Λαμπρός και ακατηγόρητος, ευθύς και ολόφωτος, άκαμπτος, πύρινος και πνευματοφόρος, ατρόμητος και ανυποχώρητος, οικοδομούσε τον λαό. Συγκινούσε, συνήγειρε, ηλέκτριζε το πλήρωμα της Εκκλησίας. Ο μακαριστός Ιεράρχης μόνον τον Χριστό και την Εκκλησία του είχε προ οφθαλμών. Είτε έγραφε είτε κήρυττε είτε νουθετούσε κατ’ ιδίαν, με ευθύτητα και καταπληκτική ειλικρίνεια «την οδόν του Θεού εδίδασκεν εν αληθεία», χωρίς περιστροφές, αδιαφορώντας αν θα αποκτήσει εχθρούς ή διώκτες. Ο λόγος του δεν «έκνηθε την ακοήν». Πολεμούσε την αίρεση, ήλεγχε την αμαρτία, επαινούσε την αρετή, ενθουσίαζε τον αγνό αγωνιστή της πίστεως.
Τον φλογερό κήρυκα της αληθείας δεν «έμελε περί ουδενός», διότι δεν «έβλεπεν εις πρόσωπον ανθρώπων». Δεν επηρεαζόταν από ιδέες και φιλοσοφίες ανθρώπων του κόσμου, ούτε χαριζόταν σε πρόσωπα. Μιμούμενος τον ιερό Χρυσόστομο δεν φοβήθηκε να ελέγξει κατά πρόσωπο τον τότε βασιλέα Παύλο και τον τότε πρωθυπουργό Κων. Καραμανλή, για τη φανερή και σκανδαλώδη υποστήριξή τους προς τη μασονία. Ούτε τη βασίλισσα Φρειδερίκη δίστασε να ελέγξει για τη στάση της και την πρόσκλισή της προς τον βουδισμό. Και αυτά σε περίοδο κατά την οποία τα ανωτέρω πρόσωπα απελάμβαναν την εκτίμηση του λαού.
Επίσης δεν εδειλίασε να ελέγξει και την ηγεσία της στρατιωτικής δικτατορίας. Κατά τα δύσκολα χρόνια της τριπλής Κατοχής της Ελλάδος – Γερμανικής, Ιταλικής, Βουλγαρικής – εστράφη απ’ άμβωνος επανειλημμένως κατά των κατακτητών με παρρησία και σθένος, διακινδυνεύοντας τη ζωή του. Παράλληλα στήριζε τον δεινοπαθούντα ελληνικό λαό με τα εθνικά του κηρύγματα και του συμπαρίστατο έμπρακτα με συσσίτια. Μόνο στην Κοζάνη λειτουργούσαν συσσίτια υπό την εποπτεία του με 8.000 σιτιζομένους καθημερινώς.
Ομολογητής και υπερασπιστής των ορθοδόξων δογμάτων, τόλμησε να διακόψει, με άλλους δύο Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, το μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, για τα ανοίγματα και τις υποχωρήσεις του προς τους Παπικούς και τον Οικουμενισμό. Οι τρεις λέξεις του πτηνού της ερήμου, του προφήτου και βαπτιστού Ιωάννου προς τον σκληρό βασιλέα Ηρώδη «ουκ έξεστί σοι» (δεν σου επιτρέπεται), ήταν οι πιο συνηθισμένες στο λεξιλόγιο του πύρινου αετού Ιεράρχου, ο οποίος έλαμψε με τον χριστομίμητο βίο του. Άλλωστε γι’ αυτό ακριβώς το κήρυγμά του γινόταν άμεσα αποδεκτό και με ενθουσιασμό από τον λαό του Θεού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και σύμπασα η Ορθοδοξία, έχει κάθε λόγο να καυχάται για τον σεπτό Ιεράρχη και πρόμαχο της πίστεως, τον πύρινο κήρυκα του λόγου, τον ακούραστο κοινωνικό εργάτη, του οποίου τα πνευματικά τέκνα διακονούν την Εκκλησία ως λαϊκοί ιεροκήρυκες, ως μοναχοί, ως ιερείς, ως ηγούμενοι Ιερών Μονών και Αδελφοτήτων και ως επίσκοποι. Αλλά και η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να ευγνωμονεί και να καυχάται για τον αοίδιμο επίσκοπο Αυγουστίνο Καντιώτη. Διότι σε χρόνια δίσεκτα είχε σταθεί δίπλα όχι μόνο στον δοκιμαζόμενο λαό, αλλά και στους μαχόμενους στρατιώτες και υπερασπιστές της πατρίδος με αυτοθυσία, απέραντη στοργή και έμπρακτη συμπαράσταση.
Δοξάζουμε τον Θεό, διότι εχάρισε στην Ελλάδα και στην Ορθοδοξία τέτοιον πύρινο προφήτη - επίσκοπο, ο οποίος δόξασε το όνομα του Τριαδικού Θεού και τώρα αντιδοξάζεται από τον Κύριο της δόξης. Συγχρόνως δεόμεθα ολόψυχα στον θείο Δομήτορα της Εκκλησίας να αναδείξει και άλλους ανταξίους επισκόπους, ομολογητές και κήρυκες της αληθείας, προασπιστές των ορθοδόξων δογμάτων και των ελληνικών ιδανικών, μάλιστα στους σημερινούς δυσχειμέρους καιρούς μας.
πηγή: «Ο ΣΩΤΗΡ» Τεύχος 2007, 1-9-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου