αγάπη και αφοσίωση ενός ατόμου προς το έθνος του ως αυθύπαρκτη και ισότιμη συνυπάρχουσα οντότητα στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας.
 



Αυτή την αφοσίωση διατράνωσαν οι Έλληνες με τα δημοκρατικά  συντάγματα της Επιδαύρου (1822) του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827). Το τελευταίο, το οποίο αποτελείτο από 150 άρθρα διακήρυττε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: "Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού". Τη ρητή αυτή διακήρυξη επαναλάμβαναν όλα τα ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας εμπεριέχει την αρτιότερη και πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ των Συνταγμάτων της εποχής του.
 

Παρά ταύτα, στα 182 χρόνια ελεύθερου βίου τού ελληνικού κράτους η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε σχεδόν πάντοτε από τους ξένους ως «μία πρώην αποικία που το γεγονός ότι απέκτησε την ελευθερία της, δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι αποικία». Δυστυχώς, την αντίληψη αυτή υιοθέτησαν πολύ σύντομα και φρόντισαν να διατηρείται μέχρι τις μέρες μας και πολλοί συμπατριώτες μας, εμφανίζοντας μονίμως συμπλέγματα κατωτερότητας τόσο προς την πολιτισμένη Δύση, όσο και εσχάτως προς την φαινομενικά ευημερούσα Ανατολή.
 

Αυτό οδήγησε, σε αντίθεση με τις άλλες μορφές κοινωνικής ζωής και δράσης, στις οποίες ο ιδεολογικός ολοκληρωτισμός υπήρξε παράγωγο αίτιο, στην περίπτωση του δικαίου, να αποτελέσει λογικό ή αναμενόμενο επακόλουθο.
 

Αφού λοιδορήσαμε την παράδοσή μας, βγάζοντας τα ρωμαίικα και φορώντας φράγκικα σε κάθε πτυχή της ζωής μας, φέρνοντας εντός των τειχών τους νόμους της Εσπερίας, αλλά όχι την ευνομία της.
 

Αφού αναισθητοποιήσαμε τους άγραφους νόμους, διαγράφοντας την ηθική όχι μόνο ως έννοια από τον εγκέφαλό μας, αλλά και ως βίωμα.
 

Αφού κάναμε παντιέρα μας την «άγαν ελευθερία», λησμονώντας ότι τα όρια της σταματούν εκεί που κατά τον Ρήγα ξεκινά η ελευθερία του άλλου, οχυρώνοντας έτσι την ύπαρξή μας και ανοχυρώνοντας την συνύπαρξη όλων.
Αφού αποτύχαμε να διεκδικήσουμε με ήθος, ευπρέπεια και αγωνιστικότητα το δίκαιο, την κατά τους Λατίνους «τέχνη του καλού και του ίσου», αλλά απαιτήσαμε με πρωτογονισμό και εγωιστικό πάθος το δίκιο μας και μόνον αυτό, ως άλλοι φανατικοί οπαδοί κραυγάζοντας και χειρονομώντας από την κερκίδα της ιδιοτέλειας.
 

Αφού εξαχρειώσαμε την παιδεία μας μη ορθοτομώντας την πορεία των παιδιών μας προς την αλήθεια και τη γνώση ως παράγοντες εσωτερικής διαφώτισης και αφύπνισης των πνευματικών τους δυνάμεων, που θα τα εθίσει να επιλέξουν ελεύθερα και συνειδητά τον σεβασμό προς το ανθρώπινο πρόσωπο και, επομένως, και προς τους νόμους.
Αφού, τέλος, εξορίσαμε τον Θεό στον ουρανό φιλοσοφώντας παρά φύσει περί αλήθειας, δικαιοσύνης, τιμιότητας, ισότητας και λοιπών αξιών, αποφασίσαμε κάποτε και να νομοθετήσουμε.
 

Τότε, με σοκ και δέος, πέφτοντας από το συννεφάκι του ωφελιμισμού μας,  ακούσαμε πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Και αντί να εξεγερθούμε για την κοροϊδία και την προσβολή, αντί συλλογικά και συντεταγμένα, πρώτοι εμείς οι νομικοί και ύστερα όλοι εσείς οι ενεργοί πολίτες, να απαιτήσουμε εξηγήσεις για τη διαπόμπευση της έννοιας του δικαίου, να διατρανώσουμε την κάθετη εναντίωσή μας στην επιχειρούμενη εξαχρείωση, όχι μόνο σιωπήσαμε ενοχικά, αλλά κατά τον λόγο του Σεφέρη «Ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Ευμενίδες. Μας πήρανε για πεθαμένους κι έφυγαν» ( Γ. Σεφέρης, «Όλα περνούν», το τρίτο από τα «πέντε ποιήματα του κ. Στρατή Θαλασσινού»). Όλοι βρήκαμε επιτέλους με ανακούφιση την δικαιολογία, που τόσο καιρό αποζητούσαμε.
 

Πώς, άραγε, απαιτούμε να αποδίδεται το δίκαιο εντός των δικαστικών αιθουσών, όταν στην καθημερινή μας ζωή το έχουμε εξοβελίσει όχι ως έννοια, αλλά ως στάση ζωής από τη συμπεριφορά μας; Πώς απαιτούμε δικαιοσύνη, όταν όχι μόνο στα μεγάλα και σημαντικά, αλλά και στα μικρά και ασήμαντα φροντίζουμε να φοράμε «καλύπτρα δικαιοκρισίας»; Πώς θέλουμε ισότητα, όταν στην πρώτη ευκαιρία δεν αμελούμε από ακούσια θύματα να μετατραπούμε σε ανελεήμονες θύτες;
 

Κάναμε, δυστυχώς, τον αμοραλισμό συρμό. Επινοήσαμε από-ενοχοποιητικά στηρίγματα, για να μην εμποδιζόμαστε από καμία ηθική αναστολή στα λόγια και στα έργα. Καταντήσαμε στο σημείο, όχι μόνο να ιδεολογικοποιήσουμε την ανηθικότητα, αλλά και να την νομιμοποιήσουμε. Κάθε πράξη είναι επιτρεπτή, εφόσον μας ευχαριστεί. Έτσι, στερημένοι από κάθε αισιόδοξη προοπτική, δίχως εμπειρικές ψηλαφήσεις της «όντως Ζωής», επιβιώνουμε τυφλά εγκλωβισμένοι στην εικονολαγνεία των νέων ναών της δικαιοσύνης, των Μ.Μ.Ε. Γιατί λοιπόν να μην ψηφίζουμε ανήθικους νόμους; Γιατί να μην καταλύουμε με αστείες παρερμηνείες άνευ ετέρου το Σύνταγμα μας; Γιατί να μην σιωπούμε εκκωφαντικά μπροστά στην αδικία; Σημασία έχει να μην χάσουμε το δίκιο το δικό μας. Τότε μόνο η δικαιοσύνη είναι καλή και απονέμεται ορθά, όταν αποδίδει σε μας αυτό που εμείς απαιτούμε.
 

Έτσι, σήμερα, μέσα σε μία πραγματικότητα ξαφνικά κενή από χρήματα, φώτα και οράματα, νιώθουμε τη συνείδησή μας ξένη και τους εαυτούς μας μακριά από αυτή. Σε αυτή την εξορία, τη στερημένη από τις αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδας ή από την ελπίδα μιας γης της επαγγελίας η λύση είναι μία: να ξαναβρούμε το χαμένο ήθος, το ήθος που ταυτίζεται με την ανθρωπιά και την απάρνηση όσων μας έφεραν ως εδώ. Κάποτε στα ελληνικά γινόταν λόγος για ήθος και η λέξη αυτή βάραινε στις συνειδήσεις. Σήμαινε τη φρόνηση και την αρετή, που δεν κερδίζεται ούτε με την ευρυμάθεια, ούτε με την υποταγή σε καλούπια και ανθρώπινους κώδικες συμπεριφοράς.
 

Εάν επιθυμούμε ειλικρινά το δίκαιο μας να ανακτήσει την καταρρακωμένη ισχύ του, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως υπήρξαμε με δόλο και πρόθεση παραβάτες του και, με ενσυνείδητη μεταμέλεια να αποδείξουμε πως, «όσο ζούμε σκοπός μας η αλήθεια, μέχρι με μια χούφτα χώμα να μας κλείσουνε το στόμα». Είναι τούτο καθήκον μας ορισμένο από το Σύνταγμά μας, που στην ακροτελεύτια διάταξή του στο άρθρο 120§4 επιτάσσει: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
 

Τότε και μόνο τότε θα ανακτήσουμε το ηθικό έρεισμα να σιγοψιθυρίσουμε προσευχητικά με το στόμα του ποιητή του Αιγαίου πως «Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στην Τήνο, που να ’ρθει με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο απ’ όλων των λογιών της Τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τ’ απομεινάρια» (Οδ. Ελύτης, Ιδιωτική οδός).

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

μνημείο λόγου!
συγχαρητήρια
γδμ