Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος ἔφθασε στὴ χώρα ἐκείνη, ὅπου ἡ φλόγα τῆς πίστεως εἶχε ἀπὸ χρόνια σβήσει. Ἔσκυψε πάνω στὶς στάχτες εἰκοσιπέντε χρόνων μανιακῆς ἀθεΐας, βρῆκε μιὰ σπίθα οὐράνια κι ἄναψε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ σπίθα τὴ μεγάλη φλόγα ποὺ φώτισε καὶ ζέστανε τὶς παγωμένες καρδιὲς ἑνὸς βαρύτατα τραυματισμένου λαοῦ.
Ὁ Ἀναστάσιος δὲν ἦταν συνηθισμένη μορφή. Ξεκίνησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία του ὡς κατηχητὴς καὶ λαϊκὸς θεολόγος ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ζωή», χειροτονήθηκε ἀργότερα ἱερέας (1964) καὶ ἀναδείχθηκε καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν (1972).
Τολμηρὸς καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ ἱεραποστολικὸ ζῆλο πῆγε ὡς ἱεραπόστολος στὴν Ἀφρική, ὅπου ἐργάσθηκε γιὰ μία δεκαετία μὲ ἀκαταπόνητο ζῆλο γιὰ τὴ μετάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Οὐγκάντα, τὴν Κένυα καὶ ἄλλες χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς. Κατὰ τὴν ἐκεῖ ὡστόσο διακονία του προσβλήθηκε ἀπὸ ἑλονοσία καὶ ἔφθασε στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου. Τότε, ἀναμένοντας τὸ τέλος του, προσευχήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Θεέ μου, μπορεῖς νὰ ἔχεις πολλὰ παράπονα ἀπὸ μένα, ἀλλὰ προσπάθησα νὰ σὲ ἀγαπήσω».
Τελικὰ ξέφυγε τὸν κίνδυνο. Ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο ἀδικήθηκε, παραμερίσθηκε καὶ διώχθηκε. Ὡσότου τὸ 1991 ὡς Ἔξαρχος καὶ ἀπὸ τὸ 1992 ὡς Ἀρχιεπίσκοπος κλήθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σὲ ἔργο τιτάνιο: νὰ ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν τὴ σβησμένη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας.
Μὲ τὴ διαρκὴ καχυποψία τῶν ἀρχῶν, λόγῳ τῆς Ἑλληνικῆς του καταγωγῆς, μὲ ταπεινὴ ὅμως ἀναστροφή, ἀνοιχτὸ ἐνδιαφέρον πρὸς ὅλους τοὺς πολίτες τῆς χώρας καὶ μὲ τὸ τεράστιο διεθνὲς κύρος του κατόρθωσε αὐτὸ ποὺ ἔμοιαζε ἀκατόρθωτο: Μέσα ἀπὸ τὶς στάχτες τῆς ἀθεΐας ἀναστήλωσε μιὰ Ἐκκλησία θαυμαστή. Χειροτόνησε 160 νέους κληρικοὺς μὲ ὑψηλὴ μόρφωση, ἐπιμελήθηκε τὴν ἔκδοση λειτουργικῶν καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, φρόντισε γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση 155 νέων ναῶν, τὴν ἀναστήλωση 70 μοναστηριῶν καὶ ἐκκλησιῶν, τὴν ἐπισκευὴ ἄλλων 162 ναῶν καὶ 45 ἐκκλησιαστικῶν κτηρίων (Ἀρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, σχολεῖα, κλινικές, ξενῶνες, κατασκηνώσεις νεολαίας, κ.ἄ.), στὸ σύνολο 455 κτήρια καὶ πλῆθος ἄλλων ἔργων, ποὺ θὰ χρειάζονταν σελίδες ὁλόκληρες γιὰ νὰ ἀναφερθοῦν διεξοδικά.
Τὸ ἐπισημότερο οἰκοδόμημά του ὑπῆρξε ὁ Ναὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴν κεντρικὴ πλατεία τῶν Τιράνων. Συμβολίζει τὴν ἀνάσταση μιᾶς σβησμένης Ἐκκλησίας.
Εἶπε κάποτε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος: «Εἶμαι ἁπλῶς ἕνα κερὶ ἀναμμένο μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα. Φωτίζω, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ βλέπει τὴν εἰκόνα. Μία μέρα τὸ κερί μου θὰ σβήσει. Ὅταν συμβεῖ αὐτό, κάποιος ἄλλος πρέπει νὰ ἔρθει καὶ νὰ ἀνάψει τὸ δικό του κερὶ μπροστὰ στὴν εἰκόνα. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ἡ εἰκόνα, καὶ ὄχι τὸ κερὶ ποὺ τὴ φωτίζει».
Πλέον τὸ κερὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου, ἀφοῦ φώτισε ἐπὶ 33 χρόνια τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὴν κάποτε ἄθεη Ἀλβανία, ἔσβησε τὴν 25η Ἰανουαρίου 2025.
Τώρα ἀναμένουμε τὸν ἑπόμενο, ποὺ θὰ ἀνάψει τὸ δικό του κερί.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος ὑπῆρξε ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ παγωμένη χώρα. Τὴ ζέστανε μὲ θεία πνοὴ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του· ἔφερε τὴν ἀνάσταση.
Εὐλογημένος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου