Το αντρόγυνο αυτό είχε δύο χαριτωμένα κοριτσάκια. Και μια μέρα από μία αρρώστια πέθαναν και τα δύο. Πήγαν και τα έθαψαν και οι δύο. Η Αθανασία η καημένη πάνω στον τάφο έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε. Ο Ανδρόνικος έκλαιγε και αυτός αλλά αφού είδε και απόειδε, τράβηξε για το σπίτι. Έμεινε η καημένη η Αθανασία και έκλαιγε πάνω στον τάφο: «Τα παιδιά μου» και «τα παιδιά μου», και κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος και να κλείσει το νεκροταφείο. Για μια στιγμή επάνω στη θλίψη της και στη στεναχώρια της, βλέπει και έρχεται ένα μοναχός και της λέει:
«Κυρά μου γιατί κλαις;»
«Πως να μην κλαίω πάτερ;» (Αυτή νόμιζε πως ήταν ο παπάς του νεκροταφείου). «Έθαψα τα παιδιά μου, τους δυο αγγέλους μου, τους έβαλα μέσα στον τάφο και έμεινα εγώ και ο άντρας μου εντελώς μόνοι. Δεν έχουμε δροσιά καθόλου».
Της λέει: «Τα παιδιά σου είναι στον παράδεισο με τους αγγέλους. Είναι στην ευτυχία και στη χαρά του Θεού και συ κλαις παιδί μου; Κρίμα είσαι και χριστιανή».
«Ώστε ζουν τα παιδιά μου; Είναι άγγελοι;»
«Βεβαίως είναι άγγελοι τα παιδιά σου».
Ήτανε ο Άγιος της εκκλησίας εκεί. Τελικά έγιναν μοναχοί ο Ανδρόνικος και η Αθανασία και αγίασαν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου