«και πάλι κίνησα νά ’ρθω,
Χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου
τα τρισαγαπημένα,
οπού με πόθο αχόρταγο
το λαχταρεί η ψυχή μου»
Χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου
τα τρισαγαπημένα,
οπού με πόθο αχόρταγο
το λαχταρεί η ψυχή μου»
Πάνω στο βράχο ήτανε χτισμένο το ξωκλήσι, που το μάστιζαν οι θύελλες και λικνιζόταν απ’το παντοτινά ταραγμένο και πολύβουο κύμα.
Η στέγη που ’φερνε ακόμη λίγα κεραμίδια και πλάκες, στηριζότανε πάνω σε ένα δοκάρι με πολλές ακτίνες από σκληρή καστανιά. Ο επισκέπτης είχε την επιθυμία να δρασκελίσει το κατώφλι, να μπει στο φτωχικό εκκλησάκι, ν’ ανάψει το κεράκι του, να κάμει το σταυρό του και να ασπασθεί ευλαβικά την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, της ζωγραφισμένης μ’ ενωμένα τα μάγουλα με το πρόσωπο του θεϊκού βρέφους.
Κι ο ευσεβής προσκυνητής θα έβρισκε μεγάλη γλύκα και παρηγοριά απ’ τις πίκρες του κόσμου, με το να βλέπει κατανυκτικά μονάχα το φτωχοκάντηλο να καίει μπροστά στην ωραία εικόνα...
«Η Γλυκοφιλούσα» του Αλ. Παπαδιαμάντη.
Απόσπασμα σε απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου