3/1/24

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑ (Διήγημα)

 


Kοίταξε μέ χαμόγελο τό ρολόι της. Ἔδειχνε ἕντεκα παρά τέταρτο. Ἄρχισε νά ἑτοιμάζει τά πράγματά της. Σέ δεκαπέντε λεπτά τέλειωνε ἡ βάρδια της κι ἦταν ἐλεύθερη νά τρέξει στό σπίτι της. Τούς φαντάστηκε ὅλους μαζεμένους νά τήν περιμένουν, γιά νά καθίσουν στό τραπέζι καί νά κόψουν τήν πίτα. Μεγάλωσε τή λαχτάρα της ἡ σκέψη τοῦ ἀδελφοῦ της, τοῦ Βασίλη. Τόν περίμεναν νά ἔρθει ἀπόψε μέ ἄδεια ἀπό τό νησί, ὅπου ὑπηρετοῦσε στρατιώτης, Ἴσως καί νά ἔφτανε στὀ σπίτι πρίν ἀπ᾿ αὐτήν. Ὕστερα ἡ σκέψη της ἔτρεξε στόν παππού καί τή γιαγιά πού ἦρθαν ἀπ᾿ τό χωριό, γιά νά περάσουν μαζί τους τίς γιορτές. Ἔντεκα παρά δέκα! Νά, ὅπου νά ναι θά ἔφτανε ἡ ἀδελφή τῆς βραδινῆς βάρδιας, γιά νά τήν ἀντικαταστήσει.

- Ἀδελφή Μαργαρίτα, ἀδελφή Μαργαρίτα...

Ἡ φωνή τῆς προϊσταμένης ἀδελφῆς ἔφτασε στ᾽ αὐτιά τῆς Μαργαρίτας γεμάτη ἀγωνία.

- Αδελφή Μαργαρίτα, γρήγορα, νά ἑτοιμάσουμε τό χειρουργεῖο.

- Μά.... ἔκανε νά πεῖ ἡ Μαργαρίτα κι ἔσκυψε ἀμέσως ντροπιασμένη τό κεφάλι. Τί νά ἔλεγε, πώς τέλειωνε ἡ ὑπηρεσία της καί πώς σέ δέκα λεπτά ἔπρεπε νά φύγει;

-᾿Αδελφή Μαργαρίτα, γρήγορα σέ παρακαλῷ, εἶναι ζήτημα ζωῆς καί θανάτου. Κι εἶναι νέο παιδί… Κάποιος στρατιώτης πού γύριζε στό σπίτι του.

- Στρατιώτης πού γύριζε στό σπίτι του;

Πετάχτηκε σάν ἐλατήριο ἡ Μαργαρίτα καί κατευθύνθηκε τρέχοντας πρός τό χειρουργεῖο. 'Η καρδιά της χτυποῦσε σέ ἀκατάστατο ρυθμό καί τά πόδια της ἔτρεμαν, καθώς ἑτοίμαζε μέ τήν προϊσταμένη τό χειρουργεῖο.

- Ὁ Βασίλης... ὁ Βασίλης... Μήπως μάθατε πῶς τόν λένε;

Ἡ προϊσταμένη τήν κοίταξε ξαφνιασμένη.

-᾿Αδελφή Μαργαρίτα, συνήθως εἶσαι ψύχραιμη στό χειρουργεῖο. Τί ἔχεις πάθει ἀπόψε;

- Ξέρετε... ἀπόψε περιμένουμε τόν ἀδελφό μου πού εἶναι στρατιώτης καί μέ τρώει ἡ ἀγωνία μήπως...

- Μήπως εἶναι ὁ τραυματισμένος;

Ἔκλεισε τά μάτια κι ἀνάσανε μέ ἀνακούφιση ἡ Μαργαρίτα, σάν εἶδε τό πρόσωπο τοῦ νέου. Καμιά ὁμοιότητα μέ τόν Βασίλη τους. Ξανθός ἐκεῖνος, μελαχρινός αὐτός. Τῆς ἦρθε αὐθόρμητα νά κάνει τόν σταυρό της καί νά πεῖ «Δόξα τῷ Θεῷ», μά συγκρατήθηκε, σάν ἔνιωσε πάνω της ἐλεγκτικό τό βλέμμα τῆς προϊσταμένης.

«Δόξα τῷ Θεῷ», ἔνιωσε νά τῆς λέει, «πού δέν εἷναι ὁ ἀδελφός σου, ἀλλά κάποιας ἄλλης ὁ ἀδελφός;».

Κατέβασε τά μάτια ἡ Μαργαρίτα καί ἀφοσιώθηκε στή δουλειά της ὅσο πιό ψύχραιμα μποροῦσε.

- Πιστεύω πώς θά ζήσει, ἄκουσε τόν γιατρό νά λέει ὕστερα ἀπό τρίωρη μάχη, καί κατάκοπη βγῆκε ἀπό τό χειρουργεῖο.

Μέσα βαθιά της μιά ἐνοχή τῆς τρυποῦσε τήν καρδιά. Ἡ ἐνοχή γιά ᾿κείνη τήν ἀνακούφιση πού ἔζησε, ὅταν δέν ἀναγνώρισε στό πρόσωπο τοῦ τραυματισμένου τόν ἀδελφό της. Κοίταξε τό ρολόι της. Δύο καί μισή. Ἡ καινούργια χρονιά εἶχε ἔρθει φέτος πολύ ἀθόρυβα, χωρίς νά τό καταλάβει καί τήν βρῆκε σέ μιά μάχη μέ τόν θάνατο. Πόσο ξερά καί τυπικά θά γράφουν αὔριο οἱ ἐφημερίδες πώς «κατά τή σύγκρουση τραυματίστηκε σοβαρά ὁ στρατιώτῆς...»! Καί πόση ἀνακούφιση θά νιώσουν ὅλοι εκεῖνοι πού, διαβάζοντας τό ὄνομα τοῦ στρατιώτη, δέν θά τούς θυμίσει τίποτε θά τούς εἶναι ἕνας ξένος, ἔτσι ὅπως τῆς φάνηκε καί κείνης, ὅταν τόν πρωτοαντίκρυσε στό χειρουργεῖο.

Ἦταν πιά τρεῖς ἡ ὥρα καί ἦταν ἕτοιμη νά φύγει, ὅμως τά βήματά της ἀντί στήν ἔξοδο τήν ἔφεραν στήν εντατική. Κοίταξε ἀπό τό ἄνοιγμα τῆς πόρτας τόν στρατιώτη κι ὕστερα ἀθόρυβα πλησίασε τό κρεβάτι του. Ἔβαλε τό χέρι της στό μέτωπό του πού ἔκαιγε κι ὕστερα βάλθηκε νά τόν ἀνακουφίζει μέ κρύες κομπρέσσες.

- Ποῦ εἶμαι, ποιά εἶσαι, ρώτησε ξέψυχα ὁ ἄρρωστος.

- Εἶμαι ἡ ἀδελφή Μαργαρίτα. Ἡσύχασε, ὅλα θά πᾶνε καλά.

- Ἡ ἀδελφή Μαργαρίτα; ᾿Εγώ, ἐγώ δέν ἔχω ἀδελφή. δέν ἔχω κανένα. Μόνο μιά μάνα ἔχω...

Τά μάτια τῆς Μαργαρίτας γέμισαν δάκρυα.

- Ποιά εἶσαι;, ξαναρώτησε μές στό παραλήρημά του.

Ἤξερε ἡ Μαργαρίτα πώς δέν μποροῦσε νά τοῦ ἐξηγήσει. Ἔτσι ὅπως ἦταν, δέν ἦταν δυνατόν νά καταλάβει. Ὅμως ἐπανέλαβε ἀκόμα μιά φορά. Περισσότερο γιά κείνην παρά γιά τόν ἄρρωστο.

- Εἶμαι ἡ ἀδελφή Μαργαρίτα καί σύ εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ὁ ἀδελφός μου! Καὶ δέν τῆς φάνηκε καθόλου παράξενο, ὅταν κάτω ἀπό τή βρεγμένη κομπρέσσα καί πίσω ἀπό τό θολό βλέμμα εἶδε πώς ὁ στρατιώτης πού τραυματίστηκε σέ σύγκρουση γυρνώντας στό σπίτι του, ἔμοιαζε τόσο πολύ μέ τόν Βασίλη τους.

Σήκωσε τά μάτια κι εἶδε νά στέκεται σιωπηλή ἀπέναντί της ἡ προϊσταμένη. Τό βλέμμα της ὅμως δέν τό αἰσθάνθηκε τούτη τή φορά ἐλεγκτικό, ἀλλά ἔνιωσε στοργικά νά τῆς λέει: «Δόξα τῷ Θεῷ, πού εἶσαι ἡ ἀδελφή του».


Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἑλένης Βασιλείου “ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΧΑΡΑ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙΚΗ” (Ἐκδόσεις “Χριστιανικὴ ἐλπίς”) σελ 99-103.

Δεν υπάρχουν σχόλια: