19/5/10

Η μητέρα τού έδειξε το δρόμο της σωτηρίας...


Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
 

Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.

Ο άρρωστος τού δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.


- Φύγε από εδώ! Ποιος σε εκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε.
 

- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με εκάλεσε η γριά!
 

- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά!
 

Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον εκάλεσε. Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
 

- Να αυτή!
 

- Ποια αυτή, Ξέρεις, τι λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. 

Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα! 

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Καί μετά, εκοινώνησε.

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Δημητρίου Ντούτκο, ιερέως
Από το βιβλίο του (Στό σταυροδρόμι)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ.!!!

Ανώνυμος είπε...

Φοβερό παράδειγμα.
Πω...πω...

Ανώνυμος είπε...

Ti einai h mana... exoyme katalabei?