29/1/25

Εόρτιο μήνυμα της Ιεράς Συνόδου για τους Τρεις Ιεράρχες

 


“Α­γα­πη­τά μας παι­δι­ά,

Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Εκ­κλη­σί­ας μας ε­πι­κοι­νω­νεί σή­με­ρα μα­ζί σας γι­α να σας εκ­φρά­σει τις πλέ­ον εγ­κάρ­δι­ες ευ­χές Της με την ευ­και­ρί­α της ε­ορ­τής των Τρι­ών Ι­ε­ραρ­χών, οι ο­ποί­οι εί­ναι προ­στά­τες της Παι­δεί­ας και των Γραμ­μά­των.

Ι­ε­ράρ­χης, ό­πως γνω­ρί­ζε­τε, ση­μαί­νει Ε­πί­σκο­πος. 

Ε­πο­μέ­νως, οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες, Βα­σί­λει­ος ο Μέ­γας, Γρη­γό­ρι­ος ο Θε­ο­λό­γος και Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος, ή­ταν Ε­πί­σκο­ποι της Εκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή Πα­τέ­ρες πνευ­μα­τι­κοί των πι­στών και Δι­δά­σκα­λοι της Εκ­κλη­σί­ας, φο­ρείς του χα­ρί­σμα­τος της Ι­ε­ρω­σύ­νης του Χρι­στού και συ­νε­χι­στές του έρ­γου Του.

Η Ι­ε­ρω­σύ­νη έ­χει δο­θεί στην Εκ­κλη­σί­α γι­α να τε­λούν­ται τα ά­γι­α Μυ­στή­ρι­α, το Βά­πτι­σμα, το Χρί­σμα, η Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α κ.λπ., ώ­στε να α­γι­ά­ζον­ται οι πι­στοί και να ε­νώ­νον­ται με τον Χρι­στό και με­τα­ξύ τους. 

Γι’ αυ­τό οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες με ό­λη την δύ­να­μη της ψυ­χής τους καλ­λι­έρ­γη­σαν το πνεύ­μα της ε­νό­τη­τας τό­σο στον χώ­ρο της Εκ­κλη­σί­ας, ό­σο και γε­νι­κό­τε­ρα στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον ό­που έ­ζη­σαν. 

Θε­ω­ρού­με ό­τι δεν χρει­ά­ζε­ται καν να α­να­φέ­ρου­με ό­τι η ε­νό­τη­τα εί­ναι μί­α κα­τά­στα­ση, έ­νας τρό­πος ζω­ής, που χρει­ά­ζε­ται πο­λύ μό­χθο και κό­πο γι­α να ε­πι­τευ­χθεί και να δι­α­τη­ρη­θεί σε ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό ε­πί­πε­δο. 

Και τού­το συμ­βαί­νει γι­α­τί, δυ­στυ­χώς, δεν ε­πι­κρα­τεί πάν­το­τε στις σχέ­σεις μας με τους άλ­λους αν­θρώ­πους η δύ­να­μη της α­λη­θι­νής α­γά­πης, της ει­ρή­νης, της συ­ναλ­λη­λί­ας. 

Αν­τι­θέ­τως, ό­χι σπά­νι­α, κυ­ρι­αρ­χεί η ι­δι­ο­τέ­λει­α, δη­λα­δή η πέ­ραν του δέ­ον­τος προ­σή­λω­ση του αν­θρώ­που στο α­το­μι­κό του συμ­φέ­ρον, η φι­λαυ­τί­α, η αλ­λοί­ω­ση της α­γά­πης και έτ­σι δι­α­σπά­ται η ε­νό­τη­τα και ε­πέρ­χε­ται ο δι­χα­σμός, η δι­αί­ρε­ση, η σχά­ση. 

Γι’ αυ­τό η Εκ­κλη­σί­α δεν παύ­ει να προ­βάλ­λει με κά­θε τρό­πο τις φω­τει­νές Μορ­φές των Τρι­ών Ιε­ραρ­χών· κα­θό­τι, οι Πα­τέ­ρες αυ­τοί έ­ζη­σαν ό­σο πι­ο έν­το­να γί­νε­ται την Α­λή­θει­α και την Ζω­ή του Ευ­αγ­γε­λί­ου του Χρι­στού. 

Τοι­ου­το­τρό­πως, α­να­δει­κνύ­ον­ται πρό­τυ­πα και γι­α την δι­κή μας πο­ρεί­α σε αυ­τόν τον κό­σμο· πρό­τυ­πα ζω­ής, α­γω­νι­στι­κό­τη­τας, θάρ­ρους, προ­ση­λώ­σε­ως στις αρ­χές, τις α­ξί­ες, τα ι­δα­νι­κά με τα ο­ποί­α εί­χαν δι­α­μορ­φώ­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τά τους και εί­χαν νο­η­μα­το­δο­τή­σει την ζω­ή τους.

Ε­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ο Μέ­γας Βα­σί­λει­ος και ο Γρη­γό­ρι­ος ο Θε­ο­λό­γος α­γω­νί­σθη­καν να δι­α­φυ­λά­ξουν την ε­νό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας, δι­ό­τι κα­τά τον 4ο αι­ώ­να, ο­πό­τε έ­ζη­σαν, κιν­δύ­νευ­σε σε με­γά­λο βαθ­μό η α­κε­ραι­ό­τη­τα, η αυ­θεν­τι­κό­τη­τα της πί­στε­ως από μί­α φο­βε­ρή αί­ρε­ση που ο­νο­μά­σθη­κε «Α­ρει­α­νι­σμός» και αρ­νι­ό­ταν την θε­ό­τη­τα του Χρι­στού. 

Ό­μως, οι Α­πό­στο­λοι, οι Πα­τέ­ρες, οι Μάρ­τυ­ρες έ­δω­σαν και την ί­δι­α τους την ζω­ή, προ­κει­μέ­νου να δι­α­κη­ρύ­ξουν ό­τι ο Ι­η­σούς Χρι­στός εί­ναι ο Α­λη­θι­νός Θε­ός, μα­ζί με τον Πα­τέ­ρα και το Ά­γι­ο Πνεύ­μα, και έτ­σι κά­θε έ­νας που πι­στεύ­ει ορ­θά σε Αυ­τόν γί­νε­ται υι­ός του Θε­ού, σύμ­φω­να με την δω­ρε­ά του Θε­ού.

Έ­πει­τα, οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες μό­χθη­σαν με ό­λες τους τις δυ­νά­μεις γι­α να βο­η­θή­σουν τους αν­θρώ­πους να εν­νο­ή­σουν ό­τι χω­ρίς την α­λη­θι­νή α­γά­πη κα­τα­στρέ­φε­ται εύ­κο­λα η ε­νό­τη­τα με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων. 

Γι’ αυ­τό οι ί­δι­οι έ­γι­ναν έμ­ψυ­χες ει­κό­νες αγά­πης και μά­λι­στα υ­πέ­στη­σαν πολ­λές θλί­ψεις και κα­κου­χί­ες ε­ξαι­τί­ας της προ­ση­λώ­σε­ώς τους σε έρ­γα α­λη­θι­νής α­γά­πης. 

Λό­γου χά­ριν, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι έ­νας α­πό τους λό­γους γι­α τους ο­ποί­ους ε­ξο­ρί­σθη­κε στα βά­θη της Α­σί­ας α­πό την τό­τε πο­λι­τι­κή εξου­σί­α ο Ά­γι­ος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος ή­ταν ό­τι ί­δρυ­σε λε­προ­κο­μεί­α κον­τά σε ε­κτά­σεις πλου­σί­ων γαι­ο­κτη­μό­νων, οι ο­ποί­οι ζη­μι­ώ­θη­καν οι­κο­νο­μι­κά. 

Βλέ­πε­τε, σε κά­θε ε­πο­χή, η ε­νό­τη­τα, η α­γά­πη, η φι­λί­α α­πει­λούν­ται α­πό τα οι­κο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρον­τα, α­πό τον ε­γω­ι­σμό, α­πό τους πο­λέ­μους και τις δι­α­μά­χες.

Ό­μως, οι άν­θρω­ποι λη­σμο­νούν ό­τι δι­α­σπών­τας την ε­νό­τη­τα, κα­ταρ­γών­τας την ει­ρή­νη και την α­γά­πη, βλά­πτουν α­νε­πα­νόρ­θω­τα τον ί­δι­ο τον ε­αυ­τό τους. 

Γι­α­τί κα­νείς δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει μό­νος του. Υ­πάρ­χου­με σε σχέ­ση και α­να­φο­ρά με τον Θε­ό και τον συ­νάν­θρω­πο. 

Και γι’ αυ­τό η ζω­ή μας έ­χει μο­να­δι­κή α­ξί­α, νό­η­μα και πε­ρι­ε­χό­με­νο. 

Το δώ­ρο της ζω­ής μάς δό­θη­κε γι­α να μά­θου­με ό­τι χω­ρίς τον α­γώ­να γι­α συ­νύ­παρ­ξη, αυ­το­κα­ταρ­γεί­ται η ύ­παρ­ξη· χω­ρίς την ε­νό­τη­τα ε­πέρ­χε­ται ο μα­ρα­σμός και ο ξε­πε­σμός του αν­θρώ­που.


Α­γα­πη­τά μας παι­δι­ά,

Σε μί­α ε­πο­χή σαν την δι­κή μας, στην ο­ποί­α με θλί­ψη βλέ­που­με τις τρα­γι­κές συ­νέ­πει­ες της α­πο­μα­κρύν­σε­ως του αν­θρώ­που α­πό την πί­στη, την Εκ­κλη­σί­α και τον Θε­ό· σε μί­α ε­πο­χή στην ο­ποί­α οι άν­θρω­ποι θέ­τουν το Ευ­αγ­γέ­λι­ο της ει­ρή­νης, της ε­νό­τη­τας, της α­γά­πης στο πε­ρι­θώ­ρι­ο της ζω­ής τους, γι­α­τί α­γνο­ούν την ευ­ερ­γε­τι­κή του ε­πί­δρα­ση και δύ­να­μη στην δι­α­μόρ­φω­ση της αν­θρώ­πι­νης συ­νει­δή­σε­ως, ε­μείς ας πα­ρα­μεί­νου­με ε­νω­μέ­νοι με τον Χρι­στό και με­τα­ξύ μας, ό­πως οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες. 

Ας δι­α­τη­ρή­σου­με ζων­τα­νή την φλό­γα της πί­στε­ως και ας την με­τα­δί­δου­με και στους άλ­λους με τα έρ­γα και τον λό­γο μας· με την ζω­ή και το ή­θος μας· με την α­γά­πη και την ε­νό­τη­τά μας. Αυ­τό δεν έ­πρα­ξαν και οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες; 

Υ­πήρ­ξαν κά­πο­τε και αυ­τοί παι­δι­ά. Αν­τι­με­τώ­πι­σαν τις δυ­σκο­λί­ες κά­θε πε­ρι­ό­δου της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής. Τα­λαι­πω­ρή­θη­καν α­φάν­τα­στα α­πό αυ­τό που ονο­μά­ζου­με «κα­τε­στη­μέ­νο». 

Ό­μως στά­θη­καν όρ­θι­οι, ε­νω­μέ­νοι, δυ­να­τοί· κα­θό­τι η ζω­ή τους στη­ρι­ζό­ταν στην Πέ­τρα, στον Βρά­χο της πί­στε­ως, που ο­νο­μά­ζε­ται Ι­η­σούς Χρι­στός.

Σας ευ­χό­μα­στε στον Χρι­στό να θε­με­λι­ώ­νε­ται και η δι­κή σας ζω­ή. 

Να έ­χε­τε α­γά­πη, ε­πι­θυ­μί­α γι­α ε­νό­τη­τα και συ­ναλ­λη­λί­α· γι­α να κυ­ρι­αρ­χή­σει κά­πο­τε στον κό­σμο μας η πο­λυ­πό­θη­τη ει­ρή­νη, η κα­ταλ­λα­γή, η συμ­φι­λί­ω­ση.

Σας ευ­χό­μα­στε ε­πί­σης, να προ­ο­δεύ­σε­τε στις σπου­δές σας και, εν γέ­νει, στην ζω­ή σας και να γί­νε­τε φά­ροι φω­τει­νοί, άν­θρω­ποι α­λη­θι­νοί, ό­πως έ­λε­γε και ο αρ­χαί­ος ποι­η­τής Μέ­ναν­δρος· «Ὡς χαρίεν ἐστ΄ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ!» (Πό­σο χα­ρι­τω­μέ­νος, πό­σο ό­μορ­φος εί­ναι ο άν­θρω­πος, ό­ταν εί­ναι άν­θρω­πος!­). 

Και ας μη λη­σμο­νού­με ό­τι πραγ­μα­τι­κά ά­δει­ος εί­ναι ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος, που εί­ναι γε­μά­τος μό­νον α­πό τον ί­δι­ο τον ε­αυ­τό του.”


Εκ της Ιε­ράς Συνόδου

της Εκκλησίας της Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια: