Ἄκουσα, λέει, γιά μιά μεγάλη πόλη ὅπου οἱ πολίτες εἶχαν τήν ἑξῆς παράξενη συνήθεια: Ἔβρισκαν ἕναν ξένο καί ἄγνωστο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος δέν γνώριζε τούς νόμους καί τίς παραδόσεις τοῦ τόπου, καί τόν ἔκαναν βασιλιά. Τοῦ παραχωροῦσαν ὅλες τίς ἐξουσίες καί τόν ὑπηρετοῦσαν σ᾿ ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Κι αὐτός μέν νόμιζε ὅτι θά εἶναι γιά πάντα βασιλιάς, γιά νά ἀπολαμβάνει δόξες καί τιμές καί νά σπαταλᾶ ἀλόγιστα τά πλούτη πού διέθετε.
Ἐκεῖνοι ὅμως εἶχαν διαφορετικό σχέδιο: Ὅταν συμπληρωνόταν ἕνας χρόνος, ξεσηκώνονταν ἐναντίον του, τοῦ ἀφαιροῦσαν ὅλα τά ὑπάρχοντα κι ἀφοῦ τόν διαπόμπευαν στούς δρόμους τῆς πόλεως, τόν ἔστελναν ἐξόριστο σέ ἕνα μεγάλο μακρινό νησί. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πού προηγουμένως ζοῦσε μέσα στά πλούτη καί τή χλιδή, ὑπέφερε ἀπό τή φτώχεια, τήν πείνα καί τό κρύο χωρίς καμία ἐλπίδα σωτηρίας. Κι αὐτό γινόταν συνέχεια στήν πόλη ἐκείνη. Κάθε ἄνθρωπος πού ἐπέλεγαν γινόταν βασιλιάς γιά ἕνα χρόνο κι ἔπειτα τόν περίμενε ἐξορία μόνιμη!
Κάποτε ὅμως βρέθηκε ἕνας πολύ συνετός καί φρόνιμος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος, ὅταν τόν κάλεσαν οἱ πολίτες ἐκεῖνοι καί τόν ἔκαναν βασιλιά, δέν θαμπώθηκε ἀπό τίς τιμές καί τά ἀξιώματα οὔτε ἀπό τά πλούσια ὑλικά ἀγαθά πού τοῦ προσέφεραν. Ἐκεῖνο πού τόν ἀπασχολοῦσε ἦταν πῶς θά μποροῦσε νά ἀξιοποιήσει καλύτερα τόν χρόνο τῆς βασιλείας του. Μελετοῦσε, σκεπτόταν, ρωτοῦσε, κι ἔτσι κάποτε ἔμαθε τήν ἀλήθεια. Πληροφορήθηκε δηλαδή τή συνήθεια τῶν πολιτῶν νά ἐξορίζουν τόν βασιλιά τους σέ ἕνα μακρινό τόπο ἐπ᾿ ἀόριστον. Ζήτησε μάλιστα ἀκριβεῖς πληροφορίες γιά τόν τόπο ἐκεῖνο καί γιά τό πῶς θά μποροῦσε ἐκεῖ νά ἐξασφαλίσει τή διαμονή του. Ὅταν λοιπόν τά ἔμαθε ὅλα αὐτά, ἔκανε τό ἑξῆς: Συγκέντρωσε ὅσο περισσότερα χρήματα καί πολύτιμους θησαυρούς ἀπό αὐτούς πού κατεῖχε, καί τά ἔστειλε μέ ἔμπιστους ὑπηρέτες του στό νησί ὅπου ἐπρόκειτο νά ἐξορισθεῖ.
Ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, καί αὐτός εἶχε τήν ἴδια μοίρα μέ τούς ἄλλους. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἔστειλαν πτωχό καί γυμνό στήν ἐξορία. Ἐκεῖ ὅμως τόν περίμεναν οἱ θησαυροί του. Καί ἐνῶ ὅλοι οἱ προηγούμενοι προσωρινοί βασιλιάδες βασανίζονταν ἀπό τήν πείνα καί τήν ἀνέχεια, ἐκεῖνος τώρα μποροῦσε μόνιμα νά ἀπολαμβάνει ὅσα ἀποταμίευε ἐκεῖ κατά τό διάστημα τῆς σοφῆς καί συνετῆς διακυβερνήσεώς του.
Πραγματικά σοφός βασιλιάς!
Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Βίος Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ, ΕΠΕ 10, 172-178
Ο καθένας μας γίνεται «βασιλιάς για ένα χρόνο». Ο ένας χρόνος είναι η παρούσα ζωή μας και γινόμαστε βασιλιάδες, με την έννοια ότι μπορούμε να ζήσουμε τη ζωή μας όπως θέλουμε, να κάνουμε ελεύθερα τις επιλογές μας. Κάποτε όμως θα έλθει και το τέλος. Και τότε θα πάμε, θέλοντας και μη, σ᾿ εκείνο το μεγάλο ερημικό νησί, που είναι η άλλη ζωή.
Εάν έχουμε φροντίσει να στείλουμε από πριν, όσο είμαστε βασιλιάδες, θησαυρούς και πλούτη σ᾿ αυτό το νησί (τις πράξεις της ζωής μας, τα έργα της αγάπης μας κ.λ.π.), τότε δεν θα στερηθοῦμε όταν τελειώσει η επίγεια ζωή μας, δεν θα υποφέρουμε εκεῖ. Αρκεί να δείξουμε προνοητικότητα...
Εάν έχουμε φροντίσει να στείλουμε από πριν, όσο είμαστε βασιλιάδες, θησαυρούς και πλούτη σ᾿ αυτό το νησί (τις πράξεις της ζωής μας, τα έργα της αγάπης μας κ.λ.π.), τότε δεν θα στερηθοῦμε όταν τελειώσει η επίγεια ζωή μας, δεν θα υποφέρουμε εκεῖ. Αρκεί να δείξουμε προνοητικότητα...
Πολύ ωραίο κείμενο. Μας το είπανε το Σάββατο στο κατηχητικό. Από εδώ το πήρε ο κ. Ανδρέας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιδακτικότατο... για τα παιδιά ό,τι πρέπει
ΑπάντησηΔιαγραφή