Ο μπάρμπα-Νικόλας πολύ νωρίς πήγε κοπέλι στο Μοναστήρι. Δόθηκε αμισθί στην υπηρεσία των Γερόντων. Μετά την στρατιωτική του θητεία, γύρισε στα παλιά του λημέρια στο Μοναστήρι της Παναγίας. Ανέλαβε την πιο ταπεινή διακονία. Περιποιόταν τα μεταγωγικά ζώα και τα ετοίμαζε για την μεταφορά των Γερόντων στις διάφορες αποστολές. Όταν μεγάλωσα, μου εκμυστηρεύτηκε τους καημούς του.
- Αχ παιδί μου, φοβάμαι πως άνθρωπος δεν θα βρεθεί να φροντίζει τα ζώα για τους παπάδες μας. Θα πιάνουνε τα βρωμισμένα και κατουρημένα σχοινιά κ' έπειτα θα λειτουργούνε. Δύστυχα χρόνια σας περιμένουν. Μόνον καλαμάρια θα βαστούνε και ο εαυτός τους πάνω απ' όλους. Θα απουσιάζει τέλεια από την καρδιά τους η αγάπη, ο σεβασμός και προπάντων το πνεύμα της αυτοθυσίας. Τα χέρια θα τα θέλουν τρυφερά σαν των κοπελούδων. Τα ρούχα καθαρά, ατσαλάκωτα. Λουσάτοι θα περπατούν σκόλη - καθημερινή. Κάθε τι που βρωμίζει τα χέρια θα το αποφεύγουν, αλλά της ψυχής την βρωμιά θα την στοιβάζουν όπως τ' αλώνια τα στάχυα στην θημωνιά.
Τις μυρωδιές από μακριά θα τις οσφραίνεσαι. «Έρχεται άνθρωπος - θα λες - περιποιημένος». Αλλά στο πρόσωπό του δεν θα σημειώνεται το φως του Χριστού. Θα είναι απεχθής, αποκρουστικός, και θα λες «Καλύτερα να συναντούσα θηρίο, παρά άνθρωπο». Γιατί και τα ζώα, αν δεν τα τρομάξεις με αγριάδες, έχουν και αυτά χάρη μέσα στον δικό τους χώρο. Εδώ πού κάθομαι, βλέπω και ακούω τα παιχνίδια των πουλιών στον ευκάλυπτο και ευφραίνομαι. Και τα αποκρουστικά ποντίκια έχουνε χαρούμενα παιχνίδια μεταξύ τους.
Συνέχισε για πολλή ώρα να αραδιάζει τα σκιρτήματα των ζώων μέσα στη φύση και έλαμπε το πρόσωπο του σαν να χοροπήδαγε και αυτός μαζί τους.
Ο γέρο-Νικόλας είχε το πάθος του καπνίσματος.
- Δυστυχώς -μου έλεγε- μου έμεινε αυτό το πάθος, για να είμαι αφ' εαυτού μου παραγκωνισμένος και από τον Θεό και από τους ανθρώπους. «Άφησε τον -λέγει ο πειράζων-δικός μου είναι, αφού φουμέρνει».
Τον ρώτησα αν κάπνισε εντός του Μοναστηρίου.
- Ποτέ, παιδί μου. Πάντα βγαίνω έξω στην άκρια της πεζούλας, γιατί η Παναγία πάνω από την εξώθυρα πολλές φορές με παρηγόρησε. Ο καπνός του τσιγάρου μακριά από τους θησαυρούς της πίστεώς μας.
Ο γέροντας Φιλόθεος πολλές φορές του πρότεινε το μοναχικό σχήμα.
- Όχι, δεν συμβαδίζει στον δρόμο της αφιέρωσης τσιγάρο και μοναχισμός. Στο χέρι του μοναχού πάντα το κομποσκοίνι και ο Σταυρός υπάρχει. Θα σας πω εγώ πότε θα είμαι έτοιμος για τα ενδύματα των μοναχών.
Σαν διάβηκαν τα χρόνια και κόντυναν οι μέρες της ζωής του, τον αμείβει ο Θεός, προβλέποντας τον θάνατό του. Καλεί τον ηγούμενο στο κελί του.
- Γέροντα, σε σαράντα μέρες φεύγω. Τελείωσε με μοναχό. Να μη σας αποχωριστώ ούτε στην άλλη ζωή, γιατί άκουσα από τούς παλαιούς πατέρες, πώς άλλος ο τόπος των μοναχών στην αιώνια ζωή και άλλος των λαϊκών.
Έγινε μοναχός μέσα σε μια βαθειά κατάνυξη. Κανείς δεν πίστεψε την πρόρρησή του. Όμως σε τεσσαράκοντα μέρες μετέστη, για να λάβη τα γέρα των κόπων του. Στην ταφή του ευωδίασε άρρητη μυρωδιά. Οι άνθρωποι πού κατέβασαν το σώμα στον τάφο έλεγαν:
- Αν δεν μας πιστεύετε, μυρίστε τα χέρια μας.
Ο Γέρων πρόσταξε να γονατίσουν όλοι προς ανατολάς. Όταν τελείωσαν την προσευχή, κάλυψαν τον τάφο. Σ' όλους έμεινε η βεβαιότητα. «Ο Κύριος τον συγκαταρίθμησε μετά των απ' αιώνος Οσίων».
Η ευχή του να μας κρατήσει στην ταπείνωση και την αγία αφανή διακονία. Αμήν.
Περιοδικό ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ, ΤΕΥΧΟΣ 701.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΡΧ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΖΟΥΜΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ
1 σχόλιο:
Διδακτικό και Αξίζει για Προβληματισμό.
Δημοσίευση σχολίου