Στην ιστορία της τέχνης μαθαίνει κανείς ότι οι αρχαίοι ελληνικοί ναοί ήταν περικαλλείς εξωτερικά, ενώ οι χριστιανικοί έφεραν τη λαμπρότητα στο εσωτερικό τους για να συμβολίσουν το πνεύμα της νέας πίστης. Εντός της εκκλησίας ο άνθρωπος έπρεπε να αισθάνεται το κέντρο του κόσμου και μέσα από την ομορφιά να αντιλαμβάνεται την έννοια του Θεού. Οι αγιογράφοι ήταν εκείνοι με το δυσκολότερο καθήκον. Επρεπε να γεφυρώσουν τα θεία με τα εγκόσμια μέσω της ζωγραφικής. Οσο περνούσαν οι αιώνες, κουβαλούσαν στην πλάτη τους με υπομονή και αξιοσύνη τη βυζαντινή παράδοση. Στις ημέρες μας, είναι ελάχιστοι αυτοί που το κάνουν ως ένα κοπιώδες έργο ζωής και όχι ως στυγνή εμπορική δραστηριότητα. Η περίπτωση του Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλου είναι ίσως η πλέον ενδιαφέρουσα από την πρώτη κατηγορία. Ολομόναχος ιστόρησε τον Αγιο Βασίλειο στα Βραχναίικα της Πάτρας, τον τόπο καταγωγής του. Τη συνολική καλλιτεχνική δουλειά του είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε σε μια θαυμάσια έκθεση που είχε κάνει πέρυσι τέτοια περίοδο η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος με τίτλο «Τάχα και αγιογράφος», όπου χάρις στον Σταύρο Ζουμπουλάκη και στον Νίκο Παΐσιο αποτυπώθηκε όλο το εύρος του ταλέντου του.
Ας ξεκινήσουμε από τα προφανή: το μέγεθος του εγχειρήματος. Ο ναός είναι τεράστιος: 700 τ.μ. και σχεδόν 30 μέτρα ύψος. Ξεκινώντας από το 2001 –με κάποια διαλείμματα– ο Παπατριανταφυλλόπουλος δούλεψε εντατικά για 18 καλοκαίρια πάνω σε σκαλωσιές, ώρες ατελείωτες. Ο λόγος που εργαζόταν μόνο θερινούς μήνες ήταν ότι για να βιοπορίζεται, δίδασκε την υπόλοιπη περίοδο στη Σχολή Πετρά. Η πρόταση για να ιστορήσει την εκκλησία προήλθε από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Σωτήριο Μανωλόπουλο, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε πλήρως, χωρίς ποτέ να παρέμβει ή να κατευθύνει. Σήμερα, το έργο έχει ολοκληρωθεί και απομένουν μονάχα μερικά σταυροθόλια κάτω από τον γυναικωνίτη. Πέρα από τις διαστάσεις των επιφανειών που έπρεπε να καλύψει και το ύψος στο οποίο αυτές βρίσκονταν, το εντυπωσιακό είναι η ίδια η ζωγραφική. Ο καλλιτέχνης μαθήτευσε κοντά στον Τσαρούχη, ο οποίος με τη σειρά του είχε μαθητεύσει κοντά στον Κόντογλου. Συνομίλησε με τον Αλέκο Φασιανό και τον Πάνο Φειδάκη. Μάλιστα, με τον τελευταίο κάθισαν και πειραματίστηκαν για να φτιάξουν τα χρώματα της πολυγνώτειας παλέτας, το κίτρινο, το κόκκινο, το λευκό και το μαύρο, που αναμειγνύοντάς τα με ακρυλικό έκανε 200 διαφορετικές αποχρώσεις. «Με αυτά τα τέσσερα μόνο, μαζί με το πράσινο της γης, είναι ζωγραφισμένος όλος ο ναός», μας εξηγεί. Είναι πράγματι απίστευτο να διακρίνει κανείς πως όλα τα χρώματα προέρχονται αποκλειστικά από αυτήν την κλίμακα ξεγελώντας το μάτι. «Δουλεύεις όπως οι υφάντρες, που με λίγα υλικά πετυχαίνουν το αποτέλεσμα που θέλουν» υπογραμμίζει. Την ίδια δεινότητα που έχει ο χρωστήρας του, την ανακαλύπτει κανείς στα ψηφιδωτά με βότσαλα.
Ο Παπατριανταφυλλόπουλος δεν λογάριασε χρόνο και κόπο. Δεν προέταξε τη φιλοδοξία ή την αμοιβή παρά μόνο την τεράστια αγάπη του για τη ζωγραφική και τον σεβασμό στο έργο των δασκάλων του. Και μέσα από την αφοσίωση αυτή κατάφερε να φτιάξει την υποβλητική ατμόσφαιρα που βρίσκει κανείς σε ναούς που στέκουν σιωπηλοί μάρτυρες της Ιστορίας. Αν βρεθείτε ή περνάτε από την Πάτρα αξίζει να δείτε αυτό το μνημείο της σύγχρονης νεοελληνικής εκκλησιαστικής τέχνης. Χρόνια πολλά και καλή μας Ανάσταση.
Μαργαρίτα Πουρνάρα / Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου