13/9/21

Ο ΚΑΤΑΦΡΟΝΕΜΕΝΟΣ ΜΑΓΕΙΡΑΣ

 


Σ’ ένα χωριό, κάπου κοντά στην Αντιόχεια, ζούσε ένα αγόρι που το λέγανε Ευφρόσυνο. Οι γονείς του, φτωχοί και αγράμματοι, δεν το στείλανε ποτέ στο σχολειό, του διδάξανε όμως να σέβεται τον Θεό.

Σαν μεγάλωσε λιγάκι, ένας θείος του καλόγερος τον επήρε στο μοναστήρι του και φρόντισε να τον βάλουν στην κουζίνα μάγειρα. Ήταν ένας τρόπος να δουλεύει και να κερδίζει έτσι άρτο στη ζωή του. Μαγείρευε, κουβαλούσε ξύλα, φρόντιζε να μη σβήνει η φωτιά, καθάριζε τα καζάνια, έφερνε τα τρόφιμα στο κελάρι. Δεν καθότανε στιγμή. Κουραστική ζωή, μα δεν παραπονιόταν. Μουντζουρωμένος από την καπνιά του μαγειρειού, λιγδωμένος –δεν είχε δα και τις τόσες πολλές αλλαξιές!– κι ωστόσο πάντα πράος και γελαστός, δεχότανε χωρίς να θυμώνει τα πειράγματα των άλλων, που συχνά ήταν σκληρά.

     – Ε!..., καλώς τον μουντζούρη!

     – Να, ο τσανακογλείφτης!

Ο Ευφρόσυνος δεν κρατούσε κακία σε κανέναν· κι αν καμιά φορά θλιβότανε, δεν φανέρωνε τα συναισθήματά του. Απορούσε μάλιστα με τη σκληρότητα των ανθρώπων, που δε δίσταζαν να τον πληγώνουν. Και να σκεφτεί κανείς, πως ζούσαν σε κοινόβιο και, υποτίθεται ότι, νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους.

Τις Κυριακές και τις γιορτές ο Ευφρόσυνος αποτραβιόταν στην πιο σκοτεινή γωνιά της εκκλησίας, χώρια από τους άλλους. Νήστευε, προσευχότανε, ζούσε την ταπεινή ζωή του χωρίς να βαρυγκωμά.

Έτυχε τότε να ζει στο μοναστήρι ένας πολύ ευλαβικός ιερέας. Ένα βράδυ, λοιπόν, αφού αποτραβήχτηκε στο κελλί του, έπεσε να κοιμηθεί. Και είδε όνειρο. Βρέθηκε, λέει, σ’ ένα πανέμορφο κήπο, γεμάτο σπάνια λουλούδια και καρποφόρα δέντρα. Από τα κλαδιά τους κρέμονταν μεγάλα, ευωδιαστά φρούτα κάθε είδους. Μέλισσες και πεταλούδες ρουφούσαν το νέκταρ των λουλουδιών, πουλιά τιτίβιζαν ανάμεσα στα φυλλώματα και γάργαρα νερά κυλούσαν ανεμπόδιστα. Μοσχομύριζε ο αέρας, έλαμπε ο ήλιος. «Έτσι θά ’ναι ο Παράδεισος!», σκέφτηκε ο ιερέας κι αναρωτήθηκε τίνος να ήταν, άραγε, ο κήπος. 

Τότε, σαν από θαύμα, είδε τον Ευφρόσυνο. Στεκότανε ήρεμος όπως πάντα, κάτω από μια μηλιά. «Τι γυρεύεις εδώ;», τον ρώτησε ο ιερέας. «Ό,τι κι εσύ, πάτερ μου!», αποκρίθηκε ο νέος. «Τίνος είναι τούτος ο κήπος;», ρώτησε πάλι ο ιερέας. «Του Θεού!», απάντησε ο Ευφρόσυνος. «Και ποιος σ’ έφερε εδώ;». «Εκείνος που έφερε και την αγία σου ψυχή». «Έχεις ξανάρθει εδώ ή είναι και για σένα η πρώτη σου φορά;». «Είμαι ο φύλακας του κήπου». «Και έχεις το δικαίωμα να μου δώσεις ό,τι σου ζητήσω;». «Ζήτησέ μου και θα σου δώσω ό,τι θέλεις!». Τότε ο ιερέας έδειξε τη μηλιά, που τα κλαδιά της έγερναν από το βάρος των καρπών. «Δώσε μου τρία από αυτά τα μήλα!», είπε. Ο Ευφρόσυνος έκοψε αμέσως τρία μεγάλα μήλα και τα πρόσφερε στον ιερέα.

Εκείνος τα πήρε και τα έκρυψε στο ιμάτιό του. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το σήμαντρο, που καλούσε τους μοναχούς στην αγρυπνία. Ο ιερέας ξύπνησε κι αμέσως κατάλαβε πως κρατούσε στα χέρια του τρία μήλα. Το άρωμά τους γέμισε το κελλί. Σάστισε, δεν ήξερε αν ονειρευότανε ακόμη ή αν ήταν ξύπνιος. Χάιδεψε έκπληκτος τα μήλα, να βεβαιωθεί πως ήταν πραγματικά, έσκυψε και τα μύρισε. Κατέβηκε από το σκληρό του κρεβάτι, έχωσε τα μήλα κάτω από το σκέπασμα και τράβηξε για την εκκλησία. Οι περισσότεροι αδελφοί στέκονταν κιόλας στα στασίδια τους.

Ο ιερέας, ταραγμένος ακόμη από το παράδοξο περιστατικό, έψαξε για τον Ευφρόσυνο. Τον βρήκε στην πιο απόμερη γωνιά.

     – Για τ’ όνομα του Θεού, σε παρακαλώ, απάντησέ μου σε ό,τι σε ρωτήσω! του είπε.

     – Ρώτησέ με ό,τι θέλεις, πάτερ! αποκρίθηκε ο μάγειρας με σεβασμό.

     – Πού ήσουνα τούτη τη νύχτα;

     – Ήμουνα εκεί που με βρήκες.

     – Και πού σε βρήκα εγώ;

     – Στον κήπο που είδες.

     – Αν λες αλήθεια, πες μου, τι μου έδωσες;

     – Ό,τι μου ζήτησες.

     – Και τι σου ζήτησα;

     – Τρία μήλα μού ζήτησες και σου τα έδωσα.

Ο γέροντας εθαύμασε. Έβαλε μετάνοια στον μάγειρα και πήγε στο στασίδι του, να παρακολουθήσει την αγρυπνία. Λίγο προτού τελειώσει η ακολουθία, ανέβηκε γοργά στο κελλί του, πήρε τα τρία μήλα και γύρισε στην εκκλησία. Όλοι οι μοναχοί ήταν ακόμη εκεί.

     – Αδελφοί! άρχισε να λέει φωναχτά, παρακαλώ ακούστε με. Έχουμε εδώ στο μοναστήρι μας ένα πολύτιμο μαργαριτάρι· τον μάγειρά μας, τον Ευφρόσυνο. Όλοι τον καταφρονούμε, επειδή είναι αγράμματος. Κι όμως εκείνος, με τη Χάρη του Θεού, είναι ανώτερος από όλους μας.

Τους εξήγησε στη συνέχεια το όνειρό του και τους έδειξε και τα ευωδιαστά μήλα από τον ουράνιο κήπο. Όλοι έμειναν εκστατικοί. Τόσο μεγάλα, τόσο όμορφα και τόσο ευωδιαστά μήλα δεν είχε ξαναδεί κανείς. Ήταν βέβαιοι πως προέρχονταν από τον Παράδεισο του Θεού. Έκοψαν το ένα και το μοίρασαν στους άρρωστους μοναχούς κι εκείνοι γιατρεύτηκαν αμέσως! Κομμάτιασαν και τα υπόλοιπα και πήραν όλοι από ένα κομμάτι, σαν ευλογία, δοξάζοντας το Θεό, που τους αξίωσε να γευτούν τέτοιον παραδείσιο καρπό.

Κι ενώ συνέβαιναν αυτά κι ήταν οι μοναχοί απορροφημένοι από τούτο το θαυμαστό γεγονός, ο Ευφρόσυνος άνοιξε την πλαϊνή πόρτα της εκκλησίας και βγήκε έξω. Μάζεψε βιαστικά τα λιγοστά του υπάρχοντα κι εξαφανίστηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Δεν ήθελε τη δόξα, τη φήμη και τον έπαινο των ανθρώπων. Και λένε πως από τη μέρα εκείνη δεν τον ξαναείδε κανείς…

Η ιερή μνήμη του τιμάται κάθε Σεπτέμβρη στις 11.


Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερήμου», κεφ. 11ο, σελ. 87–92. Εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1995.

ΠΗΓΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια: