...Ὅσο ὁ Κύριος προσευχόταν μόνος Του στὸ βουνό, οἱ Μαθητὲς κλυδωνίζονταν μέσα στὴ λιμνοθάλασσα, ἀπὸ τὰ μεγάλα κύματα καὶ τὸν ὁρμητικὸ ἄνεμο ποὺ εἶχαν ξεσπάσει. Τὸ σκοτάδι ἐπιπλέον προκαλοῦσε ἀγωνία στοὺς ἔμπειρους ψαράδες. Κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν. Ξαφνικὰ ὅμως φάνηκε νὰ ἔρχεται ὁ Χριστὸς περπατώντας ἐπάνω στὴ θάλασσα. Ταράχθηκαν ἀκόμη περισσότερο οἱ Μαθητές, διότι νόμισαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα, καὶ ἄφησαν κραυγὴ τρόμου. Τότε ἄκουσαν τὴ γνώριμη φωνὴ τοῦ θείου Διδασκάλου: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβάστε.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ ἱερὸ κείμενο σημειώνει ὅτι «τετάρτῃ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Ὁ Κύριος φάνηκε κοντά τους κατὰ τὸ τελευταῖο τρίωρο τῆς νύχτας, δηλαδὴ στὶς 3-6 τὸ πρωί. Δημιουργεῖται ἐδῶ ἕνα εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί καθυστέρησε τόσο ὁ Ἰησοῦς; Δὲν γνώριζε ὅτι κινδύνευαν; Γιατί τοὺς ἄφησε τόσες ὧρες νὰ παλεύουν μὲ τὰ κύματα;
Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διὰ τοῦτο οὐδὲ τὸ σκότος ἔλυσεν, οὐδὲ φανερὸν ἑαυτὸν εὐθέως ἐποίησεν, ἀλείφων αὐτοὺς καὶ παιδεύων εἶναι καρτερικούς» (ΕΠΕ 11, 46). Δηλαδή, αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος δὲν διέλυσε ἀμέσως τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, οὔτε τοὺς φανερώθηκε ἀμέσως, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ὧρες. Ἤθελε νὰ τοὺς ἐξασκήσει καὶ νὰ τοὺς διδάξει νὰ εἶναι ὑπομονετικοί.
Κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ στὴ δική μας πάλη μὲ τὰ κύματα τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος καθυστερεῖ νὰ ἐπέμβει καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει, διότι θέλει νὰ μᾶς ἐξασκήσει, νὰ μᾶς ἐκπαιδεύσει, διδάσκοντάς μας τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα σ᾿ Ἐκεῖνον. Ἐπιδιώκει νὰ μᾶς ἐνδυναμώσει, νὰ μᾶς ἐνισχύσει, ὥστε ν᾿ ἀντέχουμε στὶς δοκιμασίες ποὺ μᾶς βυθίζουν σὲ ἀπόγνωση, ν᾿ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν νὰ μᾶς καταποντίσουν. Ἡ περίοδος τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ πειρασμοῦ εἶναι τελικὰ ἡ πιὸ γόνιμη γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου