Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.
Ο άρρωστος τού δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε εκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με εκάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον εκάλεσε. Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, Ξέρεις, τι λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου.
Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Καί μετά, εκοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.
Δημητρίου Ντούτκο, ιερέως
Από το βιβλίο του (Στό σταυροδρόμι)
Από το βιβλίο του (Στό σταυροδρόμι)
3 σχόλια:
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ.!!!
Φοβερό παράδειγμα.
Πω...πω...
Ti einai h mana... exoyme katalabei?
Δημοσίευση σχολίου