Η εισήγηση του Γ. Μαρκάκη στην παρουσίαση του βιβλίου "Οι Άγιοι της Εκκλησίας των Πατρών" - Διακείδιος 28.11.10
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες,
Αξιότιμη οργανωτική επιτροπή των Πρωτοκλητείων,
Αξιότιμη οργανωτική επιτροπή των Πρωτοκλητείων,
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση να συμμετάσχω στην ομάδα των ομιλητών της αποψινής εκδηλώσεως. Ομολογώ πως νιώθω μη ειδικός τόσο επί του συγκεκριμένου θεολογικού θέματος όσο και επί της κριτικής ενός βιβλίου. Μιας όμως και η καλοσύνη και η επιμονή του συγγραφέα με οδήγησαν στη θέση αυτή, επιτρέψτε μου να διατυπώσω εν συντομία λίγες σκέψεις, τις σκέψεις ενός μη ειδικού που γεννήθηκαν τόσο από την ανάγνωση του παρουσιαζόμενου βιβλίου όσο και με την ευκαιρία της αποψινής εκδηλώσεως.
Λίγες μόνο ώρες μας χωρίζουν από τον εορτασμό στην πόλη μας αλλά και στην οικουμένη της μνήμης του πολιούχου της πόλεώς μας Αγίου Αποστόλου Ανδρέου. Τα Πρωτοκλήτεια, ο κύκλος των εκδηλώσεων προς τιμή του, συμπεριλαμβάνει και την αποψινή παρουσίαση ενός βιβλίου αφιερωμένου στην τοπική αγιολογία.
Ξεκινώ λοιπόν με ένα μικρό σχόλιο στον όρο: Όπως τονίζουν τόσο ο συγγραφεύς στα Εισαγωγικά του όσο και π. Νικόδημος ηγούμενος τη Ι.Μ. Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών στον πρόλογο του βιβλίου, αν κάποιο στοιχείο χαρακτηρίζει την εκκλησία αυτό είναι η υπέρβαση του τόπου προς χάριν της οικουμένης. Με την έννοια αυτή η τοπικότητα και η οικουμενικότητα εμπλέκονται αλλά υπερβαίνονται σε ένα κοινό θαυμάσιο σχήμα. Η εκκλησία ζει τοπικά με επικεφαλής τον μοναδικό σε κάθε τόπο επίσκοπο (μια αλήθεια που επιτρέψτε μου να πω έχει ολίγον ξεχαστεί στις ημέρες μας) αλλά κατανοεί τον εαυτό της, δρα και αισθάνεται οικουμενικά. Έχει κανόνες που διατηρούν καιυπερασπίζονται από έξωθεν επεμβάσεις την τοπικότητα -υπό την έννοια μιας σε κάθε τόπο εκκλησιαστικής κοινότητας με τον επίσκοπο επικεφαλής εις τόπον και τύπον Χριστού- αλλά και απευθύνεται στην οικουμένη με την οποία αλληλεπιδρά μέσα στην αίσθηση του κοινού σώματος του Χριστού.
Με την έννοια αυτή οι άγιοι αποτελούν κοσμήματα, καυχήματα και αστέρες ολόκληρης της ανά την οικουμένη εκκλησίας αλλά ταυτόχρονα η παρουσία των λειψάνων ή των τάφων τους στην κάθε τοπική εκκλησία δίνει τη ζωντανή αίσθηση της παρουσίας και μεταμορφωτικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος σε κάθε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Χαρακτηριστικό είναι το αναφερόμενο από το συγγραφέα κ. Μαρτίνη στον πρόλογο ότι η θεία Λειτουργία στην περίοδο των διωγμών ετελείτο στον τάφο του μάρτυρα. Οι παραπάνω σκέψεις μας οδηγούν νομίζω να κατανοήσουμε τον τοπικό άγιο όχι ως ένα είδος τοπικού καυχήματος υπεροχής και επιβολής αλλά ως ένα δώρο της χάριτος στην τοπική εκκλησία που με τη σειρά της το προσφέρει ως παράδειγμα ζωής , αλλά και ως λείψανο, στην ανά την οικουμένη εκκλησία.
Η όποια άλλη κατανόηση των πραγμάτων που καθιστά τους «τοπικούς» αγίους είτε πηγή συλλογικού εγωισμού ( με παραδείγματα όπως η Ελλάδα είναι κατεξοχήν αγιοτόκος, η Ρωσία ή η Κύπρος το ίδιο κ.λπ.) είτε εθνικό ή τοπικό φετίχ ή τέλος πηγή οικονομικών ωφελημάτων πόρρω απέχει της εκκλησιαστικής κατανόησης των πραγμάτων.
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι ο τρόπος σύνταξης του υπό παρουσίαση βιβλίου. Ο συγγραφεύς -όπως τονίζει και ο προλογίσας αυτό π. Νικόδημος- δεν επιλέγει την εύκολη οδό της σύνθεσης ενός συναξαριστή με πιθανές ιστορικές ανακρίβειες και με μοναδικό σκοπό την «οικοδομή» των πιστών.
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι ο τρόπος σύνταξης του υπό παρουσίαση βιβλίου. Ο συγγραφεύς -όπως τονίζει και ο προλογίσας αυτό π. Νικόδημος- δεν επιλέγει την εύκολη οδό της σύνθεσης ενός συναξαριστή με πιθανές ιστορικές ανακρίβειες και με μοναδικό σκοπό την «οικοδομή» των πιστών.
Αντίθετα επιλέγει συνειδητά το δύσκολο δρόμο της ιστορικής έρευνας, της χρήσης των υφιστάμενων πηγών και της παρουσίασής τους με έναν -εκλαϊκευμένο ίσως αλλά πάντως με ιστορικές αξιώσεις- τρόπο. Το κείμενό του δεν αποκρύπτει ούτε καλύπτει με εύκολους τρόπους τα κενά ή τις δυσκολίες των πηγών. Η επιλογή αυτή μπορεί να το καθιστά περισσότερο δύσκολο στην ανάγνωση οδηγεί όμως στη βεβαιότητα πως ότι περιλαμβάνει είναι επαρκώς τεκμηριωμένο και ελεγμένο. Θα μπορούσε κανείς στο σημείο αυτό να εκφράσει την ένσταση της υποτιθέμενης αποδυνάμωσης του σκοπού του συγγραφέα μέσα από την εμφάνιση των αδυναμιών των πηγών.
Προσωπικά πιστεύω ότι η έντιμη αυτή οδός μόνο κέρδος μπορεί να προσπορίσει στην εκκλησία τόσο εντός της εκκλησιαστικής κοινότητος όσο και έναντι του κόσμου. Και εξηγούμαι:
Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, στην οποία το μήνυμα της εκκλησίας αποτελεί ένα από τα πολλά αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα που κυκλοφορούν και το κοσμοείδωλό της ένα από τα πολλά προτεινόμενα κοσμοείδωλα -και πάντως σε καμιά περίπτωση το κυρίαρχο.
Σε ένα τέτοιο κόσμο η επιλογή συγγραφής συναξαρίων χωρίς ιστορική ακρίβεια με μοναδικό σκοπό την υποτιθέμενη προβολή του Ευαγγελικού μηνύματος και τον επιστηριγμό των πιστών αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια ακόμη και του καλοπροαίρετου μη χριστιανού να προσεγγίσει την εκκλησιαστική αλήθεια. Οι υπερβολές και ανακρίβειες, που εύκολα εντοπίζονται και χρησιμοποιούνται από τους κακοπροαίρετους αναγνώστες στην εποχή μας, μπορούν να αποτελέσουν πρόσκομμα στη διάδοση της αλήθειας του ευαγγελίου θεωρούμενα ως «παραμύθια» που καθιστούν τέτοιο και ολόκληρο το μήνυμα της σωτηρίας.
Σε ένα τέτοιο κόσμο η επιλογή συγγραφής συναξαρίων χωρίς ιστορική ακρίβεια με μοναδικό σκοπό την υποτιθέμενη προβολή του Ευαγγελικού μηνύματος και τον επιστηριγμό των πιστών αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια ακόμη και του καλοπροαίρετου μη χριστιανού να προσεγγίσει την εκκλησιαστική αλήθεια. Οι υπερβολές και ανακρίβειες, που εύκολα εντοπίζονται και χρησιμοποιούνται από τους κακοπροαίρετους αναγνώστες στην εποχή μας, μπορούν να αποτελέσουν πρόσκομμα στη διάδοση της αλήθειας του ευαγγελίου θεωρούμενα ως «παραμύθια» που καθιστούν τέτοιο και ολόκληρο το μήνυμα της σωτηρίας.
Υπ' αυτή την έννοια είναι εξόχως σημαντικό να παραμένει ο συγγραφεύς εντός των ιστορικών πλαισίων αφήνοντας φυσικά χώρο για τη μυστική δράση του Πνεύματος και την καλή αλλοίωση των πραγμάτων από τη θεία ενέργεια. Αντίθετα η νόθευση των ιστορικών δεδομένων έστω και με καλή πρόθεση υπονομεύει το όλο εγχείρημα σε επικίνδυνο βαθμό.
Αλλά και ο εκκλησιαστικός χώρος βγαίνει -κατά τη γνώμη μου- κερδισμένος από μια τέτοια επιλογή. Όπως χαρακτηριστικά λέγει ο Βασ. Αδραχτάς στο άρθρο του "Μια νέα ανθρωπολογία της αγιότητας" που περιλαμβάνεται στον τόμο "Αγιότητα: Ένα λησμονημένο όραμα":
Η αγιότητα αντιμετωπίζει ορισμένης τάξεως προβλήματα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας: ο πιστός ζει κι αυτός στην εποχή του, μαζί και μέσα στις ζυμώσεις και τις ανακατατάξεις της νεωτερικότητας. Η εκκοσμίκευση, λοιπόν, ασκεί και σ' αυτόν την επίδρασή της. Ο άγιος δεν αποτελεί πια κάτι το οικείο και ανθρώπινο έχει τοποθετηθεί στη σφαίρα του υπερανθρώπινου, και γενικά πιστεύεται πώς ή εμφάνιση του ανήκει στις δυνατότητες μιας άλλης εποχής, πού έχει πια παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η αγιότητα της παράδοσης δεν αποτελεί πια στόχο, αλλά μάλλον ψυχολογική αναπλήρωση των ελλείψεων πού θεωρούνται δεδομένες και ανυπέρβλητες.
Μια τέτοια θεώρηση ενδυναμώνεται και επισημοποιείται με κάθε μη τεκμηριωμένη, υπερβολική, –επιτρέψτε μου τον όρο- σχεδόν μαγική αντιμετώπιση του Αγίου που τον διαχωρίζει τόσο απόλυτα από τον καθημερινό αγωνιζόμενο χριστιανό ώστε να τον οδηγεί:
1. Σε επίπεδο θελήσεως στην άρνηση του αγώνα για την κατάκτηση της αγιότητος και
2. Σε επίπεδο κριτηρίων σε μια διαστροφή της έννοιας του αγίου αφού φτάνει να πιστέψει ότι άγιος είναι ο «αναμάρτητος» και ταυτόχρονα ο ζων και ενεργών υπερφυσικές καταστάσεις και πράξεις αντίστοιχα.
Μετά όλα τα παραπάνω που θα μπορούσαν νομίζω να είναι το θέμα μιας μακράς αλλά πάντως εποικοδομητικής συζήτησης δεν μπορώ παρά να επαινέσω για μια ακόμα φορά την επιλογή του κ. Μαρτίνη για τον τρόπο συγγραφής του βιβλίου του.
Έρχομαι τώρα στο τρίτο και τελευταίο σημείο που θα ήθελα να θίξω.
Σε μια εκδήλωση με θέμα τους τοπικούς αγίους, στο τέλος μιας σειράς εορταστικών εκδηλώσεων με αφορμή την εορτή του Πρωτοκορυφαίου αποστόλου το ερώτημα προβάλλει αμείλικτο: Προάγει η εποχή μας, η παιδεία μας, η πόλη μας, η τοπική εκκλησία μας το ανθρωπολογικό πρότυπο του αγίου;
Κατανοεί και στη συνέχεια μεταφράζει στους όρους του τώρα και του εδώ την ουσία της αγιότητος και την προβάλλει με τρόπο πειστικό, ειλικρινή και εφικτό στους πιστούς της ώστε να τους παρακινήσει να την ακολουθήσουν;
Δρα η εκκλησία μας, η ενορία μας η οικογένεια μας, εμείς ο καθένας χωριστά με τις προτεραιότητες που επιτάσσει μια τέτοια επιλογή;
Και αν όχι τότε ποια σημασία έχουν τα Πρωτοκλήτεια, η συγγραφή ή η παρουσίαση βιβλίων σχετικά με την αγιότητα ή η θεωρητική ενασχόληση με το θέμα αυτό;
Κατανοούμε στη σημερινή εποχή της κρίσεως την άμεση προτεραιότητα αύξησης του αριθμού των αγίων, την αύξηση της έντασης του πεδίου αγιότητος στον τόπο μας, στην πατρίδα μας στην εκκλησία μας; Είναι αυτό το πρώτο αν όχι το μοναδικό μέλημά μας;
Η παρουσία του επισκόπου ανάμεσά μας, μάς δίνει τη δυνατότητα να συζητήσουμε μαζί του αυτό το καυτό αλλά πρωταρχικό θέμα. Εμένα επιτρέψτε μου να κλείσω με ένα απόσπασμα από τους αδελφούς Καραμαζώφ:
«Ας είμαστε εμείς αμαρτωλοί, ας κολυμπάμε στο ψέμα, κι ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός. Κάπου σ' αυτόν τον κόσμο, σε κάποιο μέρος υπάρχει ένας Άγιος. Αυτός ζει μέσα στην αλήθεια πάει να πει πως δεν πεθαίνει η αλήθεια στον κόσμο κι έτσι θα 'ρθει κάποτε και σε μας και θα ξαναδοθεί σ' όλους τους ανθρώπους, όπως μας είναι υπεσχημένο... Ένας μονάχα Άγιος, για να είναι Άγιος, έχει στην καρδιά του το μυστικό της αναγεννήσεως όλων των ανθρώπων, έχει κείνη τη δύναμη, που θα θεμελιώσει επιτέλους την αλήθεια στον κόσμο, και θα γίνουν όλοι άγιοι και θ' αγαπάει ό ένας τον άλλο και δε θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι ούτε πτωχοί, ούτε αλαζόνες ούτε ταπεινοί, μα θα 'ναι όλοι σαν παιδιά του Θεού και θα 'ρθει η αληθινή βασιλεία του Χριστού». (Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ, Α', σελ. 36-37).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου