7/9/16

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (1927-2016)



Ἡ ὥρα ἦταν τετάρτη πρωινὴ καὶ δέκα πρῶτα λεπτά. Κυριακὴ 4 Σεπτεμβρίου. «Ὁ ἀπροσωπόληπτος ἐκβιαστὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους», ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε ὀνομάσει τὸν θάνατο στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐμπνευσμένου ἔργου του «Τὸ μυστήριον τοῦ θανάτου», τὸν πλησίασε. Ἔκλεισε ἁπαλὰ τὰ εὐγενικά του μάτια, χώρισε τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἔμεινε νὰ θεωρεῖ μὲ δέος τὸν ἀφοσιωμένο δοῦλο τοῦ Θεοῦ Νικόλαο νὰ πορεύεται τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν τετελειωμένων πνευμάτων πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, συνοδευόμενος ἀπὸ ἀγγέλους φωτεινούς, γιὰ νὰ λειτουργεῖται πλέον ἐκεῖ, στὴν ἀτέλειωτη λειτουργία τῆς θείας Βασιλείας. Ἡ ἀποστολή του εἶχε τελειώσει.

Νικόλαος Βασιλειάδης. Δρῦς ὑψίκορμος. Στύλος τῆς Ἀδελφότητός μας καὶ ἐκ τῶν συν­ιδρυτῶν αὐτῆς. Πολυτάλαντος. Πνευματέμφορος. Ἐμπνευσμένος. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀλλιῶς; Σπλάχνο αὐτὸς τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου, πυρπολούμενος ἀπὸ τὴν ἱε­ρὴ φλόγα τῶν ἡρώων της, τῶν ὁποίων τὸν τιτάνιο ἀγώνα περιέγραψε μὲ πάθος στὸ συγκλονιστικὸ ἔργο του «Ἐθνομάρτυρες τοῦ Κυπριακοῦ Ἔπους 1955-59».

Ὁ Νικόλαος Βασιλειάδης γεννήθηκε στὴν Ἄχνα τῆς Ἀμμοχώστου τῆς πολύπαθης Κύπρου μας στὶς 6 Δεκεμβρίου 1927, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ γι’ αὐτὸ πῆρε τὸ ὄνομα Νικόλαος. Ἀπὸ μικρὸς γνώρισε τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς καὶ συνάντησε τὸν θάνατο νωρίς, ἀφοῦ σὲ ἡλικία μόλις 7 ἐτῶν συνόδευσε στὸν τάφο τὴ γλυκιὰ μητέρα του. Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς Ἀγγλοκρατίας στὴν Κύπρο δοκιμάσθηκε φοβερὰ ἀπὸ τὴ φτώχεια, γι’ αὐτὸ καὶ ἐργαζόταν σκληρὰ σὲ βαριὲς χειρωνακτικὲς ἐργασίες, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή του.

Στὴν Ἀθήνα ἦλθε τὸ 1949 ὡς φοιτητὴς τῆς Θεολογίας. Τότε συνδέθηκε μὲ τὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ζωὴ» καὶ ἄρχισε νὰ συμμετέχει στὸ ἱεραποστολικό της ἔργο. Κατὰ και­­ροὺς μετέβαινε στὴν Κύπρο μὲ διάφορες ἀποστολὲς καὶ ποτὲ δὲν ξεχνοῦσε τὸ μαρτυρικὸ νησί, τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴν Κερύνεια καὶ τὴν Πάφο, ὅπου πέρασε τὰ πρῶτα παιδικά του χρόνια. Τὸ ἄλυτο μέχρι σήμερα πρόβλημα τῆς Κύπρου μάτωνε τὴν εὐαίσθητη καρδιά του. Πάντοτε πίστευε ὅτι ὁ δίκαιος Θεός δὲν θὰ ἀφήσει τὸν βάρβαρο κατακτητὴ νὰ καταπατεῖ τὰ ποτισμένα μὲ αἷμα μαρτύρων καί ἡρώων χώματα τῆς ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἑλληνικότατης Κύπρου μας.

Ὁ μακαριστὸς ἀδελφός μας ἐργάσθηκε ἀπο­δοτικὰ σὲ διάφορους τομεῖς τοῦ ἱε­ραποστολικοῦ ἔργου τῆς Ἀδελφότητος.

Διακρίθηκε ἰδιαίτερα ὡς ἱεροκήρυξ καὶ διδάσκαλος τῶν θείων ἀληθειῶν. Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τὸ διακονοῦσε μὲ ἱεροπρέπεια, ὡς ἱερουργία. Κήρυττε μὲ θαυμαστὴ σαφήνεια, μὲ δυνατὸ καὶ ὑψηλὸ λόγο, μὲ βαθιὰ πίστη, μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἱερὸ ἐνθουσιασμό. Ὁ λόγος του συγκινοῦσε, συνήρπαζε καὶ ἐνθουσίαζε τὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν του. 

Μὲ τὶς ἱκανότητές του, τὶς πολλὲς γνώσεις του, προπάντων μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὸν παλμὸ τῆς καρδιᾶς του στήριζε τοὺς πιστοὺς φοιτητές. Ἦταν ἀπὸ τὰ ἡγετικὰ στελέχη τῆς «Χριστιανικῆς Φοιτητικῆς Δράσεως». Γενιὲς φοιτητῶν μὲ εὐγνωμοσύνη ἀναπολοῦν τὶς βα­θυστόχαστες διαλέξεις του, τὰ φροντιστήρια μὲ ποικιλία οἰκοδομητικῶν, πνευματικῶν καὶ ἀπολογητικῶν θεμάτων, τὶς ἐνδιαφέρουσες συζητήσεις, τὶς ἐξορμήσεις στὰ Πανεπιστήμια, τὶς ὄμορφες καὶ ἀλησμόνητες ἡμέρες ποὺ ἔζησαν μαζί του στὰ φοιτητικὰ οἰκοτροφεῖα, στὶς ἐκδρομὲς καὶ τὶς κατασκηνώσεις.

Ὀργάνωσε ἄριστα τὸν Τομέα Ἐπιστημόνων τοῦ συνεργαζόμενου μὲ τὴν Ἀδελφότητά μας ἱεραποστολικοῦ Συλλόγου «Ὁ Μέγας Βασίλειος», δημιούργησε καὶ ἀνέδειξε σὲ ὑ­ψηλὸ ἐπίπεδο τὸ φοιτητικὸ καὶ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ «Ἡ Δράση μας» καὶ πρωτοστατοῦσε στὴ διοργάνωση τῶν Παιδαγωγικῶν Συνεδρίων τοῦ Συλλόγου, ποὺ ἐπὶ μακρὰ σειρὰ ἐτῶν μὲ τὴν ποικιλία τῶν θεμάτων τους στηρίζουν ἑκατοντάδες ἐκπαιδευτικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων στὸ δύσκολο καὶ πολὺ ὑπεύθυνο ἔργο τους.

Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐπέβαλε περισσότερο καὶ τὸν ἔκανε γνωστὸ σ’ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν τὸ σπουδαῖο καὶ πλουσιότατο συγ­­γραφικό του ἔργο. Μᾶς ἄφησε θαυμάσια θεολογικὰ ἔργα μὲ ἀπολογητικό, δογματικὸ καὶ ἑρμηνευτικὸ περιεχόμενο. Ἀσχολήθηκε μὲ ὅλα σχεδὸν τὰ φλέγοντα θέματα τῆς ἐ­ποχῆς μας, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς τί­τλους τῶν ἐκλεκτῶν συγγραμμάτων του: «Τὸ λυκόφως τοῦ Μαρξισμοῦ», ἕνα πρα­γματικὰ προφητικὸ βιβλίο, στὸ ὁποῖο περιέγραφε ὡς ἐπικείμενη τὴν πτώση τοῦ Μαρξισμοῦ, τὴν περίοδο ποὺ αὐτὸς μεσουρανοῦσε. «Ἡ Χριστιανικὴ πίστις εἰς τὸν αἰῶνα τῆς ἐπιστήμης», «Χριστιανισμὸς καὶ Ἀνθρωπισμός», «Ὁ ἅ­γιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν», «Τὸ αἴτημα τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», «Ὀρθοδοξία καὶ παπισμὸς ἐν διαλόγῳ», «Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν», «Ἀρχαιολογία καὶ Ἁγία Γρα­φή», «Ὁ Δαρβίνος καὶ ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως», «Ἡ Ὀρθοδοξία ἐλπὶς τοῦ κόσμου» (3 τόμοι), «Ὀρθοδοξία καὶ φεμινισμός», «Νεο­ειδωλολατρία», «Ὀρθοδοξία, Ἰσλὰμ καὶ πολιτισμός», «Πανθρησκειακὸς οἰκουμενισμὸς» καὶ πολλὰ ἄλλα ἀκόμη μὲ ἐθνικὰ θέματα καὶ μὲ προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τοὺς νέους. 

Τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη ὑπερασπίσθηκε σὲ διάφορα συγγράμματά του μὲ λόγο καθαρὰ θεολογικό, ἀσυμβίβαστο ἀλλὰ ὄχι φανατικό, δυναμικὸ καὶ συγχρόνως πειστικό, λόγο ποὺ τὸν διέκρινε ἡ σταθερή ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια ἀλλὰ μὲ πνεῦμα ἐλευθερίας, μὲ νηφαλιότητα, χωρὶς μισαλλοδοξία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του ἦταν ἀπ’ ὅλους σεβαστός.
Σημαντικότατη ὑπῆρξε ἡ προσφορά του στὸν ἑρμηνευτικὸ κλάδο τῆς Θεολογίας. Ἑρ­μήνευσε, ὑπομνημάτισε καὶ σχολίασε τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅπως καὶ πολλὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὀφείλεται σὲ μεγάλο βαθμὸ σ’ αὐ­τὸν ἡ βράβευση ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀ­θηνῶν τοῦ εἰκοσάτομου ἑρμηνευτικοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔργου τῆς Ἀδελφότητός μας. Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τοῦ ἀπένειμε προσωπικὰ καὶ τὸν ἔπαινό της γιὰ τὸ ὅλο συγγραφικό του ἔργο καὶ εἰδικὰ γιὰ τὸ ἔργο του «Ἐθνομάρτυρες τοῦ Κυπριακοῦ ἔπους 1955-1959», ὅπου ἀποτυπώνεται καθαρὰ ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόνος του γιὰ τὴν ἀδικημένη ἀπὸ τοὺς μεγάλους τῆς γῆς πατρίδα του.
Ὑπῆρξε τακτικὸς συντάκτης τῶν Περιοδικῶν μας «Ὁ Σωτήρ», «Πρὸς τὴ Νίκη» καὶ «Ἡ Δράση μας» ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς κυκλοφορίας τους, ἐπὶ σειρὰ δὲ ἐτῶν καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ὁ Διευθυντὴς συντάξεώς τους. 

Πολλὲς πόλεις τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου ἄκουσαν τὸν θερμὸ καὶ ζωντανὸ λόγο του. Ἐπισκέφθηκε ἐπανειλημμένως τὴν Ἀγ­γλία καὶ τὴ Ρωσία. Πῆγε καὶ στὴν Αὐστραλία, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν Ἀφρική, στὴν Ὀρθόδοξη ἱεραποστολή μας στὴν Κανάνγκα τοῦ Κονγκό. Ἔδωσε ἐπιτυχεῖς διαλέξεις σὲ ἀκαδημαϊκὰ ἀκροατήρια σὲ διάφορα Πανεπιστήμια, μίλησε καὶ στὸν ἁπλὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Τὰ κηρύγματά του, οἱ ὁμιλίες του, οἱ συνεν­τεύξεις σὲ ραδιοφωνικοὺς καὶ τηλεοπτικοὺς σταθμούς, ἡ παρουσία του καὶ τὸ παράδει­γμά του ἐνίσχυαν ὅλους στὴν πίστη καὶ στὴν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ζωή.

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ ἀπένειμε σὲ εἰδικὴ τελετὴ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2002 τὸν «Χρυσοῦν Σταυρὸν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου», διότι «φιλευσεβῶς χρή­­σιμος εἰς διακονίαν τῆς πίστεως γενόμενος πολυτίμους ὑπηρεσίας τῇ Ἐκκλησίᾳ» προσέφερε. Ἀνάλογη τιμὴ τοῦ ἀπένειμε καὶ ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου.

Ὁ ἀείμνηστος Νικόλαος Βασιλειάδης ἦταν πράγματι ὁ βαθὺς θεολόγος, ὁ φλογερὸς κήρυκας, ὁ πολυγραφότατος συγγραφέας. Ταυτόχρονα ὅμως ἦταν καὶ κάτι ἄλλο, πολὺ ἀνώτερο καὶ ὑψηλότερο: Ἦταν ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Ἔζησε τὴ ζωὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ νεανική του ἡλικία. Ἔζησε ὡς μέλος ἱεραποστολικῆς μοναστικῆς Ἀδελφότητος, καλλιεργώντας τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τῆς παρθενίας, τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῆς ὑπακοῆς. Ὑπῆρξε φτωχὸς καὶ ἀνιδιοτελής, ταπεινὸς καὶ ἁπλός, ἔζησε μὲ πρόθυμη ὑποταγὴ ἀκόμη καὶ σὲ νεοτέρους του, σεβόταν τοὺς πάντες γύρω του, καὶ τοὺς πιὸ νεαροὺς ἀδελφούς. Ἡ πληθωρικὴ ἐξωτερική του δράση δὲν ἐπηρέασε τὸ φρόνημά του. Ζοῦσε τὴ ζωὴ τοῦ κελλίου μὲ ἀκρίβεια καὶ προσοχή, μὲ προσωπικὴ πνευματικὴ μελέτη καὶ προσευχὴ καὶ συμμετεῖχε μὲ εὐ­λάβεια καὶ προετοιμασία στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας του ἐπισκεπτόταν τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἱερὰ προσκυνήματα καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ ἁγίους Γέροντες καὶ μοναχοὺς διδασκόμενος ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως καὶ ἡσυχίας.

Ἀλλὰ ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται καθαρότερα ὅταν προσεγγίσει ὁ θάνατος. Ὁ μακαριστὸς ἀδελφός μας Νι­κόλαος στάθηκε μὲ θαυμαστὴ γενναιότητα μπροστὰ στὸ θάνατο. Ὑπέμεινε τὴν ἀσθένειά του μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή. Καὶ ὅταν κατάλαβε ὅτι πλησίασε τὸ τέλος, στάθηκε ψύχραιμος καὶ εἰρηνικός. Δόξαζε διαρκῶς καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς τὸν Θεὸ καὶ ζητοῦσε ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του. «Δὲν εἶμαι καλά. Φεύγω. Δόξα τῷ Θεῶ... Εὔχεσθε νὰ μὲ ἐλεήσει. Ἂν ὁ Ἰὼβ ἔλεγε “εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον”, τί νὰ ποῦμε ἐμεῖς; Ἔζησα 89 χρόνια στὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν... Ὁ Θεὸς ὅλα μοῦ τὰ ἔδωσε. Ἐγὼ δὲν τοῦ τὰ ἔδωσα ὅλα. Ἁμάρτησα πολλὲς φορές. Ὅποια ὥρα θέλει, ἂς μὲ πάρει. Μόνο νὰ μὲ παραλάβει ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει».

Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, καὶ μὲ πλήρη συνείδηση, μὲ ἀ­­κ­μαῖες τὶς πνευματικές του δυνάμεις μέχρι τέλους, εὐχαριστώντας καὶ εὐγνωμονώντας ὅ­­λους γιὰ τὶς περιποιήσεις τους μὲ τὴν πηγαία εὐγένεια καὶ ἀρχοντιὰ ποὺ τὸν διέκρινε πάντοτε, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια Ἐκείνου, τὸν Ὁποῖο ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε πιστὰ σ’ ὅλη τὴ μακρὰ ζωή του.

Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὑπέροχου συγγράμματός του «Τὸ μυστήριον τοῦ θανάτου» ἔγραφε: «Ὤ, ἡ αἰώνιος βασιλεία! Πρὸς αὐτὴν στρέφονται αἱ ἅγιαι ἐλπίδες καὶ ἀναβάσεις τῆς καρδίας μας· πρὸς αὐτὴν κατατείνουν ὅλοι οἱ ἱεροί μας πόθοι. Αὐτὴ εἶναι τὸ ὕψιστον τέλος τῶν καλῶν ἀγώνων μας. Αὐτὴν νοσταλγοῦμεν ἀπὸ τότε ποὺ ἐξωρίσθημεν ἀπὸ τὸν ἐπίγειον Παράδεισον· πρὸς αὐτὴν σπεύδομεν ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Κύριος εἰσῆλθε θριαμβευτὴς εἰς τὸν οὐρανόν...».

Πρὸς αὐτὴν ἤδη ἐπορεύθη καὶ ὁ ἀγωνιστὴς τῆς ζωῆς, ὁ μαχητὴς τοῦ πνεύματος πολυσέβαστος καὶ πολυφίλητος ἀδελφός μας Νικόλαος.

Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του!

Πηγή: osotir.org

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Θερμα ευχαριστουμε για την παρουσιαση της ζωης και του εργου του αξεχαστου ΑΞΙΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ αειμνηστου Νικολαου Βασιλειαδη